Ἡ ἐκπόρευσις τοῦ Ἁγ. Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ κατὰ τὸν Δημήτριον Κυδώνη
Τοῦ κ. Ευλαλίου Θωμαΐδη, θεολόγου
Ὀρθόδοξος Τύπος 29.11.2024
Σύμφωνα μὲ τὸ Δημήτριο Κυδώνη, ἐκεῖνο ποὺ κάνει τὰ πρόσωπα νὰ διαφέρουν μεταξύ τους εἶναι τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα, θεωρούμενα ὡς ἐμμενεῖς, ἤτοι ἐντός τῆς θείας οὐσίας, σχέσεις ἢ ἀντιτιθέμενες μεταξὺ των ἀναφορές.3 Ἐφόσον τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα ταυτίζονται μὲ τὶς ὑποστατικὲς σχέσεις, ἕπεται ὅτι ἡ πατρότητα ταυτίζεται μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρός, ἡ υἱότητα ταυτίζεται μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ καὶ ἡ πνευματότης ταυτίζεται μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγ. Πνεύματος.4 Ἡ οὐσία καὶ οἱ ὑποστάσεις διακρίνονται κατὰ τὸ λόγο καὶ ὄχι κατὰ τὰ πράγματα.5 Ἡ οὐσία θεωρεῖται ὡς ἀπολελυμένον τι, ἤτοι ὡς κάτι ποὺ λέγεται ἀσχέτως (ἄνευ ἀναφορᾶς ἢ σχέσης), ἐνῶ ἡ ὑπόσταση ἢ τὸ πρόσωπο ὡς κάτι ἀναφορικὸ ἢ σχεσιακό.6 Ἡ ἡνωμένη θεολογία ἀναφέρεται στὸ κοινόν τῆς οὐσίας, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Δημήτριος Κυδώνης, ἐνῶ ἡ διακεκριμένη θεολογία ἀναφέρεται στὸ κοινὸ μετὰ τῆς ἀναφορᾶς ἢ σχέσης.7 Ἡ ἀναφορὰ εἶναι συμβεβηκὸς γιὰ τὰ κτιστά, καθότι ἡ οὐσία διαφέρει τῶν πρὸς τι, τόσο λογικὰ ὅσο καὶ πραγματικά,8 ἐνῶ στὸ Θεὸ οἱ σχέσεις διαφέρουν μόνο μεταξύ τους καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ θεία οὐσία.
Στὴ συνέχεια ὁ Δημήτριος Κυδώνης ἀναφέρει ὅτι, ἐὰν τὰ φυσικὰ ἢ οὐσιώδη ἰδιώματα τῆς ἀκτίστου θεότητας ἦταν ἕτερα τῆς θείας οὐσίας, τότε ἡ Ἁγία Τριάδα θὰ μετατρεπόταν σὲ μυριάδα,9 καὶ τοῦτο, διότι ταυτίζει τὶς φυσικὲς ἢ οὐσιώδεις ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς αἰτιατὲς ὑποστάσεις, ὅπως θὰ δοῦμε στὴν ἀμέσως ἑπόμενη παράγραφο. Δὲν εἶναι, λοιπόν, ἄλλο στὸ Θεὸ ἡ οὐσία καὶ ἄλλο τὸ φυσικὸ ἰδίωμα τῆς ἀγαθότητας. Συνεπῶς, ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀγαθότητα καὶ ἡ ἀγαθότητα εἶναι ἡ οὐσία αὐτοῦ.10 Τὸ ἴδιο ἀσφαλῶς ἰσχύει καὶ γιὰ τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία θεωρεῖται ὡς ἡ οὐσία αὐτοῦ.11
Ὁ Δημήτριος Κυδώνης ἀναφέρει, ἀκόμη, ὅτι στὸ Θεὸ μόνο δύο φυσικοὶ πρόοδοι εἶναι δυνατοί, ἡ γέννηση καὶ ἡ ἐκπόρευση.12 Ἐδῶ ἀποδεικνύεται ἡ ταύτιση τῶν ὑποστατικῶν προόδων μὲ αὐτῶν τῶν φυσικῶν ποὺ κάνει ὁ Κυδώνης. Τὸ ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρὸς εἶναι ταυτόσημο μὲ τὸ ἐκ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Πατρός, ὅπως καὶ τὸ ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Υἱοῦ εἶναι ταυτόσημο μὲ τὸ ἐκ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Υἱοῦ. Συνεπῶς, τὸ Ἅγ. Πνεῦμα εἶναι ἐκ τῆς ὑποστάσεως καὶ ἐκ τῆς οὐσίας, τόσο τοῦ Πατρὸς ὅσο καὶ τοῦ Υἱοῦ.13 Ἐν ἄλλαις λέξεσιν, ὁ Κυδώνης θεμελιώνει τὸ filioque στὴν κοινοποίηση τῆς οὐσίας. Ὁ Πατὴρ κοινοποιεῖ καὶ τὴν οὐσία του στὸν Υἱὸ καὶ τὴν ἐκπορευτικὴ του ἰδιότητα. Ἐὰν ὁ Πατὴρ δὲν κοινοποιοῦσε στὸν Υἱὸ τὴν ἰδιότητα τῆς προβολῆς τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, τότε ὁ Υἱὸς δὲ θὰ μποροῦσε νὰ διακριθεῖ ἀπὸ τὸ Ἅγ. Πνεῦμα. Ἑπομένως, ἡ κοινοποίηση τῆς οὐσίας ἀπὸ τὸ ἕνα πρόσωπο στὸ ἄλλο προϋποθέτει τὴν ἀντιθετικὴ σχέση ἀναφορᾶς μεταξὺ αὐτοῦ ποὺ δίνει (Πατὴρ) καὶ αὐτῶν ποὺ λαμβάνουν τὴ θεία οὐσία (Υἱὸς καὶ Ἅγ. Πνεῦμα).14 Ὁ Πατὴρ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μόνο δίδει καὶ δὲ λαμβάνει τὴ θεία οὐσία, ὁ Υἱὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ τὴ λαμβάνει καὶ τὴ δίδει στὸ Ἅγ. Πνεῦμα, καὶ τὸ Ἅγ. Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο ποὺ μόνο τὴ λαμβάνει καὶ δὲν τὴ δίνει.
Ὅμως, ἡ ὑποστατικὴ μοναρχία τοῦ Πατρός, κατὰ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ, καθιστᾶ αὐτομάτως περιττὴ τὴ χρήση τοῦ filioque τῆς ρωμαιοκαθολικῆς παράδοσης, τὸ ὁποῖο προσπαθεῖ νὰ ἐπεξηγήσει τὴ διάκριση ποὺ ὑφίσταται μεταξὺ τῶν ὑποστάσεων τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος,15 καθότι ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγ. Πνεῦμα διαφέρουν ὑποστατικὰ ἢ προσωπικὰ μεταξύ τους, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ, ἐξαιτίας τοῦ ὅτι προβάλλονται καθ’ ὕπαρξιν μὲ διαφορετικὸ αἰτιατὸ τρόπο, γεννητὸ ὁ Υἱὸς καὶ ἐκπορευτὸ τὸ Ἅγ. Πνεῦμα, ἀπὸ τὴν ἄκτιστη φύση ἢ οὐσία τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν πατρικὴ ὑπόσταση (ἐκ μόνης),16 καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν ὑπάρχει καμία ἀνάγκη νὰ διακρίνονται κατὰ τὶς ἀντιτιθέμενες ὡς τὸ «πρὸς τι» ἤ, ἄλλως εἰπεῖν, οὐσιώδεις – τριγωνικὲς σχέσεις τῶν θείων ὑποστάσεων17 (πατρότητα – υἱότητα – παθητικὴ πνεύση), διότι τὰ ὑποστατικὰ δὲν ταυτίζονται μὲ τὴν ὑπόσταση, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὰ φυσικὰ δὲ ταυτίζονται μὲ τὴ φύση, ταύτιση ποὺ ἀποτελεῖ τὴ θεμελιώδη προϋπόθεση τοῦ λατινικοῦ filioque.
Σημειώσεις:
[1] Δημήτριος Κυδώνης, Περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, PG 154, 868A. [2] Σύμφωνα μὲ τὸ Δημήτριο Κυδώνη, ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς διακρίνει πραγματικὰ καὶ ὄχι κατὰ τὸ λόγο τῆς ἐπίνοιας τὴν ὑπερούσια ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ σὲ οὐσία καὶ ἐνέργεια, ἤτοι εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐφαρμόζει κοινὲς διακρίσεις ἐπὶ τῆς ἀκτίστου θεότητας, πέραν τῶν ἀκοινώνητων – ἀντιτιθέμενων κατὰ τὸ «πρὸς τί» – ὑποστατικῶν, καταλύοντας τοιουτοτρόπως τόσο τὴ θεία ἁπλότητα καὶ ἑνότητα ὅσο καὶ τὴν πραγματικὴ διάκριση τῶν ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδας. Βλ. Δημήτριος Κυδώνης, Κατὰ τοῦ Παλαμᾶ, PG Migne 154, 841D καὶ 858D – 860A. [3] Δημήτριος Κυδώνης, Περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, PG 154, 881D. Κατὰ τὸν Δημήτριο Κυδώνη, τὰ τριαδικὰ πρόσωπα διακρίνονται κατὰ τὴν ἀντίθεση τῶν ἀναφορῶν. [4] Ὅπ.π., PG 154, 868CD. [5] Ὅπ.π., 872C. [6] Ὅπ.π., 874ΑΒ. [7] Ὅπ.π., 877A. [8] Ὅπ.π.,, 880ΑΒ. [9] Ὅπ.π., 877CD. [10] Ὅπ.π., 880D. [11] Ὅπ.π., 889Β. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅποιος γνωρίζει τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ, τουλάχιστον κατὰ τὴν ἀνωτέρω συλλογιστική, ἕπεται ὅτι γνωρίζει καὶ τὴν ἴδια τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ. [12] Ὅπ.π., 905D-908Α. [13] Ὅπ.π., 909CD. [14] Ὅπ.π., 885A. [15] Compendio della Somma Teologica, a cura di Sac. Dott. G. Dal Sasso, Libreria Gregoriana Editrice, Padova 1923, p. 30. [16] Γρηγόριος Παλαμᾶς, Λόγοι Ἀποδεικτικοί, Α΄, 6, Π. Χρήστου Α΄, σσ. 33-34. [17] Τὸν παραλληλισμὸ τῶν ἀΐδιων ἐνδοτριαδικῶν σχέσεων τῆς ἀκτίστου θεότητας μὲ τρίγωνο ὑποστηρίζει καὶ ὁ (π.) Δ. Στανιλοάε. Βλ. (π.) Δ. Στανιλοάε, Ἡ περὶ Θεοῦ ὀρθόδοξη χριστιανικὴ διδασκαλία, μτφρ: (π.) Κωνσταντῖνος Coman καὶ Γ. Παπαευθυμίου, ἐκδόσεις Ἁρμός, Ἀθήνα 2011, σελ. 311. Μόνο ποὺ οἱ τριγωνικὲς σχέσεις τῶν ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδας δικαιολογοῦν ἀπόλυτα τὸ filioque τῆς ρωμαιοκαθολικῆς παράδοσης, καθότι ὡς βάση τοῦ τριγώνου δὲ θεωρεῖται τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ διαπροσωπικὴ – αἰτιώδης σχέση μεταξὺ τῶν ὑποστάσεων τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, οἱ ὁποῖες προέρχονται, εἴτε ἄμεσα εἴτε ἔμμεσα, ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ τριγώνου (Πατήρ). Βλ. Γ. Σίσκος, Ἡ Ἁγία Τριάδα στὴ Δυτικὴ Χριστιανοσύνη {20ός αἰ.}. Νεοσχολαστικισμὸς καὶ Ὀντολογία τῆς σχέσης, ἐκδόσεις Ἁρμός, Ἀθήνα 2023, σελ. 471.