Παρασκευή 19 Απριλίου 2019

Παναγιώτου Γκουρβέλου, Ἡ θεωρία τῆς ἐξελίξεως καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας


Παναγιώτου Γκουρβέλου,
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΕΩΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Ὀρθόδοξος Τύπος, 17-7-2009


Συμπληρώνονται ἐφέτος 200 χρόνια ἀπό τή γέννηση τοῦ Κάρολου Δαρβίνου, τό ἒτος 1809 καί 150 χρόνια ἀπό τή δημοσίευση τῆς θεωρίας του περί τῆς ἐξελίξεως τῶν εἰδῶν διαμέσου τῆς φυσικῆς ἐπιλογῆς, τό 1859. Λόγῳ λοιπόν ἐπικαιρότητας, ἐπανατίθεται στό προσκήνιο τοῦ ἐνδιαφέροντος ἡ περίφημη αὐτή θεωρία, καί βέβαια  τό ἂν καί κατά πόσον ἡ συγκεκριμένη ὑπόθεση, περί τῆς προελεύσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό κατώτερους ζωϊκούς ὀργανισμούς- τόν πίθηκο ἲσως-, μπορεῖ νά εἶναι συμβατή μέ τήν Χριστιανική πίστη στή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό. Θέση τοῦ γράφοντος, πού δηλώνεται ἐξ ἀρχῆς, ἀποτελεῖ τό ὃτι ἡ θεωρία τῆς ἐξελίξεως εἶναι ἀσυμβίβαστη μέ τήν διήγηση τῆς Γένεσης γιά τήν κτίση τῶν ὂντων καί μάλιστα τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν παντοδύναμο Θεό.
Α. Ὑπάρχουν θεολόγοι καί χριστιανοί διανοούμενοι πού κρίνουν τή θεωρία τῆς ἐξελίξεως ὡς ἀσυμβίβαστη μέ τήν χριστιανική πίστη περί δημιουργίας, ὑπάρχουν ὃμως καί ἂλλοι- ἐπίσης χριστιανοί- πού κάνουν λόγο περί μίας χριστιανικῆς θεωρίας τῆς ἐξελίξεως, σύμφωνα μέ τήν ὁποία δηλ. ἡ ἐξέλιξη τῶν ἐμβίων ὂντων ἀπό τά κατώτερα στά ἀνώτερα καί κυρίως τόν ἂνθρωπο, δέν ἦταν τυχαία ἀλλά ἦταν σχεδιασμένη μέχρι κεραίας ἀπό τήν πανάγαθη πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Νομίζω ὃμως, ὃτι στήν περίπτωση αὐτή τίθεται ἐν ἀμφιβόλῳ ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ νά δημιουργήσει ἀπευθείας τόν ἂνθρωπο. Εἶναι σάν νά λέμε ὃτι ὁ Θεός δέν μποροῦσε νά φτιάξει ἀκαριαία τόν ἂνθρωπο καί ἀναγκάστηκε νά τόν δημιουργήσει προοδευτικά, φτιάχνοντας πρῶτα κάποια ἀτελέστερα ζῶα τά ὁποῖα ἐν συνεχείᾳ ἐξέλιξε στό τέλειο δημιούργημά του, τόν ἂνθρωπο. Αὐτή ὃμως ἡ ὑπόθεση εἶναι βλάσφημη.  
Β. Διατυπώνεται συχνά ἡ ὑπόθεση ὃτι ὑπάρχει ζωή σέ ἂλλους πλανῆτες τοῦ δικοῦ μας ἢ κάποιου ἂλλου ἡλιακοῦ συστήματος. Ἡ διερεύνηση βεβαίως τοῦ θέματος αὐτοῦ ἀνήκει στήν ἁρμοδιότητα τῆς Ἐπιστήμης καί κανείς δέν δικαιοῦται νά τῆς ἀφαιρέσει αὐτή τήν ἐξουσία. Ἐπειδή ὃμως τό θέμα τῆς ἐξωγήϊνης ζωῆς εἶναι σοβαρό, δέν θά μαρτυροῦσε κάτι περί αὐτοῦ ἡ Χριστιανική Ἀποκάλυψη, στήν περίπτωση πού ὁ Θεός εἶχε δημιουργήσει νοήμονα ζωή καί σέ ἂλλους ἐκτός τῆς γῆς πλανῆτες; Τό ἲδιο, νομίζω, ἰσχύει καί γιά τό ζήτημα τῆς ἐξελίξεως τῶν εἰδῶν: Ἐάν πράγματι ὁ ἂνθρωπος καταγόταν ἀπό τόν πίθηκο, τό θεόπνευστο βιβλίο τῆς Γενέσεως θά μᾶς τό ἀνέφερε.
Γ. Τά ὃρια ἀνάμεσα στή Χριστιανική πίστη καί στήν Ἐπιστήμη εἶναι σαφῆ καί καθορισμένα. Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία σοφά κάνει λόγο γιά διπλῆ γνώση ἢ διπλῆ ἀλήθεια: Ἂλλη εἶναι ἡ γνώση τοῦ κτιστοῦ κόσμου, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἒργο τῆς ἐπιστήμης, καί ἂλλη εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ μεταφυσικοῦ ἢ, σωστότερα, τοῦ ἂκτιστου κόσμου, γιά τήν ὁποία ἡ μόνη ἁρμόδια ἀλλά καί ἱκανή νά πληροφορήσει τόν ἂνθρωπο εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψη. Μέ τό σκεπτικό αὐτό, ἡ ἐπιστήμη προσπαθεῖ νά ἀπαντήσει στά ἀκραιφνῶς ἐπιστημονικά ἐρωτήματα πότε καί πῶς δημιουργήθηκε ὁ κόσμος, ἐνῶ ἡ Θεία Ἀποκάλυψη μᾶς γνωστοποιεῖ Ποιός (ἡ Πρώτη Αἰτία) καί γιατί (γιά ποιόν σκοπό) δημιούργησε τόν κόσμο. Ἡ Ἐπιστήμη, ἀκόμα καί νά θέλει, δέν μπορεῖ νά διαλευκάνει τά μεταφυσικά ἢ ὑπαρξιακά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου: τά ὃρια τῆς ἐπιστημονικῆς ἒρευνας εἶναι τά πεπερασμένα ὃρια τοῦ κτιστοῦ (φυσικοῦ) κόσμου. Μόνον ἡ Ἁγία Γραφή προσπελαύνει στήν μεταφυσική ἢ ἂκτιστη Ἀλήθεια καί ἀπαντᾶ στά κρίσιμα ὑπαρξιακά ἐρωτήματα τοῦ ἀνθρώπου.
Δ. Ἡ ἐπαλήθευση ἢ ἡ ἀναίρεση τῆς θεωρίας τῆς ἐξελίξεως ἀνήκει, ὡς ἐλέχθη, στήν ἀποκλειστική ἁρμοδιότητα τῆς ἐπιστήμης (Βιολογίας). Πρέπει πάντως νά εἰπωθεῖ κατηγορηματικά πώς μέχρι τούτη τήν ὣρα ἡ θεωρία αὐτή εἶναι ἁπλῶς μιά θεωρία, δηλαδή μιά ὑπόθεση ἐπιστημονικά ἀναπόδεικτη καί ἀστήρικτη. Ἡ παντελής ἀνυπαρξία, μεταξύ τῶν εὑρεθέντων ἀπολιθωμάτων ζώων, ἐνδιάμεσων κρίκων (ζώων) τῆς ἐξελικτικῆς ἁλυσίδας μεταξύ πιθήκου καί ἀνθρώπου, τοὐτέστιν ἡ ἀνυπαρξία ἀπολιθωμάτων πιθηκανθρώπων, ἀποδεικνύει τόν ἐπιστημονικά ἀνέρειστο χαρακτήρα τῆς ἐξελικτικῆς θεωρίας ἢ, ὀρθότερα, ὑπόθεσης.  
Ε. Στά ἐπετειακά ἀφιερώματα γιά τήν γέννηση τοῦ Δαρβίνου, ἑστιάστηκε ἡ προσοχή στό γεγονός ὃτι ὁ εἰσηγητής τῆς θεωρίας τῆς ἐξελίξεως ἒχασε τήν πίστη του στό Θεό, ἐξ αἰτίας τοῦ θανάτου τῆς μικρῆς του κόρης. Τίθεται λοιπόν τό ἐνδιαφέρον ἐρώτημα, ἐάν ἡ (πραγματική ἢ εἰκαζόμενη) ἀθεΐα τοῦ Δαρβίνου ὀφειλόταν στόν πρόωρο θάνατο τῆς ἀγαπημένης του κόρης ἢ ἐάν ἡ ἀθεΐα του ἦταν ἀπότοκος καί συνέπεια τῆς πίστης του στήν (τυχαία) ἐξέλιξη τῶν εἰδῶν. Πάντως εἶναι γεγονός, πώς οἱ ἂθεοι χρησιμοποιοῦν τή θεωρία τοῦ Δαρβίνου γιά νά πλήξουν τήν πίστη τῶν χριστιανῶν στή δημιουργία τοῦ κόσμου ἀπό τόν Θεό. Ἀντιπαραβάλλουν δηλαδή τήν τυχαία ἐξέλιξη τῶν εἰδῶν, στήν σκόπιμη ἐπί τῇ βάσει Θεϊκοῦ σχεδίου δημιουργία.
ΣΤ. Χριστιανοί διανοούμενοι φίλα προσκείμενοι στήν ἐξελικτική θεωρία, ἐπικαλοῦνται τά ἐξῆς δύο χωρία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νά ὑποστηρίξουν τήν συμβατότητα τῆς θεωρίας τοῦ Δαρβίνου μέ τίς θέσεις τῆς Γένεσης. Τά παραθέτω: «Ἑκάστου γένους τάς ἀπαρχάς νῦν, οἱονεί σπέρματά τινα τῆς φύσεως προβληθῆναι κελεύει` τό δέ πλῆθος αὐτῶν ἐν τῇ μετά ταῦτα διαδοχῇ ταμιεύεται, ὃταν αὐξάνεσθαι καί πληθύνεσθαι δέῃ» (Μ. Βασιλείου, Εἰς τήν Ἑξαήμερον, P.G. 29, 149 C). «Πάντων τῶν ὂντων τάς ἀφορμάς καί τάς αἰτίας καί τάς δυνάμεις συλλήβδην ὁ Θεός ἐν ἀκαρεῖ κατεβάλετο καί ἐν τῇ πρώτῃ τοῦ θελήματος ὁρμῇ, ἡ ἑκάστου τῶν ὂντων οὐσία συνέδραμεν, οὐρανός, αἰθήρ, ἀστέρες, πῦρ, ἀήρ, θάλασσα, γῆ, ζῶα, φυτά» (Γρηγορίου Νύσσης, Περί τῆς Ἑξαημέρου, P.G. 44, 72 AB). Ὃταν λοιπόν οἱ δύο αὐτοί ἃγιοι Πατέρες ἀναφέρονται στίς ἀπαρχές, στίς ἀρχικές  καταβολές («σπέρματα») τῶν φυτικῶν καί ζωϊκῶν εἰδῶν, ἐννοοῦν τήν ἀνάπτυξη ἑκάστου γένους σέ τέλειο ὂν, ἢ μήπως ἐννοοῦν τήν δυναμική ἐξέλιξη καί μεταπήδηση ἀπό ἓνα εἶδος ζώου ἢ φυτοῦ σέ ἂλλο εἶδος; Νομίζω πώς δηλώνουν τό πρῶτο, τήν ἀνάπτυξη δηλαδή τοῦ κάθε εἲδους ἀπό τήν κατάσταση τοῦ σπέρματος στήν κατάσταση τοῦ τέλειου καί πλήρους ὂντος, βάσει τῆς προνοητικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ καί ὃτι δέν δίνουν καμμιά λαβή γιά νά δικαιωθεῖ ἡ ἐξελικτική θεωρία.
Ζ. Ὁ μακαριστός καθηγητής Νικόλαος Ματσούκας ἐπιχειρεῖ μιά μεταφορά ἀπό τόν χῶρο τῶν ζώων στόν χῶρο τῆς ἀνθρώπινης ὓπαρξης: Ὃπως ἀκριβῶς, γράφει, ἑκάστου εἲδους ζώου προηγοῦνται οἱ γενικές («καθολικές») καταβολές ὃλων συλλήβδην τῶν ζώων, ἒτσι καί τοῦ πρώτου συγκεκριμένου ἱστορικοῦ ἀνθρώπου, τοῦ Ἀδάμ προηγεῖται ὁ ἀγενής, σπερματικός, καθολικός («ὁ καθόλου») ἂνθρωπος. Ἡ ἀντίληψη ὃμως αὐτή περί ἀγενοῦς, καθολικοῦ -ἢ μήπως καί ἰδεατοῦ (πλατωνικοῦ)-  ἀνθρώπου, δέν εἶναι καταφανῶς πλατωνική; Καί δέν ὑποτιμᾶ τά συγκεκριμένα («χειροπιαστά») ἀνθρώπινα πρόσωπα καί σύνολη τήν ὑλική δημιουργία;   
Τέλος, ἡ θεωρία τῆς ἐξελίξεως προεκτεινομένη στό χῶρο τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας ἒχει συντριπτικές ἀνθρωπολογικές ἐπιπτώσεις: Ἡ φυσική ἐπιλογή, δηλ. ὁ νόμος τοῦ ἰσχυροτέρου, τόν ὁποῖο καθιερώνει ἡ Δαρβινική θεωρία ὡς βασική της ἀρχή, θά σημάνει τήν μετατροπή τῆς ἀνθρώπινης συμβίωσης σέ ζούγκλα ἀγρίων ζώων. Οἱ ὑπέρμαχοι τῆς θεωρίας τῆς ἐξελίξεως εἶναι ἂραγε σέ θέση νά ἀντέξουν μιά τέτοια δραματική συνέπεια;