ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΡΤΙΔΗΣ*
«Ἐπιστήμη
καὶ ἀβεβαιότητα»
Ἡ
Καθημερινὴ 14.4.2019
Ἡ εἰσχώρηση τοῦ Διαδικτύου στὴ
ζωή μας καὶ ἡ συνακόλουθη πρόσβαση σὲ μεγάλο ὄγκο πληροφοριῶν ἔχουν
καλλιεργήσει τὴν αἴσθηση ὅτι ὅλοι εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ κατανοήσουμε τί
συνεπάγονται τὰ ἐμπειρικὰ δεδομένα τῶν ἐπιστημῶν. Ἂν σὲ αὐτὸ τὸ σύγχρονο
κοινωνικὸ φαινόμενο προστεθεῖ μιὰ εὐρέως διαδεδομένη δυσπιστία πρὸς τοὺς εἰδικοὺς
ἑνὸς ἐπιστημονικοῦ πεδίου, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἔλλειψη στοιχειώδους κατάρτισης
στὰ βασικὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ἐπιστημονικῆς μεθόδου, μᾶς βοηθάει νὰ ἐξηγήσουμε
σύγχρονα φαινόμενα ἀνορθολογισμοῦ. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα, αὐτὸ τῆς ἄρνησης ἀπὸ
ἀρκετοὺς γονεῖς νὰ ἐπιτρέψουν τὸν ἐμβολιασμὸ τῶν παιδιῶν τους.
Ὁ σκεπτικισμὸς γιὰ τὸν ἐμβολιασμὸ
τῶν παιδιῶν ἄρχισε τὸ 1998 μετὰ τὴ δημοσίευση τῆς ἀμφιλεγόμενης ἔρευνας τοῦ
Βρετανοῦ γιατροῦ Ἄντριου Γουέικφιλντ, ὁ ὁποῖος εἶχε ἰσχυριστεῖ ὅτι ὑπῆρχε αἰτιακὴ
σχέση μεταξύ του τριπλοῦ ἐμβολίου ἱλαρᾶς-μαγουλάδων-ἐρυθρᾶς καὶ τοῦ αὐτισμοῦ. Τὰ
συμπεράσματά του πολὺ σύντομα καταρρίφθηκαν ἀπὸ τὴν ἐπιστημονικὴ κοινότητα.
Δυστυχῶς, ἡ ἀμφιλεγόμενη ἀπόφαση ἑνὸς δικαστηρίου τῆς Ἰταλίας τὸ 2012, ὅτι μία
περίπτωση παιδικοῦ αὐτισμοῦ προκλήθηκε ἀπὸ τὸ ἐν λόγω ἐμβόλιο, ἂν καὶ ἀνατράπηκε
δικαστικὰ τὸ 2015, ὁδήγησε σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηριστεῖ ὑστερία
ἀντιεμβολιασμοῦ. Τὸ φαινόμενο δὲν περιορίστηκε στὴν Ἰταλία.
Βεβαίως, πρόκειται γιὰ ἕνα
σύνθετο φαινόμενο, τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσε νὰ ἐξεταστεῖ ἀπὸ διάφορες ὀπτικὲς
γωνίες, π.χ. τῆς κοινωνιολογίας ἢ τῆς ψυχολογίας. Ὡστόσο, τὸ συμβὰν αὐτὸ (καὶ δὲν
εἶναι τὸ μόνο) φανερώνει ὅτι ἡ ἐπιστημονικὴ κοσμοαντίληψη πολὺ ἀπέχει ἀκόμα ἀπὸ
τὸ νὰ καταστεῖ κυρίαρχος τρόπος σκέψης. Αὐτὸ καθόλου δὲν ἐκπλήσσει, ἀλλὰ εἶναι ἐνδεικτικὸ
μιᾶς παραδοξότητας: παρατηρεῖται σὲ μιὰ ἐποχὴ ὅπου ἡ τεχνολογία (δηλαδή, ἕνα
παράγωγο τῆς ἐπιστήμης) κυριαρχεῖ στὶς περισσότερες πτυχὲς τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς.
Ἂς ἐξετάσουμε, λοιπόν, τὸ φαινόμενο ἀπὸ τὴν ὀπτικὴ αὐτῆς τῆς διαπίστωσης.
Τὰ παράγωγα τῆς ἐπιστήμης θὰ
μποροῦσαν, σὲ γενικὲς γραμμές, νὰ ταξινομηθοῦν σὲ τρεῖς κατηγορίες. Στὴν πρώτη
κατηγορία ἐμπίπτουν οἱ ἐφαρμογὲς τῶν ἐπιστημονικῶν θεωριῶν, οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦν σὲ
τεχνολογίες καὶ σὲ ἐξειδικευμένη τεχνογνωσία. Στὴ δεύτερη, ἐμπίπτει ἡ ἐπιστημονικὴ
γνώση, ἡ ὁποία ἐξάγεται ἀπὸ τὶς διάφορες ἐπιστημονικὲς θεωρίες. Στὴν τρίτη, ἐμπίπτει
ἡ ἐπιστημονικὴ μέθοδος, ἡ ὁποία καθορίζει τὴν ἀξιοπιστία τῆς ἐπιστημονικῆς
γνώσης, ὅπως ἐπίσης καὶ κάποια μετὰ-ἐπιστημονικὰ διδάγματα, ἀρκετὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα
ἀντλοῦνται ἀπὸ τὰ γνωρίσματα τῆς ἐπιστημονικῆς μεθόδου. Ἑστιάζω ἐδῶ στὴν τρίτη
κατηγορία.
Μιὰ ἁπλὴ περιγραφὴ τῆς ἐπιστημονικῆς
μεθόδου εἶναι ἡ ἑξῆς: προτείνονται ὑποθέσεις (ἢ θεωρίες) ὡς ὑποψήφιες ἐξηγήσεις
τοῦ ἑκάστοτε συνόλου ἐμπειρικῶν δεδομένων. Ἀρκετὲς φορὲς προτείνονται ἀσύμβατες
μεταξύ τους ὑποθέσεις. Ἀκολουθοῦν ἀνηλεεῖς ἔλεγχοι (πειράματα, παρατηρήσεις), οἱ
ὁποῖοι διεξάγονται ἀπὸ πολλὲς διαφορετικὲς ἐπιστημονικὲς ὁμάδες καὶ κάτω ἀπὸ
διαφορετικὲς συνθῆκες, ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἀπόρριψη κάποιων ὑποθέσεων καὶ στὴν ἀνάδειξη/ἐπικράτηση
τῆς καλύτερης, δηλαδὴ αὐτῆς ποὺ δὲν συγκρούεται μὲ τὸ πείραμα.
Εἶναι, νομίζω, προφανὲς ἀπὸ αὐτὴ
τὴν ἁπλὴ περιγραφὴ ὅτι τὸ χαρακτηριστικὸ τῆς (ἀπόλυτης) βεβαιότητας ἀπουσιάζει ἀπὸ
τὴν ἐπιστημονικὴ γνώση. Βεβαίως, ἡ ἀπουσία αὐτὴ ἔχει τὴν ἐξήγησή της.
Πρῶτον, τὰ ἐμπειρικὰ δεδομένα εἶναι
ἀδύνατο νὰ καθορίσουν τὴν ὀρθὴ ἐπιστημονικὴ ὑπόθεση ἢ θεωρία (αὐτὸ εἶναι ἕνα
σημαντικὸ φιλοσοφικὸ πρόβλημα).
Δεύτερον, ἡ διατύπωση ἐπιστημονικῶν
θεωριῶν γίνεται μὲ τὴ χρήση νοητικῶν ἀφαιρέσεων καὶ ἡ ἀξιοπιστία τῶν θεωριῶν ἐξετάζεται
ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη σὲ ἐλεγχόμενα περιβάλλοντα. Δὲν εἶναι δυνατὸν μιὰ ὑπόθεση στὴν
ὁποία διατυπώνονται λεπτομερῶς ὅλα τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου νὰ καταστεῖ γνωστικὰ
χρήσιμη καὶ οὔτε μποροῦν νὰ εἶναι γνωστικὰ χρήσιμα μὴ ἐλεγχόμενα πειράματα.
Τρίτον, ἡ ἐπιστήμη βρίσκεται σὲ
μιὰ συνεχῆ ἐξελικτικὴ πορεία καὶ ἡ ἱστορία της μᾶς ἔχει διδάξει ὅτι ἐνδέχεται
κάποιες ἐπιστημονικὲς θεωρίες μας νὰ ἐγκαταλειφθοῦν γιὰ νὰ ἀντικατασταθοῦν ἀπὸ ἄλλες,
ἀκριβέστερες. Ἂν προστεθεῖ σὲ αὐτοὺς τοὺς λόγους τὸ γεγονὸς ὅτι πολλὲς σημαντικὲς
ἐπιστημονικὲς θεωρίες εἶναι πιθανολογικὲς ἢ στατιστικές, ἕπεται ὅτι ἐγγενὲς
στοιχεῖο τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσης εἶναι ἡ ἀβεβαιότητα. Μὲ ἁπλὰ λόγια, ἂν ἀκολουθοῦμε
τὸν ἐπιστημονικὸ τρόπο σκέψης, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ἐνσωματώσουμε τὴν ἀβεβαιότητα
σὲ πολλὲς ἀπὸ τὶς πεποιθήσεις καὶ τὶς ἰδέες μας.
Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο τοῦ συλλογισμοῦ,
κάποιος θὰ μποροῦσε νὰ ὁδηγηθεῖ στὸ ἑξῆς ἐρώτημα: «Ἀφοῦ ἡ ἐπιστημονικὴ γνώση
χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀβεβαιότητα, γιατί τότε νὰ τὴν ἀποδεχθοῦμε καὶ νὰ μὴν ἀσπαστοῦμε
τὶς ἀπόψεις ἀτόμων ἢ θεσμῶν, ποὺ τὶς παρουσιάζουν μὲ βεβαιότητα;». Ὅμως ἕνα
τέτοιο συμπέρασμα θὰ βασιζόταν σὲ ἕνα ἐννοιολογικὸ σφάλμα.
Ἡ ἐπιστήμη εἶναι γνωστικὰ ἀβέβαιη,
ἐνῶ τὸ παραπάνω συμπέρασμα ἀναφέρεται στὴν ἔννοια τῆς ψυχολογικῆς βεβαιότητας.
Τὸ νὰ εἶναι κάποιος ψυχολογικὰ βέβαιος σημαίνει νὰ αἰσθάνεται ὅτι δὲν ὑπάρχει
λόγος γιὰ ἀμφιβολία, ὅπως ὅταν λέει «ἤμουν βέβαιος ὅτι ἡ κυβέρνηση θὰ στήριζε
τοὺς ἀνέργους, ἀλλὰ ἀποδείχθηκε εὐσεβὴς πόθος». Τὸ νὰ εἶναι κάποιος γνωστικὰ
βέβαιος, ὅμως, σημαίνει νὰ ἀναφέρεται σὲ κάποια γνωστικὴ (καὶ ὄχι ψυχολογικὴ) ἰδιότητα
ἢ κατάσταση, ὅπως ὅταν λέει «εἶμαι βέβαιος ὅτι ὅλα τὰ τετράγωνα ἔχουν τέσσερις ἴσες
πλευρές».
Εὔκολα μποροῦμε νὰ βροῦμε
παραδείγματα ὅπου πεποιθήσεις μας ἔχουν ψυχολογικὴ βάση ἀλλὰ ὄχι γνωστική. Δὲν
εἶναι δύσκολο, ἐπίσης, νὰ βροῦμε παραδείγματα ὅπου κάποιες πεποιθήσεις εἶναι
γνωστικὰ βέβαιες, ἀλλὰ ἀρκετοὶ ἄνθρωποι συνεχίζουν νὰ ἐκφράζουν ἀμφιβολίες,
συχνὰ ἀνορθολογικοῦ χαρακτήρα. Αὐτὰ συνεπάγονται ὅτι τὸ κενὸ ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἀπουσία
γνωστικῆς βεβαιότητας δὲν μπορεῖ νὰ γεμίσει μὲ τὴν ἐπίκληση κάποιας ψυχολογικῆς
βεβαιότητας.
Ἡ ἐπιστημονικὴ γνώση μπορεῖ,
λοιπόν, νὰ συνοδεύεται ἀπὸ κάποιο βαθμὸ γνωστικῆς ἀβεβαιότητας. Ἄν, ὡστόσο, ἀναλογιστοῦμε
ὅτι ἡ ἐπιστημονικὴ γνώση εἶναι τὸ μόνο πράγμα ποὺ διαθέτει ὁ ἄνθρωπος, τὸ ὁποῖο
τὸν ὁδηγεῖ συστηματικὰ σὲ ἐπιτυχεῖς λύσεις προβλημάτων, τότε τὸ ἔλλογο
συμπέρασμα εἶναι ὅτι γιὰ νὰ διατηροῦμε τὴν ὀρθολογικότητά μας, ὀφείλουμε νὰ ἀναγνωρίζουμε
τουλάχιστον πρακτικὴ βεβαιότητα στὴν ἐπιστήμη, ἔστω καὶ ἂν ἡ τελευταία δὲν εἶναι
ταυτόσημη μὲ γνωστικὴ βεβαιότητα. Ἴσως νὰ ὀφείλουμε ἐπίσης νὰ ἀποδεχθοῦμε ὅτι ἡ
γνωστικὴ ἀβεβαιότητα εἶναι συνθήκη τῆς ὕπαρξής μας.
* Ὁ κ. Δημήτρης Πορτίδης εἶναι ἀναπληρωτὴς
καθηγητὴς Φιλοσοφίας στὸ Πανεπιστήμιο Κύπρου, συγγραφέας τοῦ βιβλίου (μαζὶ μὲ
τοὺς Σ. Ψύλλο καὶ Δ. Ἀναπολιτάνο) «Λογική: Ἡ δομὴ τοῦ ἐπιχειρήματος», Νεφέλη,
2007.