Ἰωάννης Πετρόπουλος, Καθηγητὴς Ἀρχαίας
Ἑλληνικῆς Φιλολογίας, ΔΠΘ, Δ/ντὴς Κέντρου Ἑλληνικῶν Σπουδῶν Ἑλλάδος (CHS GR), Παν/μιο
Harvard
«Κατάλληλο γιὰ ἀνηλίκους. Δὲν μποροῦμε
σήμερα νὰ ἀγνοοῦμε τὸν καθοριστικὸ ρόλο τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας στὸν πρώιμο
Χριστιανισμό».
https://www.huffingtonpost.gr/entry/katallelo-yia-anelikoes_gr_5c56be0ae4b09293b204e4c4?utm_hp_ref=gr-homepage
Ἀναλογισθεῖτε μιὰ σκηνὴ ἡ ὁποία
χρονολογεῖται γύρω στὸ 375 μ.Χ.Ὁ Μέγας Βασίλειος, ἕνας ἀπὸ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες
ποὺ γιορτάσαμε πρὸ ἡμερῶν, ἐξηγεῖ στοὺς πολυάριθμους ἔφηβους ἀνιψιοὺς καὶ τὶς ἀνιψιές
του τὶς βασικὲς στρατηγικὲς στὴν ἑρμηνεία τῶν εἰδωλολατρῶν ποιητῶν καὶ
πεζογράφων. Τὸ ἐκτενὲς αὐτὸ μάθημα ἐμπεριέχεται στὸ ἔργο του Πρὸς τοὺς Νέους ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο
λόγων. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δυτικῆς Ἀναγέννησης, ἡ ὁμιλία αὐτὴ ἔγινε κλασικὸ
ἔργο ὡς πρὸς τὴ θέση τῶν κλασικῶν συγγραφέων στὴν ἐκπαίδευση. Ἦταν καὶ
bestseller ἀνάμεσα στοὺς Ἰησουίτες στὸ τέλος τοῦ 16ου αἰώνα.
Ὁ κατ’ ἐξοχὴν ποιητὴς τῶν ἀρχαίων, ἡ
βάση τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ κόσμου, ἦταν ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχαϊκὴ
περίοδο ὁ Ὅμηρος. «Ὅταν διαβάζετε Ὅμηρο», ὑπενθυμίζει στὰ ἀνίψια του ὁ
Βασίλειος, «πρέπει νὰ ἔχετε ὑπ’ ὄψιν ὅτι ἡ ποίησή του δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ ἕνας ἔπαινος
τῆς ἀρετῆς» (πᾶσα μὲν ἡ ποίησις τῷ Ὁμήρω ἀρετῆς
ἐστιν ἔπαινος). Θέλοντας νὰ δώσει ἕνα παράδειγμα πῶς νὰ διαβάσει κανεὶς τὸν
ἐπικὸ ποιητή, ἀρχικὰ παραφράζει ὑπαινικτικὰ δύο χωρία ἀπὸ τὴν Ὀδύσσεια (ζ΄ 127
κ.ἑ., η΄ 135 κ.ἑ.).
Στὴν πρώτη σκηνὴ ὁ ναυαγὸς Ὀδυσσέας
ξεπηδάει ἀπὸ τοὺς θάμνους σὲ μιὰ ὄχθη ποταμοῦ στὴ Χώρα τῶν Φαιάκων. Ἐπειδὴ εἶναι
ὁλόγυμνος, καλύπτει τὰ αἰδοῖα του μὲ μιὰ φυλλωσιά. Ἡ ἄγρια ἐμφάνισή του κάνει τὴν
ἔφηβη πριγκηποπούλα Ναυσικᾶ καὶ τὶς ἄλλες παρθένες νὰ κατατρομάξουν.
Στὴ δεύτερη σκηνὴ τὴν ὁποία ὑπονοεῖ ὁ
Ἱεράρχης, ὁ Ὀδυσσέας, μπαίνοντας ἀπαρατήρητος στὸ παλάτι τοῦ βασιλιᾶ τῶν
Φαιάκων Ἀλκίνοου, ἐκθαμβώνει τοὺς πάντες ὅταν ἡ ἀχλὺς ποὺ τὸν κάλυπτε
διαλύεται. Ὅπως σημειώνει ὁ Ὅμηρος, «θαύμαζον δ’ ὁρόωντες».
Ὁ Βασίλειος δὲν κρύβει τὸν ἐνθουσιασμό
του, ἰδιαίτερα γιὰ τὴν πρώτη σκηνή. «Ἡ πριγκηποπούλα δὲν βλέπει τὴ γύμνια τοῦ Ὀδυσσέα
γιατὶ ὁ ἥρωας εἶναι ντυμένος μὲ τὴν ἀρετή...Οἱ δὲ Φαίακες τὸν θαυμάζουν καὶ τὸν
ζηλεύουν, παρόλο ποὺ εἶναι ναυαγός, γιατί καταλαβαίνουν ὅτι ἕνας ἐνάρετος ἄνδρας
εἶναι πιὸ εὐτυχισμένος ἀπὸ τοὺς ἴδιους οἱ ὁποῖοι διάγουν πολυτελῆ βίο».
Καταλήγει στὸ ἐπιμύθιο: «Μόνον ἡ ἀρετὴ εἶναι ἀναφαίρετη περιουσία στὴ ζωὴ καὶ
μετὰ θάνατον». (Μόνη δὲ κτημάτων ἡ ἀρετὴ ἀναφαίρετον
καὶ ζῷντι καὶ τελευτήσαντι παραμένουσα).
Ὁ Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἀποκαθαίροντας
τὴ σκηνὴ μὲ τὴ Ναυσικᾶ ἀπὸ τὸν ὑπόκωφο ἐρωτισμό της, προσφεύγει σὲ μιὰ ἀλληγορία.
Ἡ μέθοδος «ἀλληγόρηση» εἶχε μακρὰν ἱστορία στὴν ἀρχαιοελληνικὴ καὶ τὴν ἑβραϊκὴ
διανόηση καὶ μαρτυρεῖται στὰ «ἐξηγηματικά», δηλαδὴ τὰ ἑρμηνευτικὰ σχόλια ποὺ
διανθίζουν τὰ μεσαιωνικὰ χειρόγραφα τῶν ὁμηρικῶν ἐπῶν. Τὰ σχόλια αὐτὰ συχνὰ ἀπηχοῦν
τὶς θέσεις δασκάλων, φιλολόγων καὶ φιλοσόφων, κυρίως τῶν συνεχιστῶν τοῦ Ἀριστοτέλη,
καὶ τῶν Στωικῶν, σχετικὰ μὲ τὴν ἠθοπλαστικὴ ἀξία καὶ τὸν ψυχολογικὸ ἀντίκτυπο τῆς
ποίησης. Δύο καὶ πλέον αἰῶνες πρὶν ἀπὸ τὸν Βασίλειο, ὁ Πλούταρχος, ἀπαντῶντας
στὸ καθεστὼς τῆς παιδαγωγικῆς λογοκρισίας ποὺ εἰσηγεῖται ἡ πλατωνικὴ Πολιτεία,
συνέγραψε τὴν πραγματεία Πῶς δεῖ τὸν νέον
ποιημάτων ἀκούειν, ἡ ὁποία, σὲ μεγάλο βαθμό, ἦταν τὸ πρότυπο τῆς ὁμιλίας τοῦ
Βασιλείου. Ὁ βοιωτὸς φιλόσοφος καὶ βιογράφος ἀνέλυσε μιὰ ἄλλη σκηνὴ ποὺ
διαδραματίζεται στὴν ἀκροποταμιὰ τῆς Φαιακίας: ὅταν ἡ Ναυσικᾶ βλέπει τὸν Ὀδυσσέα
νὰ ἀναδύεται φρεσκολουσμένος ἀπὸ τὸ ποτάμι, ἐκμυστηρεύεται στὶς ὑπηρέτριές της
τὸν θαυμασμό της γιὰ τὴν ὀμορφιά του (ζ΄ 239 κ.ἑ.). Κατὰ τὸν Πλούταρχο, αὐτὸ ποὺ
θαυμάζει ἡ κοπέλα εἶναι, περιέργως, τὸ ἦθος καὶ τὰ μετρημένα λόγια τοῦ ἥρωα. Ἐπιδιώκοντας
τὸ χρήσιμον καὶ τὸ σωτήριον, ὁ δάσκαλος ὀφείλει ἁπλῶς νὰ κατευθύνει τὸν μαθητὴ
πρὸς μιὰ τέτοια ἀντισηπτικὴ ἑρμηνεία.
Ὁ Βασίλειος εἶναι πολὺ πιθανὸν νὰ ἐμπνεύστηκε
τὴ μορφὴ τοῦ εὐτυχισμένου, πτωχοῦ, ἐνάρετου ναυαγοῦ ἀπὸ τὴ φιγούρα τοῦ πτωχοῦ,
πλανόδιου σοφοῦ, πρωταθλητῆ τῆς «αὐτάρκειας» τὴν ὁποία πρoασπίζονταν οἱ
Κυνικοί. Ὁ Καππαδόκης Πατέρας ἐπιδεικνύει μιὰ φιλελεύθερη στάση γιὰ τὸν ἐκπαιδευτικὸ
ρόλο τῆς εἰδωλολατρικῆς λογοτεχνίας: μαθητὲς ὅπως τὰ ἀνίψια του δὲν πρέπει νὰ
παρασύρονται ἀπὸ τὴν ἡδονὴ τῆς ποίησης καὶ τῆς μίμησης μιᾶς ἀξιόμεμπτης
συμπεριφορᾶς· πρέπει νὰ χρησιμοποιοῦν κριτικὴ σκέψη, ἑστιαζόμενοι
μόνο σὲ ψυχωφελῆ χωρία τῶν κλασικῶν λογοτεχνῶν. Γιὰ τὸν Βασίλειο ἦταν ἀδιανόητο
τὸ κάψιμο βιβλίων ἢ ἡ καθιέρωση ἑνὸς Index Librorum.
Δὲν μποροῦσε νὰ ἀγνοήσει τὸ ὑποβλητικὸ
πνευματικὸ τοπίο τοῦ Ὁμήρου καὶ τῶν ἄλλων ποιητῶν. Μὲ ἀνάλογο τρόπο, δὲν μποροῦμε
σήμερα νὰ ἀγνοοῦμε τὸν καθοριστικὸ ρόλο τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας στὸν πρώιμο
Χριστιανισμό. Μεταξὺ ἄλλων, ἡ μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα, δηλαδὴ ἡ Παλαιὰ
Διαθήκη, ἡ Καινὴ Διαθήκη καὶ οἱ κανόνες τῶν Ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων γράφτηκαν
στὴν ἑλληνική. Μαζὶ μὲ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες τοὺς ὁποίους ὁ λαὸς ὀνομάζει καὶ
“Τρεῖς Ἄρχοντες”, τιμοῦμε τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ τὴν ἀρχοντικὴ φιλολογικὴ ἀνοιχτοσύνη
τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου