Ἰωάννου Κ. Ἀγγελοπούλου,
ΠΕΡΙ
ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ Α’
Παρεμβολή, τεῦχος 125/2018
1.
Ἔννοια καὶ μορφὲς
Ὡς ὑπερηφάνεια ὀνομάζουμε
τὸ πάθος ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ὠθεῖ τοὺς ἀνθρώπους νὰ θεωροῦν τοὺς ἑαυτούς των ἀνωτέρους
τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ὡς ὅρος προέρχεται ἀπὸ τὶς λέξεις ὑπὲρ καὶ φαίνεσθαι: νὰ
φαινόμαστε ὑπέρ, ἀνώτεροι, τῶν ἄλλων.
Κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας θεωρεῖται ἡ ρίζα καὶ ἡ πηγὴ ὅλων τῶν ἄλλων παθῶν καὶ ἁμαρτημάτων τοῦ ἀνθρώπου.
Σημειώνει σχετικῶς ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης: «Ἡμῶν ἔκγονα, πτώματα πνευματικῶν,
ὀργή· καταλαλιά· πικρία· θυμός· κραυγή· βλασφημία· ὑπόκρισις· μῖσος· φθόνος· ἰδορρυθμία·
ἀντιλογία· ἀπείθεια» (Ἰωάννου Σιναΐτου, Κλῖμαξ,
Λόγος ΚΒ', κη').
Τὸ
πάθος αὐτὸ λαμβάνει πολλὲς καὶ ποικίλες μορφές.
Ἐμφανίζεται ὡς κενοδοξία, ἐγωισμός, φιλαυτία, οἴηση, ὑψηλοφροσύνη, δοκησισοφία,
κατάκριση τῶν ἄλλων, ἐμμονὴ στὸ ἴδιον θέλημα, ἰσχυρογνωμοσύνη, ἀπείθεια, ἀνυπακοὴ
κ.λπ. Ὅλες αὐτὲς οἱ ἐκφάνσεις τῆς ὑπερηφανείας διακρίνονται ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη,
ἀλλὰ ὡρισμένοι ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες τὶς συνεξετάζουν καὶ τὶς συναριθμοῦν, ἐπειδὴ
τὶς θεωροῦν βλαστήματα ἑνὸς ἑνιαίου κορμοῦ. Ὁ ὑπερήφανος ἀναδεικνύεται συχνὰ
«κομπαστής, προκατειλημμένος καὶ αὐτάρεσκος, ἐπῃρμένος καὶ ἀλλαζόνας. Συχνὰ σ’
αὐτὰ προστίθενται ἡ δοκησισοφία, ἡ ἰσχυρογνωμοσύνη, ἀπ’ ὅπου προκύπτουν ἡ μανία
τῆς αὐτοδικαίωσης, καθὼς καὶ τὸ πνεῦμα ἀντιλογίας (ἐξίσου χαρακτηριστικὰ τοῦ
πάθους), ἡ θέληση νὰ κάνει τὸ δάσκαλο καὶ νὰ διατάζει. Ἡ ὑπερηφανία καθιστᾶ
τυφλό, ἐκεῖνον ποὺ προσβάλλει, ὥστε νὰ μὴ βλέπει τὰ προσωπικά του ἐλαττώματα· τὸν
κάνει ν’ ἀρνεῖται ἐκ τῶν προτέρων κάθε κριτικὴ καὶ νὰ μισεῖ κάθε ἐπιτίμηση καὶ ἔλεγχο,
νὰ μὴν ἀνέχεται νὰ διατάσσεται καὶ νὰ κυβερνᾶται· τέλος τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἀπείθεια
καὶ τὴν ἀνυποταγή. Τὸ ἴδιο πάθος ἀποκαλύπτεται ἐπίσης σὲ κάποια μορφὴ ἐπιθετικότητας:
κάποτε ἐκφράζεται μὲ εἰρωνεία, ἐξίσου ὅμως καὶ μὲ πικρία κατὰ τὶς ἀπαντήσεις στὶς
ἐρωτήσεις τοῦ ἄλλου, μὲ παρατεταμένη σιωπὴ σὲ κάποιες περιπτώσεις, μὲ
γενικευμένη ἀντιπάθεια, μὲ τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐξυβρίσω ἢ νὰ ἐξευτελίσω τὸν πλησίον
καὶ μὲ τὴν εὐκολία ποὺ τὸ κάνω. Ἡ ἐπιθετικότητα ἐκδηλώνεται καὶ ὡς ἀπάντηση στὴν
ἐλάχιστη κριτική, ποὺ ἀπευθύνεται στὸν ὑπερήφανο ἀπὸ κάποιον ἄλλο» [Jean Claude Larchet, Ἡ θεραπευτικὴ τῶν πνευματικῶν νοσημάτων,
τόμ. Α’, (Ἀθήνα: Ἀποστ. Διακονία, 2008), σ. 393-394]. Ὅλες αὐτὲς οἱ πτυχὲς τῆς ὑπερηφανείας
καὶ ὑψηλοφροσύνης μᾶς φανερώνουν τὸ πολυδαίδαλο αὐτῆς καὶ τὸ πόσο εἰσχωρεῖ σχεδὸν
σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς μας. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι δύσκολη ἡ ἐπισήμανσή της
καὶ κατὰ συνέπεια ἡ θεραπεία της.
Ὁ ἅγιος Παΐσιος
διασαφηνίζει τὶς ἔννοιες τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ
τῆς ὑπερηφανείας ὡς ἑξῆς: «– Γέροντα, ἄλλο πάθος εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ἄλλο
ὁ ἐγωισμός; – Ἡ ὑπερηφάνεια, ὁ ἐγωισμός, ἡ κενοδοξία κ.λπ., ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἔπαρση
ποὺ εἶναι ἑωσφορικὸς βαθμός, εἶναι τὸ ἴδιο πάθος μὲ μικρὲς διαφορὲς καὶ διαβαθμίσεις.
Ὁ ἐγωισμὸς εἶναι τὸ ἀναρχικὸ παιδὶ τῆς ὑπερηφανείας· δὲν τὸ βάζει κάτω, ἐπιμένει.
Ὅπως ὅμως τὰ δένδρα ποὺ δὲν λυγίζουν, σπάζουν τελικὰ ἀπὸ τὸν ἀέρα, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος
ποὺ ἔχει ἐγωισμό, ἐπειδὴ δὲν κάμπτεται, σπάζει τελικὰ τὰ μοῦτρα του. Μεγάλο κακὸ
ὁ ἐγωισμός! Ἐνῶ καὶ ἀνάπαυση δὲν ἔχει ὁ ἐγωιστής, πάλι ἐπιμένει! ... Φοβερὸ πράγμα
ὁ ἐγωισμός! – Σὲ τί διαφέρει, Γέροντα, ὁ ἐγωιστὴς ἀπὸ τὸν ὑπερήφανο; – Ὁ ἐγωιστὴς
ἔχει θέλημα, πεῖσμα, ἐνῶ ὁ ὑπερήφανος μπορεῖ νὰ μὴν ἔχη οὔτε θέλημα οὔτε πεῖσμα.
Ἂς ποῦμε ἕνα παράδειγμα:
Στὴν ἐκκλησία προσκυνᾶτε
τὶς εἰκόνες μὲ μιὰ σειρά· ἡ καθεμιὰ ξέρει τὴν σειρά της. Μιὰ ἀδελφή, ἂν ἔχη
ἐγωισμὸ καὶ τῆς πάρη κάποια ἄλλη τὴν σειρά, θὰ κατεβάση τὰ μοῦτρα καὶ μπορεῖ νὰ
μὴν πάη οὔτε νὰ προσκυνήση. «Ἀφοῦ
προσκύνησε ἐκείνη πρὶν ἀπὸ μένα,
θὰ πῆ, δὲν πάω νὰ προσκυνήσω». Ἐνῶ, ἂν ἔχη ὑπερηφάνεια, πάλι
θὰ πειραχθῆ, ἀλλὰ δὲν θὰ ἀντιδράση ἔτσι· μπορεῖ μάλιστα νὰ πῆ καὶ στὶς ἑπόμενες,
δῆθεν μὲ εὐγένεια: «Περάστε! πέρνα κι ἐσύ, πέρνα κι ἐσύ!». – Τί νὰ κάνω, Γέροντα,
ὅταν πληγώνεται ὁ ἐγωισμός μου; – Ὅταν πληγώνεται ὁ ἐγωισμός σου, μὴν τὸν περιθάλπης·
ἄφησέ τον νὰ πεθάνη. Ἂν πεθάνη ὁ ἐγωισμός σου, θὰ ἀναστηθῆ ἡ ψυχή σου. – Καὶ πῶς
πεθαίνει, Γέροντα, ὁ ἐγωισμός; – Πρέπει νὰ θάψουμε τὸ ἐγώ μας, νὰ σαπίση καὶ νὰ
γίνη κοπριά, γιὰ νὰ ἀναπτυχθῆ ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ἀγάπη» [ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου,
Λόγοι, τόμ. Ε’, Πάθη καὶ ἀρετές
(Σουρωτή: Ἱ.Ἡσ.Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, 2010), σ. 34-35].
Ἡ
ὑπερηφάνεια διακρίνεται σὲ δύο γενικὲς μορφές: ἔναντι τῶν ἀνθρώπων
καὶ ἔναντι τοῦ Θεοῦ. «Ἐνῶ ἡ πρώτη μορφὴ ὑπερηφανίας ἀνυψώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπέναντι
στοὺς συνανθρώπους του, ἡ δεύτερη μορφὴ τὸν ἀνυψώνει ἔναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν
στρέφει ἐναντίον Του. Τότε ἡ ὑψηλοφροσύνη ἐμφανίζεται ὡς πάθος μεγάλης
βαρύτητας: οἱ Πατέρες συνεχῶς βεβαιώνουν ὅτι εἶναι τὸ χειρότερο ἀπ’ ὅλα τὰ
πάθη, ὑπενθυμίζουν ὅτι αὐτὸ προκάλεσε τὴν πτώση τοῦ Ἑωσφόρου καὶ τῶν ἀγγέλων σὲ
δαίμονες, καθὼς καὶ τὴν ἀντίστοιχη τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου» (Jean Claude Larchet, Ἡ θεραπευτικὴ τῶν πνευματικῶν νοσημάτων,
τόμ. Α’, σ. 394).
Ἀξιοσημείωτο εἶναι, ἐπίσης,
ὅτι ὑπάρχει κρυφὴ (ἐσωτερική) καὶ φανερὴ (ἐξωτερική) ὑπερηφάνεια. Ἡ φανερὴ ἐκδηλώνεται
μὲ ὑπεροψία καὶ προβολὴ τοῦ ἐγὼ καὶ τῶν «χαρισμάτων» μας μὲ σκοπὸ τὴν ὑπερεκτίμησή
μας ἔναντι τῶν ἄλλων· «οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ
λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων» διεκήρυσσε ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς (Λουκ. 18: 11). Ἡ κρυφὴ ὑπερηφάνεια φανερώνεται ὅταν λόγῳ τῶν
πειρασμῶν καὶ τῶν ἀντιξοοτήτων πληγώνεται ὁ ἐγωισμός μας καὶ καταπίπτει ἡ
μεγάλη εἰκόνα ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας.
2.
Προέλευση
Ρίζα αὐτοῦ τοῦ καταστροφικοῦ
πάθους εἶναι ἀφ’ ἑνὸς οἱ δαιμονικοὶ λογισμοὶ καὶ ἀφ’ ἑτέρου ἡ ἰδιοποίηση τῶν
θείων δωρεῶν καὶ χαρισμάτων. Οἱ δαίμονες μᾶς προσβάλλουν συνεχῶς μὲ λογισμοὺς ὑπερηφανείας
εἴτε ἔναντι τῶν ἄλλων (ὅτι εἴμαστε ὑπὲρ τοὺς ἄλλους ἔξυπνοι, ὄμορφοι, χαρισματοῦχοι),
εἴτε ἔναντι τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἰδιοποιούμαστε δῶρα καὶ χαρίσματα δικά Του ὡς ἴδια
κατορθώματα («τί δὲ ἔχεις ὃ οὐκ ἔλαβες;» Α’
Κορ. 4: 7). Οἱ λογισμοὶ αὐτοὶ καλλιεργούμενοι καὶ ἀναπτυσσόμενοι ἐντὸς τῶν
καρδιῶν μας, μᾶς ὠθοῦν ἄλλοτε στὴν φανερὴ καὶ ἄλλοτε στὴν κρυφὴ ὑπεροψία. Θεωροῦμε,
λοιπόν, τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ὡς κατωτέρους ἡμῶν καὶ συχνὰ ἐπιδιώκουμε νὰ φανεῖ
αὐτὸ μὲ διαφόρους τρόπους. Προσπαθοῦμε νὰ τραβήξουμε τὰ βλέμματα καὶ τοὺς ἐπαίνους
τῶν ἄλλων μὲ τὰ πραγματικὰ ἢ φανταστικὰ κατορθώματά μας (ἐδῶ τὸ πάθος τῆς ὑψηλοφροσύνης
ὁμοιάζει μὲ τὸ πάθος τῆς κενοδοξίας).
Ἐπὶ πλέον ὁ ἐγωισμὸς
καὶ ἡ φιλαυτία, ὡς μορφὲς τῆς ὑπερηφανείας, γεννῶνται μέσα μας ἀπὸ τὴν ὑπέρμετρη
ἀγάπη καὶ ἐνασχόλησή μας μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ μὲ τὴν συστηματικὴ παραθεώρηση τῶν
προβλημάτων τῶν συνανθρώπων μας. Μᾶς ἀπασχολοῦν μόνον τὰ δικά μας καὶ ἐγκλωβιζόμαστε
στὶς δικές μας ὑποθέσεις καὶ στὶς δικές μας ἐπιδιώξεις. Αὐτὸς ὁ ἐγωκεντρισμὸς καλλιεργεῖται
ἰδιαιτέρως ἀπὸ τὸν σύγχρονο τρόπο ζωῆς τῶν δυτικῶν κοινωνιῶν καθὼς καὶ ἀπὸ τὶς ὀλιγομελεῖς
οἰκογένειες μὲ ἕνα ἢ δύο τὸ πολὺ τέκνα, τὰ ὁποῖα μεγαλώνουν μὲ ὑπερτροφικὸ ἐγώ.
Ὁ σύγχρονος, μάλιστα, τρόπος ζωῆς μᾶς καθιστᾶ ἐγωκεντρικὰ ἄτομα, τὰ ὁποῖα
δυσκολεύονται νὰ ἐξέλθουν τοῦ ἑαυτοῦ των καὶ νὰ κοινωνήσουν οὐσιαστικὰ καὶ
βαθειὰ μὲ τὸν συνάνθρωπό τους.
ΠΕΡΙ
ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ Β’
Παρεμβολή, τεῦχος 126/2018
3.
Ἐπιπτώσεις τοῦ πάθους
Τὸ πάθος τῆς ὑπερηφανείας
ἔχει πολλὲς συνέπειες καὶ γι’ αὐτὸ θεωρεῖται ρίζα καὶ αἰτία γενέσεως πολλῶν ἄλλων
παθῶν καὶ ἁμαρτημάτων, ὅπως προαναφέραμε στὸ προηγούμενο ἄρθρο.
Ἡ πρώτη μεγάλη
συνέπεια εἶναι ἡ ἐξομοίωσή μας μὲ τὸν διάβολο. Ὁ διάβολος ἐξέπεσε τοῦ ἀγγελικοῦ
ἀξιώματός του ἀκριβῶς λόγῳ τῆς ὑπερηφανείας του καὶ τοῦ ἑωσφορικοῦ ἐγωισμοῦ του
ἔναντι τοῦ Δημιουργοῦ ὅλου τοῦ σύμπαντος. Καὶ ἐμεῖς μὲ τὴν ὑπεροψία μας
μιμούμαστε, κατὰ κάποιον τρόπο, τὸν ὑπερήφανο διάβολο καὶ ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὸν
«πρᾶο καὶ ταπεινὸ τῇ καρδίᾳ» Ἰησοῦ Χριστό. Πλησιάζουμε τὸν ἀνθρωποκτόνο διάβολο
καὶ ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὸν θέλοντα τὴν σωτηρία μας Κύριο καὶ Θεό μας.
Ἡ ὑπερηφάνεια, ἐπὶ
πλεόν, διασπᾶ καὶ καταστρέφει τὴν ἀνθρώπινη κοινωνικότητα. Οἱ ἄνθρωποι
μετατρέπονται σὲ ἐγωκεντρικοὺς καὶ παραμένουν ἔτσι ἀκοινώνητοι στὰ προβλήματα
καὶ στὶς χαρὲς τῶν συνανθρώπων τους. Ὁ ὑπερήφανος ἐκτοπίζεται ἀπὸ τὶς κοινωνικὲς
ὁμάδες ὡς βδελυκτὸς καὶ ἀνεπιθύμητος. Δημιουργεῖ προβλήματα καὶ ἀναστατώσεις στὸ
περιβάλλον του μὲ τὴν ἐπιμονή του νὰ ἐπιβάλλει τὸ ἴδιον θέλημα καὶ νὰ προβάλλει
συνεχῶς τὸ πληθωρικὸ ἐγώ του. Εἶναι
χαρακτηριστικὴ ἡ ρήση τοῦ ἁγίου Παϊσίου ὅτι τὰ ζευγάρια στὴν ἐποχή μας
χωρίζουν «εἴτε ἀπὸ φιληδονία, εἴτε ἀπὸ ἐγωισμό». Ὁ ἐγωισμὸς καὶ ἡ ὑπερηφάνεια
χωρίζουν καὶ διασποῦν οἰκογένειες, κοινωνικὲς ὁμάδες, ἑταιρεῖες καὶ ἑνώσεις, ἀκόμη
καὶ Ἐνορίες καὶ Μοναστήρια. Πόσα τέτοια παραδείγματα δὲν ἔχουμε ὅλοι μας ὑπ’ ὄψιν
μας, τὰ ὁποῖα πιστοποιοῦν τὴν μεγάλη δύναμη ποὺ ἐπιδεικνύει ὁ ἀνθρώπινος ἐγωισμὸς
στὴν διάσπαση τοῦ κοινωνικοῦ ἱστοῦ καὶ στὴν διάρρηξη τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων!
Μία ἀκόμη συνέπεια τῆς
ὑπερηφανείας εἶναι καὶ οἱ πτώσεις τοῦ ἀνθρώπου σὲ διάφορα θανάσιμα πάθη καὶ ἁμαρτήματα,
τὰ ὁποῖα θεωροῦνται γεννήματα αὐτῆς, ὅπως ἡ πορνεία, ὁ θυμὸς κ.ἄ. Ἐπαληθεύεται ἔτσι
τὸ βιβλικὸ λόγιο ὅτι «ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι
χάριν» (Ἰακ. 4: 6). Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν
ὑπερηφάνειά του χάνει τὴν θεία Χάρη καὶ παραμένει μόνος του, ἀπροστάτευτος στὶς
δαιμονικὲς ἐπιθέσεις, οἱ ὁποῖες τὸν ὁδηγοῦν σὲ συνεχεῖς πτώσεις καὶ ὑποδούλωση
σὲ πάθη καὶ ἕξεις.
4.
Ἀντιμετώπιση τοῦ πάθους
Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ
πάθους τῆς ὑπερηφανείας γίνεται μὲ τὴν ἀπόκτηση τῆς ἀντιθέτου ἀρετῆς, δηλ. τῆς
ταπεινοφροσύνης. Καὶ εἴτε ὁ ἄνθρωπος ἑκουσίως θὰ ἀποκτήσει τὴν ἀρετὴ τὴς
ταπεινοφροσύνης μέσῳ τῆς μιμήσεως τοῦ ταπεινόφρονος Κυρίου Ἰησοῦ, «ὅς ἐν μορφῆ
Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἠγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ' ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν
δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος» (Φιλ. 2: 6-7). Εἴτε μέσῳ τῶν ταπεινώσεων ποὺ ἐπέρχονται ἀπὸ τὶς
πτώσεις καὶ τὶς ἀκούσιες θλίψεις. Μὲ αὐτὲς θὰ μετανοήσει ὁ ἄνθρωπος καὶ θὰ
συνειδητοποιήσει τὴν αἰτία τῶν πτώσεων καὶ τῶν θλίψεων, ἡ ὁποία συχνὰ εἶναι ἡ ἀναχώρηση
τῆς θείας Χάριτος ἀπὸ τὴν ζωή μας, λόγῳ τῆς ὑπερηφανείας. Ἡ συναίσθηση αὐτὴ θὰ
μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἐκζήτηση τοῦ θείου ἐλέους καὶ στὴν ἐγκόλπωση τῆς
ταπεινοφροσύνης. Ἰδιαιτέρως γιὰ τὶς ἀτιμίες καὶ ὕβρεις «ὁ Ἅγιος Δωρόθεος Γάζης
γράφει: ‘Πίστευε ὅτι φάρμακα ἐστιν ἰατρικὰ τῆς ὑπερηφανίας τῆς ψυχῆς σου αἱ ἀτιμίαι
καὶ αἱ ὕβρεις, καὶ ὑπερεύχου τῶν λοιδορούντων σε [αὐτῶν ποῦ σὲ λοιδοροῦν, σὲ ὑβρίζουν
καὶ κατηγοροῦν] ὡς ἰατρῶν ἀληθινῶν’ (Ἐπιστολή, 2)» (Jean Claude Larchet, Ἡ θεραπευτικὴ τῶν πνευματικῶν νοσημάτων,
τόμ. Β’, σ. 388).
Ἡ ταπεινοφροσύνη θὰ μᾶς
καταστήσει ἀληθινοὺς ἀνθρώπους, μὲ ἐπίγνωση τῶν δυνατοτήτων μας, ποὺ
προέρχονται ἀπὸ τὸν Δημιουργό μας καὶ ἀναπτύσσονται μὲ τὴν καλλιέργεια καὶ τὴν
προσφορά τους πρὸς ὄφελος τῆς κοινωνίας καὶ ὄχι μόνον πρὸς ἴδιον ὄφελος.
Οἱ λογισμοὶ τῆς ὑπερηφανείας
ἀποκρούονται μὲ τὴν μνήμη τῶν ἁμαρτιῶν μας καὶ τὸ πένθος τῆς μετανοίας. Μέθοδοι
γιὰ τὴν καταπολέμηση τῆς ὑπερηφανείας εἶναι «τὸ μίσος τοῦ ἰδίου θελήματος, ἡ μὴ
ἐμπιστοσύνη στὴν κρίση του, ἡ ἐγκατάλειψη τῆς αὐταρέσκειας, ἡ αὐτομεμψία, ἡ ἄρνηση
τῆς ἀντιλογίας, ἡ μὴ ἀποδοχὴ τοῦ ‘διδάσκειν καὶ διατάσσειν’. Οἱ συγκεκριμένες ἐπιλογὲς
συμπεριφορᾶς πραγματώνονται μὲ τὴν ὑπακοὴ στὸν πνευματικὸ Πατέρα» ((Jean Claude Larchet, ὅ.π., τόμ. Β’, σ. 387).
Τέλος, ὅπως
χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει ὁ ἅγιος Δωρόθεος, τὸ καρποφόρο δένδρο ἀκριβῶς λόγῳ τοῦ
βάρους τῶν καρπῶν του σκύβει τὰ κλαδιά του πρὸς τὴν γῆ, πρὸς τὰ κάτω. Ἔτσι καὶ ὁ
ἐνάρετος ἄνθρωπος, ἀποδίδοντας τὶς ἀρετές του στὸ Πανάγιο Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ,
σκύβει πρὸς τὴν γῆ, πρὸς τὰ κάτω καὶ ταπεινώνεται ἑκουσίως, καθὼς δὲν ὑψηλοφρονεῖ
γιὰ τὰ δῶρα ποὺ λαμβάνει ἐκ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ταπεινοφρονεῖ. Ἀποδέχεται πλήρως ὅτι
«πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθεν ἐστι καταβαῖνον ἀπὸ τοῦ Πατρὸς
τῶν φώτων» (Ἰακ. 1: 17).