Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2018

Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας Ἀναστασίου, Θρησκευτικός πλουραλισμός καί εἰρηνική συνύπαρξη


ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΙΡΑΝΩΝ, ΔΥΡΡΑΧΙΟΥ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ
«Θρησκευτικὸς πλουραλισμὸς καὶ εἰρηνικὴ συνύπαρξη»
Καθημερινὴ 4.11.2018

Ἡ ἐνσυνείδητη ἀποδοχὴ τοῦ θρησκευτικοῦ πλουραλισμοῦ καὶ ἡ εἰρηνικὴ συνύπαρξη τῶν διαφόρων κοινοτήτων μποροῦν νὰ προέλθουν ἀπὸ δύο ἀντίθετες ἀφετηρίες. Ἀπὸ τὴν ἀδιαφορία γιὰ τὴ θρησκευτικὴ πίστη, ἢ ἀπὸ τὴ συνειδητὴ βίωση τῆς οὐσίας τῆς θρησκείας. Ἀντιστρόφως, ἡ θρησκευτικὴ μισαλλοδοξία ἀνάμεσα σὲ συνυπάρχουσες θρησκευτικὲς κοινότητες καὶ πολιτιστικὲς παραδόσεις εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναπτυχθεῖ: Πρῶτον, ἀπὸ σπέρματα θρησκευτικοῦ τύπου, π.χ. ἀπὸ ἕναν ἀκραῖο φανατισμό. Δεύτερον, ἀπὸ μὴ θρησκευτικὲς ρίζες π.χ. παράγοντες πολιτικούς, ἐθνικιστικούς, ποὺ χρησιμοποιοῦν τὴ θρησκεία γιὰ ἄλλες ἐπιδιώξεις. Ὅλες αὐτὲς οἱ ρίζες ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι ἀνθεκτικὲς σὲ πολλὲς περιοχὲς τῆς ὑφηλίου.
Ὁ ἀνθρώπινος ἐντούτοις πόθος γιὰ παγκόσμια εἰρήνη παραμένει ἐναγώνιος. Ἀξίζει, λοιπόν, νὰ μελετοῦμε προσεκτικά το πολυσύνθετο αὐτὸ πρόβλημα γιὰ τὴν ὀρθὴ ἀντιμετώπισή του. Στὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ θὰ περιοριστῶ νὰ διατυπώσω ὁρισμένες μόνο ἐπισημάνσεις σχετικὰ μὲ τὸ κρίσιμο αὐτὸ θέμα.


1. Προσωπικὰ πιστεύω ὅτι ἡ καλλιέργεια μιᾶς ὑγιοῦς θρησκευτικῆς συνειδήσεως ἀποτελεῖ τὸ σταθερότερο θεμέλιό της εἰρηνικῆς συνυπάρξεως. Καὶ ὄχι ἡ θρησκευτικὴ ἀδιαφορία.
Στὶς μονοθεϊστικὲς θρησκεῖες ποὺ ἐπηρεάζουν τὴ σημερινὴ οἰκουμένη διαπιστώνονται: α) μιὰ ἀναζήτηση ἐσωτερικῆς εἰρήνης· β) ἡ χαλιναγώγηση τῆς ἐπιθετικότητος· γ) ἀρχὲς εἰρηνικῆς συμβιώσεως· δ) ἐπιδίωξη εἰρηνικῶν σχέσεων μὲ τὸν Θεό· ε) παροτρύνσεις γιὰ τὴ διατήρηση τῆς εἰρήνης στὴν ἀνθρωπότητα. Οἱ χριστιανοὶ ἰδιαίτερα προσβλέπουμε σὲ «Θεὸ Εἰρήνης» καὶ ἐκζητοῦμε συνεχῶς τὴν ἐπέμβασή Του.
Ὕψιστο καὶ ἄμεσο χρέος ὅλων των θρησκευτικῶν ἡγετῶν εἶναι ἡ ἐπίμονη καὶ συστηματικὴ καλλιέργεια μιᾶς ὑγιοῦς πνευματικότητος. Μέσα στὰ ἱερὰ κείμενα ὑπάρχουν φωτεινὲς ἀκτίνες ποὺ συμβάλλουν στὴν εἰρηνικὴ συμβίωση καὶ διευκρινίζουν τὸν χαρακτήρα τῆς γνήσιας θρησκευτικότητος, στὴν ὁποία εὐαρεστεῖται ὁ Θεός.
Κατ’ ἀρχὴν ἐπιβάλλεται νὰ καλλιεργεῖται συνεχῶς ἀπ’ ὅλους τοὺς θρησκευτικοὺς φορεῖς μιὰ εἰρηνικὴ θεολογία καὶ ἀνθρωπολογία, ἀντλώντας ἀπὸ τὸν πλοῦτο τῶν θρησκευτικῶν ἀρχῶν καὶ ἀπὸ τὶς καλύτερες σελίδες τῶν παραδόσεών μας. Ἰδιαίτερα καλούμεθα νὰ στηλιτεύσουμε κάθε μορφὴ βίας. Ὑπογραμμίζοντας τὸ χρέος παντὸς ἀνθρώπου νὰ σέβεται τὴ θρησκευτικὴ ἐλευθερία τῶν συνανθρώπων του. Τὶς τελευταῖες δεκαετίες δὲν παύω νὰ τονίζω –μὲ μορφὴ συνθημάτων– σὲ διάφορες εὐκαιρίες ὅτι: Ἡ βία ἐν ὀνόματι τῆς θρησκείας βιάζει τὴν οὐσία τῆς θρησκείας. Καὶ κάθε ἔγκλημα στὸ ὄνομα τῆς θρησκείας εἶναι ἔγκλημα κατὰ τῆς ἴδιας της θρησκείας. Κανεὶς δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ χρησιμοποιεῖ τὸ λάδι τῆς θρησκείας γιὰ νὰ δυναμώνει τὴ φωτιὰ τῶν συγκρούσεων. Ἡ θρησκεία εἶναι θεῖο δῶρο, δοσμένο γιὰ νὰ γαληνεύει τὶς καρδιές, νὰ θεραπεύει τὶς πληγὲς καὶ νὰ φέρνει πλησιέστερα ἄτομα καὶ λαούς.

2. Ἡ εἰρήνη συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴ δικαιοσύνη. Ἕνας ἄδικος κόσμος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι εἰρηνικός. Σαφὴς κανόνας στὴν Ἁγία Γραφὴ εἶναι: «Ποιεῖν δίκαια καὶ ἀληθεύειν ἀρεστὰ παρὰ Θεῶ μᾶλλον ἢ θυσιῶν αἷμα» (Παρ. 21,3). Οἱ διάφορες ἐξωτερικὲς ἐκφράσεις θρησκευτικότητος δὲν ἐπαρκοῦν. Ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ δικαιοσύνη ἐξασφαλίζουν τὴν οὐσιαστικὴ σχέση μας μὲ τὸν Θεό, καθὼς καὶ τοὺς συνανθρώπους μας. Στὸν αἰώνα μας, ἡ εἰρήνη καὶ ἡ δικαιοσύνη ἔχουν προσλάβει ἕνα ἀκόμα συνώνυμο: «τὴν ἀνάπτυξη». Ἡ φτώχεια παραμένει ὁ χειρότερος τύπος βίας. Ὅπως τόνισε ὁ Ἀριστοτέλης: «Ἄνευ τῶν ἀναγκαίων ἀδύνατον καὶ ζῆν καὶ εὖ ζῆν». Ὅταν οἱ ἄνθρωποι στεροῦνται τῶν στοιχειωδῶν μέσων γιὰ τὴν ἐπιβίωσή τους, δὲν εἶναι παράξενο νὰ στρέφονται πρὸς ἄλλες κατευθύνσεις καὶ νὰ υἱοθετοῦν ἀκραῖες θρησκευτικὲς ἀντιλήψεις γιὰ τὴν ἐπίτευξη μιᾶς δίκαιης κοινωνίας.
Πρὶν ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια εἶχα διατυπώσει τὴν ἄποψη ὅτι σὲ διάφορα μουσουλμανικὰ περιβάλλοντα σιγόκαιγε ἡ ἀγανάκτηση γιὰ τὴν ἀδικία καὶ τὴν ὑποτίμηση τῆς ἀξιοπρέπειάς τους, μὲ τὶς ὁποῖες τοὺς ἀντιμετώπιζαν οἱ πλούσιες χῶρες τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀμερικῆς. Ἦταν ἑπόμενο, κάποια στιγμὴ νὰ ἀντιδράσουν δυναμικά. Ἀρχικά, οἱ φτωχότερες θρησκευόμενες ὁμάδες, ἀργότερα οἱ πλουσιότεροι καὶ πλέον μορφωμένοι ἀνέλαβαν ρόλους καθοδηγητικούς. Στὸν προηγούμενο αἰώνα πολλοὶ ποὺ ἔνιωθαν καταφρονημένοι ἐπαναστάτησαν χρησιμοποιώντας συνθήματα ἀπὸ ἀθεϊστικὲς ἰδεολογίες, ὅπως τοῦ διαλεκτικοῦ ὑλισμοῦ. Ὑπογράμμιζα τότε ὅτι θὰ ἦταν τραγικὸ νὰ ἔχουμε στὸν 21ο αἰώνα ἐξεγέρσεις σὲ διεθνὲς ἐπίπεδο, τροφοδοτούμενες ἀπὸ θρησκευτικὸ φανατισμό· κάτι τὸ ὁποῖο σήμερα εἶναι μία ὀδυνηρὴ πραγματικότητα. Θὰ εἶναι τραγικὸ πολιτικὸ λάθος, λόγω ἀμελείας ἢ ὑπεροψίας, νὰ ἀφήνουμε νὰ ἐξελιχθεῖ ἕνα νέο πολύμορφο «προλεταριάτο», τὸ ὁποῖο θὰ καταχρασθεῖ τὴν πνευματικὴ «ἀτομικὴ ἐνέργεια» μιᾶς θρησκευτικῆς παραδόσεως.
Προφανῶς, ὑπάρχει μιὰ γενικότερη εὐθύνη τῶν μεγάλων δυνάμεων σὲ διάφορες περιοχὲς τοῦ πλανήτη καὶ ἰδιαίτερα στὴ Μέση Ἀνατολή. Ἀποφάσεις γιὰ βίαιες ἀλλαγὲς ἡγεσιῶν καὶ καθεστώτων, προμήθεια ὁπλισμοῦ, ἀδιαφορία γιὰ τὶς παράπλευρες ἀπώλειες, μὲ θύματα ἑκατομμύρια ἀθώους καὶ τεράστια κύματα προσφύγων, μόλυνση τοῦ περιβάλλοντος καὶ καταστροφὴ μοναδικῶν μνημείων πολιτισμοῦ. Καιρὸς πλέον ὅλοι οἱ ὑπεύθυνοι νὰ ἀποτινάξουν τὸν λήθαργο καὶ νὰ δράσουν ἀποτελεσματικὰ γιὰ τὴν κατάπαυση τῆς τρομερῆς αἱματοχυσίας.
Ἡ οὐσιαστικότερη θεραπεία εἶναι νὰ ἀναζητηθεῖ συνειδητὰ περισσότερη δικαιοσύνη γιὰ ὅλους τους λαούς, ἀνεξαρτήτως πολιτιστικῆς ἢ θρησκευτικῆς παραδόσεως, καὶ νὰ καλλιεργηθεῖ ὁ εἰλικρινὴς ἀλληλοσεβασμός.

3. Πολλὲς προσπάθειες ἔχουν γίνει ἰδιαίτερα μετὰ τὴν 11η Σεπτεμβρίου τοῦ 2001 γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ διαθρησκειακοῦ διαλόγου. Ὁ νηφάλιος διάλογος μὲ τὸν τονισμὸ τῶν εἰρηνικῶν ἀρχῶν κάθε θρησκείας συμβάλλει σημαντικὰ στὴν καλλιέργεια τῆς ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης. Δυστυχῶς, οἱ φανατικὲς ἑρμηνεῖες τῶν θρησκευτικῶν κειμένων ἐνθουσιάζουν εὐκολότερα τὰ πλήθη καὶ ὑπονομεύουν τὴ δυνατότητα ὁποιουδήποτε διαθρησκειακοῦ διαλόγου. Παρὰ ταῦτα πρέπει νὰ ἐνισχυθοῦν οἱ προσπάθειες γιὰ εἰρηνικὴ ἀξιοποίηση τοῦ θρησκευτικοῦ βιώματος.
Στὸ Μήνυμα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ποὺ συνῆλθε στὴν Κρήτη τὸ 2016, ἐπισημαίνεται: «Οἱ ἐκρήξεις φονταμενταλισμοῦ, ποὺ παρατηροῦνται στοὺς κόλπους διαφόρων θρησκειῶν, ἀποτελοῦν ἔκφραση νοσηρῆς θρησκευτικότητος. Ὁ νηφάλιος θρησκευτικὸς διάλογος συμβάλλει σημαντικὰ στὴν προώθηση τῆς ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης, τῆς εἰρήνης καὶ τῆς καταλλαγῆς... Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καταδικάζει ἀπεριφράστως τὴν ἐπέκταση τῆς πολεμικῆς βίας, τοὺς διωγμούς, τὴν ἐκδίωξη καὶ δολοφονία μελῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων, τὸν ἐξαναγκασμὸ γιὰ τὴν ἀλλαγὴ θρησκευτικῆς πίστεως, τὴν ἐμπορία προσφύγων, τὶς ἀπαγωγές, τὰ βασανιστήρια, τὶς εἰδεχθεῖς ἐκτελέσεις».

4. Ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ ἀναφερθῶ εἰδικότερα σὲ ἕνα συγκεκριμένο παράδειγμα, στὴν περίπτωση τῆς Ἀλβανίας. Τὸ αἴτημα τῆς ἀνεξιθρησκίας καὶ τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως εἶχε πρωταρχικὴ σημασία γιὰ τὴν πορεία τῆς χώρας μετὰ τὴν πτώση τοῦ ἀθεϊστικοῦ διωγμοῦ (1991). Στὴν Ἀλβανία, ὡς γνωστό, ὑπάρχουν πέντε θρησκευτικὲς κοινότητες: μουσουλμάνοι σουνίτες κατὰ πλειοψηφία, μπεκτασί, ὀρθόδοξοι, ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ προτεστάντες. Ἐπίσης πολλοὶ παραμένουν ἐντελῶς ἀδιάφοροι γιὰ τὴ θρησκεία. Τὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν χριστιανῶν βοήθησε ἡ δημιουργία ἑνιαίας Βιβλικῆς Ἑταιρείας, γιὰ τὴ μετάφραση καὶ τὴ διάδοση τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Οἱ σχέσεις μας μὲ τοὺς μουσουλμάνους στηρίχθηκαν ἀρχικὰ στὴν παραδοχὴ ὅτι στὴν πλουραλιστικὴ κοινωνία τῆς χώρας, ὅπου ἡ παλαιὰ ἀθεϊστικὴ ἰντελιγκέντσια διατηροῦσε ἔντονη παρουσία καὶ ἐπιρροή, πρωταρχικὴ συμβολὴ τῶν πιστῶν –χριστιανῶν καὶ μουσουλμάνων– ἦταν νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ἡ θρησκευτικὴ πίστη ἔχει ζωτικὴ σημασία γιὰ μιὰ ἐλεύθερη δημοκρατικὴ κοινωνία. Ὅτι ἡ θρησκεία δὲν εἶναι ἕνα ὑποπροϊὸν τῆς ἠθικῆς, τῆς λογικῆς ἢ τῆς συναισθηματικῆς ζωῆς μιᾶς κοινωνίας, ἀλλὰ ἀνεξάρτητο καὶ πρωτογενὲς φαινόμενο, ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν εἰδικὴ κατηγορία τοῦ Ἱεροῦ καὶ τοῦ Ἁγίου. Συμφωνήσαμε ὅτι οἱ ἰθύνοντες τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων ὀφείλουμε νὰ καλλιεργήσουμε ἠθικὲς ἀξίες κοινῆς ἀποδοχῆς. Κυρίως τὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἀνεξάρτητος μέσα στὸ σύμπαν· καὶ ὅτι τὸ ἀτομικὸ συμφέρον, ἡ λατρεία τοῦ χρήματος, τῆς ἡδονῆς καὶ ἐξουσίας δὲν μπορεῖ νὰ γίνουν τὰ νέα εἴδωλα, τὰ μόνα κριτήρια ἐπιτυχίας γιὰ τὴ σύγχρονη ἀλβανικὴ κοινωνία. Πιὸ συγκεκριμένα, ὁ θρησκευτικὸς διάλογος μεταξὺ τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων κινήθηκε στὶς ἀντιλήψεις περὶ ἀνθρώπου καὶ στὴν ἀποδοχὴ τῆς θρησκευτικῆς του ἐλευθερίας.
Τέλος, συμφωνήσαμε μὲ τὶς ἡγεσίες τῶν ἄλλων θρησκευτικῶν κοινοτήτων νὰ μὴν ἐπιτρέψουμε φονταμενταλιστικὲς ἰδέες καὶ ἀκραίους κύκλους νὰ ἐπηρεάζουν τὰ μέλη τῶν κοινοτήτων μας. Ἐπιπλέον δημιουργήσαμε τὸ «Διαθρησκειακὸ Συμβούλιο τῆς Ἀλβανίας», τὸ ὁποῖο μετέχει ὡς μέλος στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο «World Conference of Religions for Peace», εὐρύτερα γνωστὸ ὡς «Religions for Peace» μὲ ἕδρα τὴ Νέα Ὑόρκη.
Σὲ περιόδους ἐσωτερικῆς κρίσεως στὴ χώρα, ἐνώσαμε τὴ φωνὴ καὶ τὶς προσπάθειές μας γιὰ ἐνίσχυση καὶ βοήθεια τῶν ἀδυνάτων. Καὶ γενικότερα διαπιστώσαμε ὅτι τὰ συγκεκριμένα ζητήματα γιὰ δημιουργικὸ διάλογο τῶν διαφόρων θρησκευτικῶν κοινοτήτων σήμερα εἶναι: ἡ προστασία τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, ἡ ἀντιμετώπιση τῆς φτώχειας, ἡ συμφιλίωση μεταξὺ ἀτόμων καὶ ἐθνῶν, ἡ ἀνάπτυξη, ἡ βιοηθικὴ καὶ κυρίως ἡ ἐπιδίωξη τῆς εἰρήνης σὲ τοπικὸ καὶ παγκόσμιο ἐπίπεδο. Ἡ ἀκαδημαϊκή μου θητεία ὡς καθηγητοῦ τῆς Ἱστορίας τῶν Θρησκευμάτων συνέβαλε στὶς ἐπιλογὲς αὐτές. Ὡς στόχος δὲν ἐτέθη ἁπλῶς ἡ θρησκευτικὴ ἀνοχή, ἀλλὰ ἡ ἁρμονικὴ συνύπαρξη.

5. Τελικά, εἶμαι βέβαιος ὅτι τὸ ἀντίθετο τῆς εἰρήνης δὲν εἶναι ὁ πόλεμος ἀλλὰ ὁ ἐγωκεντρισμὸς – ὁ ἀτομικός, ὁ συλλογικός, ὁ ἐθνικός, ὁ φυλετικός. Ὁ ἐγωκεντρισμὸς ἐπιστρατεύει τὶς ποικίλες μορφὲς βίας, ποὺ φονεύουν μὲ διάφορους τρόπους τὴν εἰρηνικὴ συμβίωση. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἐμπνευστὴς καὶ τροφοδότης τῶν μεγάλων ἢ μικροτέρων συγκρούσεων καὶ αὐτὸς ἀδιάκοπα ἀνανεώνει τὸ μίσος.
Τὸ ἀντίδοτο στὸν ἐγωκεντρισμὸ δὲν εἶναι οἱ γενικόλογες συμβουλές, οὔτε οἱ ποικίλοι νόμοι καὶ οἱ κρατικοὶ μηχανισμοὶ καταστολῆς· ἀλλὰ ἡ ἐνδυνάμωση τῆς ἀγάπης μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, μέσα στὴν κοινωνία· μιᾶς πολυδιάστατης ἀγάπης, ποὺ δὲν περιορίζεται ἀπὸ σύνορα, προκαταλήψεις ἢ ἄλλες διακρίσεις. Σ’ αὐτὸ τὸ θέμα καλεῖται νὰ συμβάλει ἡ ὑγιὴς θρησκευτικὴ συνείδηση.
Ἡ ἀγάπη, ἀκόμα καὶ σὲ συνθῆκες μακροχρόνιων συγκρούσεων, χαρίζει τὴ δύναμη τῆς συγχωρητικότητος καὶ τῆς συμφιλιώσεως. Μόνο ἡ ἐξουσία τῆς ἀγάπης εἶναι ἐκείνη ποὺ μπορεῖ νὰ νικήσει τὴν ἀγάπη γιὰ ἐξουσία. Ἀστείρευτη πηγὴ ἀγάπης παραμένει ἡ ἀλήθεια, τὴν ὁποία, μὲ τὸν πιὸ λιτὸ καὶ συγκλονιστικὸ τρόπο, διατύπωσε ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστι, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπη ἐν τῷ Θεῶ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῶ» (Α' Ἰω. 4: 16).
Σχετικὰ μὲ τὴν ἀλήθεια αὐτὴ πολὺ εὔγλωττες εἶναι οἱ ἰδέες ποὺ ἀποδίδονται στὸν Ἀϊνστάιν: «Ὅταν πρότεινα», γράφει σὲ μιὰ ἐπιστολὴ στὴν κόρη του Lieserl, «τὴ Θεωρία τῆς Σχετικότητας, πολὺ λίγοι ἄνθρωποι μὲ κατανόησαν καὶ αὐτὸ ποὺ θὰ ἀποκαλύψω τώρα, γιὰ νὰ μεταδοθεῖ στὴν ἀνθρωπότητα, θὰ ἔρθει ἐπίσης ἀντιμέτωπο μὲ τὴν παρανόηση καὶ τὴν προκατάληψη τοῦ κόσμου… Ὑπάρχει μιὰ ἐξαιρετικὰ ἰσχυρὴ δύναμη, γιὰ τὴν ὁποία ἡ ἐπιστήμη δὲν ἔχει βρεῖ μέχρι τώρα μιὰ ἐπίσημη ἐξήγηση. Εἶναι μιὰ δύναμη ποὺ συμπεριλαμβάνει καὶ κυβερνᾶ ὅλους καὶ βρίσκεται ἀκόμη καὶ πίσω ἀπὸ ὁποιοδήποτε φαινόμενο ποὺ ὑπάρχει στὸ σύμπαν... Αὐτὴ ἡ οἰκουμενικὴ δύναμη εἶναι ἡ ἀγάπη… Γιὰ τὴν Ἀγάπη ζοῦμε καὶ πεθαίνουμε. Ἡ ἀγάπη εἶναι Θεὸς καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη».
Τὸ κείμενο αὐτὸ ἐπισημαίνει τὴ μισὴ μόνο ἀλήθεια. Πληρέστερα τὴν ἔχει διατυπώσει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης· ὁ ὁποῖος δὲν μένει μόνο στὸ «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστι», ἀλλὰ συμπληρώνει: «Καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπη ἐν τῷ Θεῶ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῶ» (Α' Ἰω. 4: 16).
Ἀξιοπρόσεκτη εἶναι ἡ συνέχεια τῆς ὅλης σκέψεως: «Γιὰ νὰ κάνω ὁρατὴ τὴν ἀγάπη, ἔκανα μιὰ μικρὴ ἀντικατάσταση στὴν πιὸ φημισμένη ἐξίσωσή μου. Ἄν, ἀντὶ γιὰ E=mc2, ἀποδεχθοῦμε ὅτι ἡ ἐνέργεια γιὰ τὴ θεραπεία τοῦ κόσμου μπορεῖ νὰ βρεθεῖ ἀπὸ τὸν πολλαπλασιασμὸ τῆς ἀγάπης ἐπὶ τὴν ταχύτητα τοῦ φωτὸς στὸ τετράγωνο, φθάνουμε στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ πιὸ ἰσχυρὴ δύναμη ποὺ ὑπάρχει, ἐπειδὴ δὲν ἔχει ὅρια...» καὶ καταλήγει: «Καθένας κουβαλᾶ μέσα του μιὰ μικρὴ ἀλλὰ ἰσχυρὴ γεννήτρια ἀγάπης, τῆς ὁποίας ἡ ἐνέργεια περιμένει νὰ ἀπελευθερωθεῖ... ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς ζωῆς».
Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς ἐπιφυλάξεις ποὺ ἔχουν διατυπωθεῖ γιὰ τὴν πατρότητα τοῦ κειμένου αὐτοῦ, οἱ σκέψεις ποὺ ἐκφράζει εἶναι ἀσφαλῶς ἰδιαίτερα σημαντικές. Ἀποτελοῦν μακρινὴ ἀντήχηση τοῦ ὑπέροχου ὕμνου τῆς ἀγάπης τοῦ Ἀπ. Παύλου στὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολή, «ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον [...] νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη» (Α'  Κορ. 13:1-13).
Προσωπικὰ ἔχω βεβαιωθεῖ ὅτι τὸ μυστικὸ καύσιμο ποὺ κινεῖ τὴ μικρὴ ἀλλὰ ἰσχυρὴ «γεννήτρια ἀγάπης» εἶναι ἡ χριστιανικὴ πίστη. Καὶ ἀκόμη, ὅτι ἡ Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ διαχρονικὰ ἐργαστήριο ἀγάπης. Καὶ αὐτὸ παραμένει στοὺς αἰῶνες τὸ βασικότερο ἔργο καὶ χρέος της.
**
Ἀσφαλῶς οἱ συνθῆκες ποὺ ἔχουν δημιουργηθεῖ στὸν σύγχρονο κόσμο (κατεξοχὴν στὴ Μέση Ἀνατολὴ) εἶναι συγκεχυμένες καὶ ζοφερές. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς δὲν πρέπει νὰ ὁδηγεῖ σὲ μελαγχολικὴ ἀπάθεια, ἀλλὰ σὲ αὔξηση τῶν προσπαθειῶν ὅλων μας (ἀκαδημαϊκῶν, πολιτικῶν, θρησκευτικῶν λειτουργῶν, κ.ἄ.) γιὰ τὴν ὑποστήριξη τῆς ἀλήθειας, τὴν ὑπεράσπιση τῆς δικαιοσύνης, τὴν ἐνδυνάμωση τῆς ἐλπίδας ὅτι ἡ παγκόσμια εἰρήνη δὲν ἀποτελεῖ οὐτοπία, ἀλλὰ ἄμεση προτεραιότητα ὅλων ὅσοι πονοῦν καὶ ἀγωνίζονται γιὰ ἕναν καλύτερο κόσμο. «Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται» (Ματθ. 5:9), τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης.