Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2023

Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο: Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων

 

 ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων

«Ἀλλὰ ἔχει καὶ κάτι τὸ μοναδικὸν ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία νὰ μᾶς παρουσιάςῃ. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ μαρτυρίου. Τρεῖς ὁλοκλήρους αἰῶνας ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ματωμένος. Εἶναι ὑπὸ διωγμόν, εἶναι ἐκτὸς νόμου, καταδιώκεται μὲ τρόπους σατανικοὺς καὶ πρωτοφανεῖς καὶ ὅμως μεγαλουργεῖ. Τὸ αἷμα χύνεται ποταμηδόν, οἰκογένειαι ξερριζώνονται, πόλεις ὁλόκληροι χριστιανικαὶ κατακαίονται καὶ ὅμως ἡ θρησκεία αὐτὴ κατακτᾷ τὸν κόσμον. Δὲν εἶναι θαῦμα αὐτό; Οἱ διωγμοὶ συνεχίζονται. Καὶ ὅμως ὑπὸ τὸ καθεστὼς τὸ ἄθεον, τὸ ἐχθρικὸν καὶ πανίσχυρον, δημιουργεῖται ὁ μεγαλύτερος πολιτισμὸς τῶν αἰώνων, ὁ πολιτισμὸς τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἁγνότητος, τοῦ ἡρωϊσμοῦ καὶ τῆς θυρσίας. Πολιτισμός, ὁ ὁποῖος ἐδημιούργησε μίαν λαμπρὰν σύνθεσιν ἀτόμου καὶ κοινωνίας, ἐπιγείων καὶ οὐρανίων, θείου καὶ ἀνθρωπίνου στοιχείου, ἐλευθερίας καὶ αὐθεντίας, ὅπως ἔγραψεν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ὑόρκης Μιχαὴλ Ράμσαιη»[1].

«Ὁ κόσμος εἶναι γεμᾶτος ἐγκλήματα καὶ πάθη, ἔγραφεν [ὁ Σενέκας]. Οἱ ἄνθρωποι ἀγωνίζονται διὰ μίαν δάφνην χάριν ἐπαισχύντων σκοπῶν. Κάθε ἡμέραν ἡ ἀκολασία αὐξάνει καὶ ἡ ἐντροπὴ ἐλαττώνεται. Ποδοπατεῖται ὅ,τι εἶναι καλὸν καὶ ἱερόν, ἡ ἀνηθικότης διαδίδεται παντοῦ. Ἡ κακία δὲν ἀποφεύγει πλέον τὸ φῶς. Τόσον ἀπροκάλυπτη κατήντησεν ἡ φαυλότης καὶ τόσον ἀδιάντροπα διαφημίζεται, ὥστε ἡ ἁγνότης εἶναι σπάνιον πρᾶγμα ὄχι μόνον νὰ τὴν ἀκούςῃς, ἀλλὰ καὶ νὰ τὴν εὕρῃς»[2].

«Σκεφθῆτε τὸ φίλημα ἐκεῖνο τῆς εἰρήνης! Ἂς μεταφερθῶμεν εἰς ἕνα τόπον τῆς ἀρχαίας λατρείας. Ἐπρόκειτο νὰ τελεσθῇ τὸ μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας. Προηγουμένως ὁ λειτουργὸς ἔδιδε τὸ σύνθημα ‘ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους’. Καὶ τότε ἔβλεπε κανεὶς κάτι τὸ ἀπίστευτον διὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην: τὸν Χριστιανὸν πατρίκιον μὲ τὴν εὐγενῆ καταγωγὴν νὰ στρέφῃ καὶ νὰ ἀσπάζεται τὸν δοῦλον μὲ τὸ κουρασμένον καὶ προώρως ρητιδωμένον πρόσωπον, τὸν χθεσινὸν δοῦλον του, τὸν σημερινὸν ὅμως ἀδελφόν του. Ἦταν ὁμολογουμένως κάτι ποὺ δὲν ἠμποροῦσε νὰ τὸ συλλάβῃ οὔτε ἡ ἀγαθοτέρα εἰδωλολατρικὴ διάνοια, κάτι ποὺ οὔτε ἕνας Πλάτων τὸ εἶχε φαντασθῆ ποτέ»[3].

«Δὲν παρακαθήμεθα εἰς τὴν τράπεζαν, ἐὰν δὲν προηγηθῇ ἡ προσευχή μας πρὸς τὸν Θεόν. Τρώγομεν, ἐφόσον ἡ πεῖνα ἀπαιτεῖ τοῦτο, πίνομεν ἐφόσον ἡ ἐγκράτεια ἐπιτρέπει. Κατασιγάζομεν τὴν πεῖναν ὡς ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἐνθυμοῦνται ὅτι καὶ τὴν νύκτα ἀκόμη ὀφείλουν νὰ λατρεύουν τὸν Θεόν. Συνομιλοῦμεν ὡς ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι εἶναι βέβαιοι ὅτι ὁ Κύριος τοὺς ἀκούει. Ἀφοῦ νίψωμεν τὰς χεῖρας καὶ ἀναφθοῦν τὰ φῶτα, καθένας καλεῖται νὰ προσέλθῃ καὶ νὰ ψάλῃ ᾆσμα πρὸς δοξολογίαν τοῦ Θεοῦ ἀναλόγως τῆς ἱκανότητός του, εἴτε ἐκ τῶν Ἁγίων Γραφῶν, εἴτε ἐκ τῆς ἰδίας του διανοίας. Ἐκ τούτου ἀναγνωρίζει κανείς, πῶς ἕκαστος ἔχει πίει. Τὸ γεῦμα λήγει, καθὼς ἤρχισε, διὰ τῆς προσευχῆς. Ἀκολούθως καθένας ἀπέρχεται πρὸς ἰδίαν κατεύθυνσιν. Δὲν ἀπέρχονται κατὰ στίφη δολοφόνων οὔτε καθ’ ὁμάδας ἀσκόπων περιπατητῶν οὔτε διὰ νὰ ἐπιδοθῇ καθένας ἐλευθέρως εἰς τὴν διαφθοράν, ἀλλὰ μὲ ταπεινοφροσύνην καὶ αἰδώ, ὡς ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι εἰς τὴν τράπεζαν ἔλαβον μάθημα μᾶλλον ἢ γεῦμα»[4].

«Ἔτσι ἡ φροντὶς διὰ τοὺς δυστυχεῖς ἐγίνετο ὑπόθεσις ὅλης τῆς κοινότητος, ἀκόμη περισσότερον ἐγίνετο ἱερὰ ὑπόθεσις, ἀναπόσπαστος ἀπὸ τὴν λατρείαν καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸ μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν οἱ ἀρχαῖοι Χριστιανοὶ γευματίζοντες ἐλάτρευαν τὸν Θεὸν καὶ λατρεύοντες ἔκαναν φιλανθρωπίαν. Εἰς τὴν χαράν των ἐσκέπτοντο τὸν πόνον καὶ τὸν ἀνεκούφιζαν. Εἰς τὰς ἱερὰς συνάξεις των ἀνέβαιναν εἰς τὸν οὐρανὸν διὰ νὰ κατέβουν ἐν συνεχείᾳ εἰς τὴν τρώγλην τοῦ πτωχοῦ καὶ νὰ ἐγκαταστήσουν ἐκεῖ ἕνα κομμάτι οὐρανοῦ. Ἡ λατρεία των ἐγίνετο ἀγάπη καὶ ἡ ἀγάπη των μετουσιώνετο εἰς δοξολογίαν Θεοῦ»[5].

«Τεκμήρια τῆς φιλανθρωπικῆς αὐτῆς δραστηριότητος τῆς Ἐκκλησίας ἔχει νὰ μᾶς παρουσιάςῃ ἀκόμη καὶ ἡ ἀρχαιολογία. Ὅπως βεβαιώνει ὁ καθηγητὴς Γ. Σωτηρίου, ‘ἡ Ἐκκλησία πρὸς πλήρωσιν τῶν ὑψηλῶν αὐτῆς σκοπῶν καὶ ὡς τὸ κέντρον τότε οὐ μόνον τοῦ θρησκευτικοῦ ἀλλὰ καὶ τοῦ κοινωνικοῦ καὶ τοῦ πνευματικοῦ βίου, ρυθμίζουσα καὶ διευθύνουσα τὴν πνευματικήν, φιλανθρωπικὴν καὶ τὴν καθόλου κοινωνικὴν ζωὴν τῶν συγχρόνων, ἵδρυσε καὶ διωργάνωσε παρὰ τὸν χριστιανικὸν ναὸν παντὸς εἴδους οἰκήματα, ἔνθα παρείχετο ἡ πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ διαπαιδαγώγησις τοῦ χριστιανικοῦ λαοῦ καὶ ὅπου περιεθάλπετο πᾶσα κοινωνικὴ ἀνάγκη’. Τοιαῦτα οἰκήματα ἦσαν καὶ ‘ἑστίαι μετὰ συνεχομένων ἢ αὐτοτελῶν τραπεζῶν διὰ τὴν περίθαλψιν τῶν πτωχῶν καὶ ἕτερα φιλανθρωπικὰ διαμερίσματα, ἔνθα ἐγίνετο ἡ περίθαλψις τῶν ξένων, τῶν ἀσθενῶν, τῶν γερόντων, τῶν ὀρφανῶν’. Παρόμοιον μαγειρεῖον μὲ τέσσαρας ἑστίας καὶ μὲ αἴθουσαν φαγητοῦ εὑρέθη εἰς τὴν παλαιοχριστιανικὴν βασιλικὴν τῶν θεσσαλικῶν Θηβῶν (Ν. Ἀγχίαλος Βόλου), διὰ νὰ διακηρύσςῃ εἰς τοὺς αἰῶνας τὴν ἔμπρακτον ἀγάπην τῶν ἀρχαίων Χριστιανῶν»[6].

«Ὁ φιλόσοφος Ἀριστείδης εἰς τὴν ἀπολογίαν του πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Ἀδριανὸν ὁμολογεῖ ὅτι, ἐὰν κανεὶς ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἦτο πτωχὸς καὶ δὲν εἶχεν ἄφθονα τὰ μέσα, τότε οἱ ἄλλοι ἐνήστευαν δύο ἢ τρεῖς ἡμέρες, ὥστε νὰ ἐξοικονομήσουν τὴν τροφήν του»[7].

«Φιλανθρωπία δὲν σημαίνει νὰ δίδῃς εἰς τὰ τυφλὰ ἕνα ποςὸν χρημάτων, ἀλλὰ νὰ ἱκανοποιῇς μὲ τὸν κατάλληλον τρόπον τὴν ἀνάγκην τοῦ καθενός. Τὴν σοφὴν αὐτὴν μέθοδον τῆς φιλανθρωπίας μᾶς τὴν δίδει ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἐφρόντιζε διὰ κάθε κατηγορίαν ἐχόντων ἀνάγκην μὲ ἕνα τρόπον ξεχωριστόν. Ἔτσι βλέπομεν ὅτι εἰς τὸν δεκάλογον τῶν ἔργων τῆς ἀγάπης δὲν περιελάμβανε μόνον τοὺς πτωχούς, τοὺς ἀσθενεῖς, τοὺς ἀστέγους, τοὺς ξένους, τὰς χήρας, τὰ ὀρφανά, τοὺς αἰχμαλώτους, τοὺς φυλακισμένους, τοὺς δούλους, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀέργους»[8].

«Δὲν ἠμποροῦμε νὰ ὑποφέρωμε, ἔγραφε, νὰ ρίπτεται ὡς λεία εἰς τὰ ἄγρια ζῶα καὶ πτηνὰ ἡ εἰκὼν καὶ τὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ θὰ τὸ δώσωμεν πίσω εἰς τὴν γῆν ἀπὸ τὴν ὁποίαν προῆλθεν, ἀκόμη καὶ δι’ ἕναν ἄγνωστον ἄνθρωπον θὰ κάμωμεν ἔργον συγγενῶν, ἂν δὲν ὑπάρχουν τέτοιοι»[9].

«εἰς τοὺς δρόμους ποὺ ἐπερνοῦσαν ἀπὸ ἔρημα μέρη ἐκτίζοντο καταφύγια διὰ τοὺς ξένους, τὰ ὁποῖα εἰς τὴν Δύσιν ὠνομάζοντο hospitia»[10].

«Δὲν ὑπῆρχε χάσμα μεταξὺ κληρικῶν καὶ λαϊκῶν. Διατί; Ἀφ’ ἑνὸς διότι οἱ λαϊκοὶ συμμετεῖχαν ἐνεργῶς εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν ζωὴν καὶ δὲν ἦσαν παθητικὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα περιμένουν τὰ πάντα ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ κλήρου· ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος οἱ κληρικοὶ καὶ δὴ οἱ ἀνώτεροι, μὲ τὸ ταπεινὸν φρόνημα ποὺ τοὺς διέκρινεν, ἐμείωναν τὴν ἀπόστασιν ποὺ τοὺς ἐχώριζεν ἀπὸ τὸν λαόν»[11].

«Ὥστε Ἐκκλησία δὲν εἶναι μόνον ὁ ἐπίσκοπος, ἀλλὰ καὶ τὸ ποίμνιον, τὸ ὁποῖον ποιμαίνει ὁ ἐντολοδόχος τοῦ Ἀρχιποίμενος»[12].

«Τὸ σπουδαῖον εἶναι ὅτι ὁ λαὸς συμμετεῖχε καὶ εἰς τὴν ἐκλογὴν τῶν πρεσβυτέρων καὶ τῶν ἐπισκόπων. Ὁ λαὸς ἐξέλεγεν, ἐψήφιζε δι’ ἀνατάσεως τῶν χειρῶν, τὸν ἐπίσκοπόν του, ὁ ὁποῖος κατόπιν θὰ ἐχειροτονεῖτο διὰ τοῦ μυστηρίου. Αὐτὴ ἄλλως τε ἦτο ἡ ἀρχικὴ σημασία τῆς λέξεως χειροτονῶ. Ὅταν λέγῃ ὁ Λουκᾶς εἰς τὰς Πράξεις, ὅτι οἱ Ἀπόστολοι διῆλθον τὰς πόλεις τῆς Μ. Ἀσίας ‘χειροτονήσαντες πρεσβυτέρους’ (ιδ’ 23), ἐννοεῖ ὅτι ὁ λαὸς τοὺς ἐξέλεξε δι’ ἀνατάσεως τῶν χειρῶν, οἱ δὲ Ἀπόστολοι ἀκολούθως τοὺς κατέστησαν δι’ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν. Ἔτσι ἐπετυγχάνετο ἡ συνεργασία ἡγουμένων καὶ λαοῦ»[13].

«Πλεῖστοι τῶν τότε μαθητῶν (Χριστιανῶν) σφοδροτέρῳ φιλοσοφίας ἔρωτι πρὸς τοῦ θείου λόγου τὴν ψυχὴν πληττόμενοι, τὴν σωτήριον πρότερον ἀπεπλήρουν παρακέλευσιν, ἐνδεέσι νέμοντες τὰς οὐσίας, ἔπειτα δὲ ἀποδημίας στελλόμενοι ἔργον ἐπετέλουν εὐαγγελιστῶν»[14].

«Ἔτσι εἰσέδυσε τὸ Εὐαγγέλιον καὶ εἰς τὰ μαρμαρόκτιστα παλάτια. Ὄχι ἀπὸ τὴν μεγαλοπρεπῆ εἴσοδον, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πόρ|ταν τῆς ὑπηρεσίας ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, διότι ἡ ἀλήθεια ἐκλέγει τὰ ταπεινὰ μέσα, ἐνῶ ἡ ὑπεροψία ἐκλέγει εἰσόδους μεγαλοπρεπεῖς»[15].

«Πάντα τοίνυν τὸν βίον ἑορτὴν ἄγοντες, πάντῃ πάντοθεν παρεῖναι τὸν Θεὸν πεπεισμένοι, γεωργοῦμεν αἰνοῦντες, πλέομεν ὑμνοῦντες»[16].

«Ὁ ὑποψήφιος ἐκαταλάβαινε ὅτι δὲν εἰσήρχετο μόνον εἰς μίαν κοινωνίαν ἁγίων, ἀλλὰ καὶ ἡρώων καὶ ἀγωνιστῶν»[17].

«’Δὲν μποροῦμε νὰ ζήσωμε χωρὶς νὰ τελοῦμε τὸ θεῖον δεῖπνον! Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξῃ Χριστιανὸς χωρὶς τὴν θείαν εὐχαριστίαν!’ Αὐτὴν τὴν μεγαλειώδη διακήρυξιν τῶν μαρτύρων τῆς Καρχηδόνος ἐνώπιον τοῦ ἀνθυπάτου Ἀντωνίνου (11 Φεβρουαρίου 304) ἀπευθύνει μὲ ἕνα στόμα ὁλόκληρος ἡ Χριστιανωσύνη τῶν πρώτων αἰώνων»[18].

«’Ἡμεῖς οἱ Χριστιανοί, γράφει ὁ συγγραφεὺς τοῦ γ’ αἰῶνος Τερτυλλιανός, εἰς ὅλα τὰ ταξίδια καὶ τὰς μετακινήσεις, εἰς κάθε μας ἀναχώρησιν καὶ ἐπιστροφήν, ὅταν φοροῦμεν τὰ ἐνδύματά μας καὶ τὰ ὑποδήματα, εἰς τὸ λουτρὸν καὶ εἰς τὸ τραπέζι, ὅταν ἀνάπτωμεν τὸ λυχνάρι μας, ὅταν καθήμεθα ἢ ἐξαπλωνώμεθα, εἰς ὅλας τὰς πράξεις τῆς καθημερινῆς ζωῆς κάμνομεν τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ’ (De corona κεφ. 3). Πόσον ὄμορφη θὰ ἦταν ἡ ζωὴ τῶν ἀρχαίων Χριστιανῶν, ἀφοῦ πάντοτε ἐστολίζετο μὲ τὸ σύμβολον τῆς λυτρώσεως! Πόσο ἐξαγιασμέναι θὰ ἦταν ὅλαι αἱ καθημεριναὶ πράξεις τῶν πιστῶν – καὶ αἱ πλέον κοιναί - ἀφοῦ ἐσφραγίζοντο μὲ τὸν θεῖον αὐτὸν τύπον!»[19].

«Ἰδοὺ πῶς ὁ Τερτυλλιανὸς μᾶς παρουσιάζει τὴν εὐτυχίαν ἑνὸς χριστιανικοῦ γάμου: ‘Τί ἕνωσις αὐτὴ ποὺ συνδέει δύο Χριστιανοὺς συζύγους! Ἔχουν τὴν ἰδίαν ἐλπίδα καὶ τὴν ἰδίαν τάσιν εἰς τοὺς πόθους των, ὑπακούουν εἰς τὴν ἰδίαν διδασκαλίαν καὶ εἰς ἕνα κοινὸν Κύριον. Εἶναι μία ἕνωσις τοῦ Πνεύματος καθὼς εἶναι καὶ τῆς σαρκός, ἕνα μόνον πνεῦμα καὶ μιὰ μόνον σάρξ. Μελετοῦν μαζῆ τὴν Ἁγίαν Γραφήν, προσεύχονται μαζῆ, νηστεύουν μαζῆ, ἐκπαιδεύονται, προτρέπονται, βοηθοῦνται ἀμοιβαίως. Τοὺς βλέπετε μαζῆ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, εἰς τὴν τράπεζαν τοῦ Κυρίου. Λύπαι, διωγμοοί, χαραί, ἐλπίδες, ὅλα τοὺς εἶναι κοινά. Δὲν κρύβουν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον τίποτε, δὲν ἀποφεύγει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ποτὲ δὲν ἐνοχλεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Μποροῦν ἐλεύθερα νὰ ἐπισκέπτωνται τοὺς ἀσθενεῖς καὶ νὰ συντρέχουν τοὺς φτωχούς· ὕμνοι καὶ τραγούδια ἀκούονται μεταξύ των, καὶ συναγωνίζονται ποῖος θὰ δοξάςῃ καλύτερα τὸν Θεόν του. Ὁ Χριστὸς χαίρει βλέπων καὶ ἀκούων τὰ πράγματα αὐτά. Καὶ εἰς τὰ πρόσωπα αὐτὰ ἀποστέλλει τὴν εἰρήνην του. Ὅπου δύο εἶναι συνηγμένοι εἰς τὸ ὄνομά του, ἐκεῖ καὶ αὐτός, καὶ ἀντιθέτως δὲν μπορεῖ νὰ μείνῃ ὅπου εἶναι ὁ πονηρός’»[20].

«Τίτλοι τιμῆς τῶν γυναικῶν τῆς Ῥώμης, ἀλλὰ καὶ γενικῶς τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, οἱ κόποι. Κόποι ἔργων καλῶν, κόποι τεκνοτροφίας, κόποι φιλοξενίας, κόποι ἀγάπης, κόποι προσευχῆς καὶ ἱεραποστολῆς. Στολίδι τῶν Χριστιανῶν γυναικῶν οἱ εὐγενεῖς αὐτοὶ κόποι, τὸν καιρὸν ποὺ αἱ ἄλλαι ἐκοπίαζαν εἰς τὴν ἁμαρτίαν ἢ εἰς τὴν ματαιότητα. Εὐλογημένοι κόποι, ποὺ ἐδόξασαν τὴν ἀρχαίαν Χριστιανήν»[21].

«’Ὅπως ἡ ἄγαμος μεριμνᾷ τὰ τοῦ Κυρίου, διὰ νὰ εἶναι ἁγία καὶ εἰς τὸ σῶμα καὶ εἰς τὸ πνεῦμα, ἔτσι καὶ ἡ ὑπανδρευμένη μεριμνᾷ τὰ τοῦ ἀνδρὸς ἐν Κυρίῳ, διὰ νὰ εἶναι ἁγία καὶ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὸ πνεῦμα, διότι καὶ αἱ δύο εἶναι ἅγιαι ἐν Κυρίῳ, ἡ μία μὲν ὡς σύζυγος, ἡ ἄλλη δὲ ὡς παρθένος’ (Στρωματεῖς)»[22].

«Ἡ ἀποφυγὴ τῆς τεκνογονίας, τονίζουν, εἶναι ‘ὕβρις’, δηλαδὴ διαστροφὴ τῆς ἠθικῆς καὶ φυσικῆς τάξεως καὶ ἑπομένως ὕβρις κατὰ τοῦ Θεοῦ. Προσθέτουν ὅτι ἡ καταστρατήγησις τῶν νόμων τῆς φύσεως φέρει σοβαρὰς ψυχικὰς διαταραχάς. ‘Ἐκεῖνοι ποὺ χρησιμοποιοῦν φάρμακα διὰ τὴν ἔκτρωσιν, ἀποβάλλουν μαζῆ μὲ τὸ ἔμβρυον καὶ τὴν φιλανθρωπίαν’ (Κλήμης Ἀλεξανδρεύς)»[23].

«Αὐτὸ εἶναι τὸ παιδαγωγικὸν σύνθημα τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπακοὴ τῶν παιδιῶν εἰς τοὺς γονεῖς ἐν Κυρίῳ καὶ ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν ἐκ μέρους τῶν γονέων πάλιν ἐκ Κυρίῳ»[24].

«Οὐ μόνον μὴ ῥαθυμήςῃς, ἀλλ’ εὐψύχει καὶ ἰσχυροποίει σου τὸν οἶκον· ὡς γὰρ ὁ χαλκεὺς σφυροκοπῶν τὸ ἔργον αὐτοῦ, περιγίνεται τοῦ πράγματος οὗ θέλει, οὕτω καὶ ὁ λόγος ὁ καθημερινὸς ὁ δίκαιος περιγίνεται πάσης πονηρίας· μὴ διαλείπῃς οὖν νουθετῶν σου τὰ τέκνα»[25].

«Διὰ τὴν ἀρχαίαν Ἐκκλησίαν δὲν ὑπάρχει θάνατος. Τρανὸν δεῖγμα αἱ Κατακόμβαι. Μέσα εἰς τοὺς σκοτεινοὺς καὶ πολυδαιδάλους διαδρόμους των, δεκάδας μέτρων κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς, ἔλαμψεν ἡ πίστις χαρωπῶν καὶ ἐλπιζόντων ἀνθρώπων. Ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἐλπὶς διετηρήθη καὶ μετὰ τὸν θάνατόν των. Καὶ μέχρι σήμερον, ὅποιος ἐπισκέπτεται τὰ ἀρχαῖα Κοιμητήρια, νομίζει πὼς ἀκούει μίαν μυριόστομον νικητήριον κραυγὴν νὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὰ μνήματά των: ‘Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον;’»[26].

«Ἀλλ’ οἱ ἀρχαῖοι Χριστιανοὶ ἤξεραν ὄχι μόνον νὰ ζοῦν, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀποθνήσκουν. Νὰ ἀποθνήσκουν κατὰ Χριστὸν καὶ νὰ προσφέρουν διὰ τοῦ θανάτου των μίαν μαρτυρίαν περὶ τῆς ἀληθείας, κατὰ τὸ παράδειγμα Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος ἦλθεν ‘ἵνα μαρτυρήςῃ, τῇ ἀληθείᾳ’»[27].

«Οἱ τρεῖς πρῶτοι αἰῶνες τῶν διωγμῶν ἔχουν καὶ τοῦτο τὸ ἐκπληκτικὸν νὰ μᾶς παρουσιάσουν. Δεσμοφύλακας ἢ καὶ δημίους ἀκόμη, οἱ ὁποῖοι εἰς τὴν θέαν τοῦ ψυχικοῦ μεγαλείου τῶν μαρτύρων, τόσον συνεκινοῦντο, ὥστε ἔσπευδαν νὰ προσχωρήσουν ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρείαν εἰς τὸν Χριστιανισμόν, ἀπὸ τὸ ἔργον τοῦ διώκτου εἰς τὴν τάξιν τοῦ μάρτυρος»[28].

«Ὁ γάμος εἰς τὸν Χριστιανισμὸν εὐλογήθηκε μὲ τὰ στέφανα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μυστηρίου· ἀλλ’ εὐλογήθηκε ἀκόμη καὶ μὲ τὰ ἄφθαρτα στέφανα τοῦ μαρτυρίου. Τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου ἦλθε νὰ ἁγιάςῃ ἄλλην μίαν φορὰν τὴν ἱερὰν ἕνωσιν ἀνδρὸς καὶ γυναικός, τὴν ὁποίαν ὁ ἀπόστολος Παῦλος, φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, εἶχεν ὀνομάσει ‘μυστήριον μέγα’ (Ἐφες. ε’ 32). Ἔτσι ἡ χριστιανικὴ συζυγία ποὺ ἐπέρασεν ἀπὸ τὴν κολυμβήθραν τοῦ αἵματος, ἐμφανίζεται μὲ ὅλως ἀπαστράπτουσαν αἴγλην, ‘τῷ κάλλει τῆς πίστεως ὡραϊσμένη’. Καὶ εἶναι πολλὰ τὰ μαρτυρικὰ ἀνδρόγυνα ποὺ κοσμοῦν τὰς σελίδας τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ἱστορίας»[29].

«Ἐχύθη λοιπὸν ἄφθονον μαρτυρικὸν αἷμα εἰς τὴν ἀρχαίαν Ἐκκλησίαν. Τὸ δείχνουν αἱ πολύτομοι συλλογαὶ τῶν μαρτυρολογίων. Τὸ φανερώνουν οἱ ἀναρίθμητοι πάπυροι καὶ τὰ ὄστρακα καὶ αἱ μαρμάριναι ἐπιγραφαὶ μὲ ὀνόματα μαρτύρων ποὺ εὑρέθησαν εἰς κάθε σημεῖον τῆς Μέσης Ἀνατολῆς. Τὸ ἀποδεικνύουν τὰ ἓξ ἑκατομμύρια τάφων εἰς τὰς κατακόμβας»[30].

«Ἐχύθη πράγματι πολὺ αἷμα. Καὶ τὸ αἷμα αὐτὸ εἶναι ὁ σπόρος τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὴν φράσιν τοῦ Τερτυλλιανοῦ. Αὐτὸ τὸ ἄφθονον αἷμα ἐδημιούργησε τὴν ἡρωϊκὴν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ τὸ αἷμα ἐκεῖνο ἔχει σχέσιν μὲ ἡμᾶς σήμερον. ‘Μέσα μας τρέχει ἡρώων αἷμα’ καὶ ζητεῖ ἀπὸ ἡμᾶς ἡρωϊσμόν, αὐτοθυσίαν, πίστιν ὁλοκληρωτικήν. Δὲν ἠμπορεῖ ὁ σημερινὸς Χριστιανὸς νὰ εἶναι πλαδαρὸς καὶ χλιαρός, ὅταν πίσω του ἐχύθησαν ποταμοὶ αἵματος διὰ νὰ διαφυλαχθῇ ἡ πίστις. Τὸ αἷμα ἐκεῖνο δὲν ἐχύθη διὰ νὰ καθήμεθα ἡμεῖς σήμερον ἀμέριμνοι. Ἰσοβίως μᾶς βαρύνει μία κληρονομία μαρτυρικοῦ αἵματος»[31].

«Αὐτὰ ὑπέφεραν ἐπὶ τρεῖς αἰῶνας - ἀπὸ τὸ 64 μ.Χ. ἕως τὸ 314 μ.Χ.  – οἱ Χριστιανοὶ ‘ὡς ἐθελούσια θύματα’ ὑπὲρ τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀληθείας. ‘Σῶμα καὶ ψυχὴν προςῆξαν θυσίαν ὄντως ζῶσαν …’. Ἂς τὰ ἔχουν αὐτὰ ὑπ’ ὄψει των οἱ σημερινοὶ Χριστιανοί, διὰ νὰ ἀντλοῦν σθένος καὶ δύναμιν εἰς κάθε δύσκολον περίστασιν, καὶ εἰς τὸ μαρτύριον, ἐὰν παραστῇ ἀνάγκη. Ἂς τὰ ἔχουν ὑπ’ ὄψει των καὶ οἱ ἄπιστοι, διὰ νὰ μὴ ὁμιλοῦν μὲ ἐλαφρὰν συνείδησιν διὰ μίαν θρησκείαν τόσου ἡρωϊσμοῦ καὶ τόσης θυσίας. Τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων δὲν ἐπιτρέπει ἐλαφρότητας καὶ ἐπιπολαιότητας»[32].

«’Οὐ γὰρ ἦν ἔνδον μόνη, ἀλλ’ εἶχε σύμβουλον Ἰησοῦν. Ἐκεῖνος αὐτῇ παρῆν, Ἐκεῖνος τῆς καρδίας αὐτῆς ἥπτετο, Ἐκεῖνος τὴν ψυχὴν παρεθάρρυνεν, Ἐκεῖνος μόνος τὸν φόβον ἐξέβαλε’ (PG 50, 580). Γενικῶς ὅλοι οἱ μάρτυρες ἠσθάνοντο κατὰ τὸν Εὐσέβιον ὅτι ‘θείου πνεύματος ἦσαν ἔμπλεοι’. Ἐγνώριζαν, ὅπως γράφει ὁ Ὠριγένης, ὅτι ὁ Κύριος ‘συμπορεύεται καὶ συμμαρτυρεῖ’ μαζῆ μὲ τοὺς φέροντας τὸν σταυρόν του ‘συναγωνιστές’ του»[33].

«ἀλλὰ πρὸς πάντα τὰ ἐπερωτώμενα ἀπεκρίνατο, Χριστιανός εἰμι»[34].

«Καὶ εἰς τὸ μαρτύριον τοῦ ἁγίου Μαξιμιλιανοῦ διαπιστώνομεν ὅτι τὰ βασανιστήρια, ἐφόσον τὰ ὑφίσταται διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δὲν προκαλοῦν ὀδύνας, ἀλλ’ εὐχαρίστησιν, εἶναι μύρα ἐπαλειφόμενα ἐπὶ τοῦ σώματος τοῦ μάρτυρος κατὰ τὸν ἀγῶνα»[35].

«Μὲ τὰ παραδείγματα αὐτὰ γίνεται φανερόν, ὅτι τὸ μαρτύριον εἰς τὴν ἀρχαίαν Ἐκκλησίαν δὲν ἦτο ἕνα μεμονωμένον γεγονός, ποὺ ἀφεώρα μόνον τὸν μάρτυρα. Ἦτο κάτι ποὺ τὸ ἐζοῦσεν ὁλόκληρος ἡ χριστιανικὴ Ἐκκλησία. Τὸ ἐζοῦσε μὲ τὰς προσευχὰς ὑπὲρ τῶν ἀγωνιστῶν τῆς πίστεως, μὲ τὴν ὑλικὴν καὶ τὴν πνευματικὴν ἀλληλεγγύην, μὲ τὴν ἄρσιν αὐτοῦ τούτου τοῦ σταυροῦ, τὸν ὁποῖον ἐβάσταζον οἱ μάρτυρες. Οἱ Χριστιανοὶ δὲν παρηκολούθουν τὸ μαρτύριον ἀπὸ τὰς κερκίδας. Ἦσαν ὅλοι εἰς τὸν στίβον καὶ συμμετεῖχαν εἰς τὸν μεγάλον ἀγῶνα. Ἐφήρμοζον τὸ ‘χαίρειν μετὰ χαιρόντων καὶ κλαίειν μετὰ κλαιόντων’. Δι’ αὐτὸ ἡ ἑνότης των αὐτὴ ποὺ ἐσφυρηλατήθη μέσα εἰς τὴν φωτιὰν τοῦ μαρτυρίου ἔμεινε παράδειγμα εἰς τοὺς αἰῶνας. Εἶναι ἑνότης, ποὺ δὲν σαλεύει ἐμπρὸς εἰς τοὺς κινδύνους, ποὺ δὲν ὑπολογίζει θυσίας, ἀλλὰ πραγματοποιεῖ τό: ‘οἱ πολλοὶ ἓν σῶμά ἐσμεν ἐν Χριστῷ’ (Ῥωμ. ιβ’ 5)»[36].

«Μὴ λυπεῖσθε ἀκόμη, προσφιλέστατοι ἀδελφοί, διότι οἱ ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ τελέσουν ἐκεῖ μέσα τὰ ἅγια μυστήρια. Τελεῖτε σεῖς καὶ προσφέρετε εἰς τὸν Θεὸν μίαν θυσίαν πολύτιμον καὶ ἔνδοξον συγχρόνως, ἡ ὁποία θὰ συντελέςῃ πολὺ εἰς τὸ νὰ λάβετε τὴν οὐρανίαν ἀνταμοιβήν, καθὼς λέγει ἡ Γραφή: ‘Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον· καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει’»[37].

«ἡ πίστις μας εἶναι θεμελιωμένη εἰς τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων καὶ εἰς τὰ ὀστᾶ τῶν ἡρώων. Καὶ διὰ τοῦτο ἐπεκράτησε νὰ τοποθετοῦνται ἱερὰ λείψανα εἰς κάθε θυσιαστήριον, ὅπως καθώρισεν ἡ Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος»[38].

«Ὑπάρχει μεγαλυτέρα ἐνίσχυσις διὰ τοὺς ἀνθρώπους κάθε γενεᾶς ἀπὸ τὸ νὰ βλέπουν ζωντανοὺς τοὺς ἥρωας τοῦ Χριστιανισμοῦ εἰς μίαν εἰκόνα, καὶ νὰ ἀκούουν τὰ κατορθώματά των εἰς μίαν μουσικὴν σύνθεσιν; Εἰς τὰς περιπτώσεις αὐτὰς πράγματι ἀναδεικνύεται ‘θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ’»[39].

«Κατεφρόνησαν ἐκεῖνοι ζωῆς· καταφρόνησον σὺ τρυφῆς. Ἔρριψαν ἐκεῖνοι τὰ σώματα πυρί· ῥῖψον σὺ χρήματα ἐν ταῖς χερςὶ τῶν πενήτων. Κατεπάτησαν ἐκεῖνοι τοὺς ἄνθρακας· σβέσον σὺ τῆς ἐπιθυμίας τὴν φλόγαν»[40].

«Τὰ τρία ἀθάνατα στολίδια, ποὺ κοσμοῦν τὴν ἀρχέγονον Ἐκκλησίαν, εἶναι ἡ θαυμαστὴ ἀγάπη καὶ ἀλληλεγγύη, ἡ σπανία ἁγνότης τῶν ἠθῶν, ὁ ἄφθαστος ἡρωϊσμός. Εἶναι ἡ κοινωνία τῶν ἁγίων καὶ τῶν ἡρώων, εἶναι ἡ κοινότης τῆς ἀγάπης ποὺ τὰ ἔχει ‘ἅπαντα κοινά’, | εἶναι ἡ ‘ἀδελφότης’, ὅπως τὴν ὀνομάζει ὁ ἅγιος Κυπριανός»[41].

«Ἡ Ἐκκλησία πολεμουμένη νικᾷ· ἐπιβουλευομένη περιγίνεται· ὑβριζομένη λαμπροτέρα καθίσταται· δέχεται τραύματα καὶ οὐ καταπίπτει ὑπὸ τῶν ἑλκῶν· κλυδωνίζεται, ἀλλ’ οὐ καταποντίζεται· χειμάζεται, ἀλλὰ ναυάγιον οὐχ ὑπομένει· παλαίει, ἀλλ’ οὐχ ἡττᾶται· πυκτεύει, ἀλλ’ οὐ νικᾶται»[42].

«Τὴν ἀρχαίαν Ἐκκλησίαν δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὴν λησμονοῦμεν. Εἶναι ἀσυγχώρητον τὸ νὰ ἐγκαταλείπωμεν τὴν μεγάλην της κληρονομίαν. Τὰ διδάγματά της τὰ ἀθάνατα καὶ τὰ παραδείγματά της τὰ αἰώνια ὀφείλομεν νὰ τὰ μελετῶμεν καθημερινῶς ὡς Ἐκκλησία καὶ ὡς Ἔθνος, ὡς κοινωνία καὶ ὡς οἰκογένεια καὶ ὡς ἄτομα, ὡς κληρικοὶ καὶ λαϊκοί. Ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἀκένωτον θησαυρὸν ἔχουν νὰ ἀντλοῦν οἱ πνευματικοὶ ἡγέται, οἱ διανοούμενοι καὶ διδάσκαλοι, ἀλλὰ καὶ ὁ καθένας μας. Τὰ κείμενα τῆς ἐνδόξου ἐκείνης ἐποχῆς, ὅπως εἶναι αἱ διηγήσεις τῶν μαρτύρων, τὰ σπουδαιότερα τεκμήρια τῆς παγκοσμίου ἱστορίας, πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ διδάσκωνται εἰς τὰ σχολεῖα μας, διὰ νὰ φρονηματίζουν τὴν ἀνήσυχον νεολαίαν μας. Ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία δὲν εἶναι κάτι μακρυνόν. Εἶναι κάτι ποὺ ἐνδιαφέρει ὅλους μας καὶ ἔχει νὰ μᾶς ὠφελήςῃ τὰ μέγιστα. Εἶναι ἡ μήτηρ μας καὶ ἡ δόξα μας ὡς Χριστιανῶν καὶ ὡς Ἑλλήνων. Ἂς γίνῃ καὶ σήμερον μία πυξὶς εἰς τὴν παραπαίουσαν ἀνθρωπότητα»[43].



[1] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 6.

[2] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 9.

[3] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 23.

[4] Τερτυλλιανός, παρά: Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 24.

[5] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 26.

[6] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 26.

[7] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 28.

[8] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 41.

[9] Λακταντίου, Instit. VI 12, παρά: Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 52.

[10] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 56.

[11] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 67.

[12] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 69.

[13] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 70.

[14] Εὐσεβίου, III 37, παρά: Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 78.

[15] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 87.

[16] Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Στρωματεῖς Ζ’ VII, παρά: Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 88.

[17] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 96.

[18] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 103.

[19] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 104.

[20] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 113.

[21] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 117.

[22] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 118.

[23] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 132.

[24] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 135.

[25] Ἑρμᾶ, Ποιμήν, παρά: Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 135.

[26] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 148.

[27] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 165.

[28] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 202.

[29] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 243.

[30] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 249.

[31] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 251.

[32] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 262.

[33] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 267.

[34] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 268.

[35] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 273.

[36] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 287.

[37] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 298.

[38] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 303.

[39] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 307.

[40] Χρυσόστομος, παρά: Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 311.

[41] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 312-313.

[42] Χρυσόστομος (PG 52, 429), παρά: Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 312-313.

[43] Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων (Ἀθῆναι: Ζωή, 19602), σ. 314.