Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2025

Συμβουλὲς Μεγάλου Ἀντωνίου

 ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

Ζωὴ (2024), σ. 103

Στὴν Φιλοκαλία ὑπάρχουν κάποια κείμενα ἀποδιδόμενα στὸν Καθηγητὴ τῆς Ἐρήμου Μέγα Ἀντώνιο (Παραινέσεις περὶ ἤθους ἀνθρώπων καὶ χρηστῆς πολιτείας, Φιλοκαλία τόμ. Α’, σελ. 4-27). Ἀπὸ τὶς διδαχές του αὐτὲς ἐπιλέγουμε κάποιες χαρακτηριστικὲς συμβουλές, μὲ μετάφρασή τους.

«Ἅγιος ὀνομάζεται ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι καθαρὸς ἀπὸ τὴν κακία καὶ ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα. Γιατὶ εἶναι τὸ μεγαλύτερο κατόρθωμα τῆς ψυχῆς νὰ μὴν ὑπάρχει κακία στὸν ἄνθρωπο καὶ αὐτὸ ἀρέσει στὸν Θεό». (Ἅγιος ὀνομάζεται, ὁ καθαρὸς ἀπὸ κακίας καὶ ἁμαρτημάτων. Ὅθεν καὶ μέγιστόν ἐστι ψυχῆς κατόρθωμα, καὶ ἀρέσκει Θεῷ, τὸ μὴ εἶναι κακίαν ἐν ἀνθρώπῳ) (ρξα’, σ. 25).

«Ἡ λογικὴ ψυχὴ ὅταν παραμένει ἀμετακίνητη στὴν καλή της προαίρεση ὡσὰν τοὺς ἵππους κατευθύνει μὲ τὰ ἡνία τὸ θυμικὸ καὶ τὸ ἐπιθυμητικὸ μέρος αὐτῆς, δηλαδὴ νικᾶ τὰ ἄνευ λογικῆς πάθη αὐτῆς καὶ τὰ ὁδηγεῖ καὶ κυριαρχεῖ ἐπ’ αὐτῶν καὶ τότε στεφανώνεται καὶ ἀξιώνεται τὴν οὐράνια ζωὴ καὶ λαμβάνει αὐτὴ ὡς ἔπαθλο τῆς νίκης καὶ τῶν κόπων της ἀπὸ τὸν Θεὸ ποὺ τὴν ἔχει δημιουργήσει». (Ἡ λογικὴ ψυχή, ἐπὶ καλῆς προαιρέσεως ἀμετακίνητος ἑστῶσα, ὥσπερ ἵππον ἡνιοχεῖ τὸ θυμικὸν καὶ τὸ ἐπιθυμητικὸν τὰ ἀλόγιστα αὑτῆς πάθη καὶ νικῶσα καὶ ἄγχουσα καὶ περιγενομένη αὐτῶν, στεφανοῦται· καὶ τῆς ἐν οὐρανοῖς ἀξιοῦται διαίτης· ἔπαθλον τοῦτο νίκης καὶ τῶν κόπων λαμβάνουσα παρὰ τοῦ κτίσαντος αὐτὴν Θεοῦ). (ρμγ’, σ. 23).

«Ὁ ἄνθρωπος ὅταν γίνεται κακὸς καὶ ἄδικος μπορεῖ νὰ σκοτώσει. Ὁ Θεός ὅμως δὲν σταματᾶ νὰ χαρίζει ζωὴ ἀκόμη καὶ στοὺς ἀναξίους». (Ὁ ἄνθρωπος ὡς κακὸς καὶ ἄδικος ἀποκτεῖναι δύναται. Ὁ δὲ Θεὸς ζωὴν χαριζόμενος καὶ τοῖς ἀναξίοις οὐ παύεται) (ρκγ’, σ. 21).

«Ὁ νοῦς ὅλα τὰ βλέπει ἀκόμη καὶ αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν στὸν οὐρανό. Καὶ τίποτα δὲν συσκοτίζει τὸν νοῦ, παρὰ μόνον ἡ ἁμαρτία. Στὸν καθαρὸ νοῦ τίποτα δὲν εἶναι ἀκατανόητο, ὅπως ἀκριβῶς στὸν λόγο τίποτα δὲν ὑπάρχει ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ λεχθεῖ». (Ὁ νοῦς πάντα ὁρᾷ καὶ τὰ ἐν οὐρανοῖς· καὶ οὐδὲν αὐτῷ ἐπισκοτεῖ, εἰ μὴ μόνον ἡ ἁμαρτία· τῷ δὲ καθαρῷ οὐδὲν ἀκατάληπτον, ὥσπερ τῷ λόγῳ οὐδὲν ἄλεκτον) (ρστ’, σ. 19).

«Ἐὰν θέλεις γίνεσαι δοῦλος στὰ πάθη σου· καὶ ἐὰν θέλεις γίνεσαι ἐλεύθερος καὶ δὲν ὑποτάσσεσαι στὰ πάθη· γιατὶ ὁ Θεὸς σὲ ἐδημιούργησε αὐτεξούσιο. Κι αὐτὸς ποὺ νικᾶ τὰ πάθη τῆς σαρκὸς στεφανώνεται μὲ τὴν ἀφθαρσία. Γιατὶ ἐὰν δὲν ὑπῆρχαν τὰ πάθη δὲν θὰ ὑπῆρχαν καὶ οἱ ἀρετές. Οὔτε τὰ στεφάνια θὰ ἐδωρίζοντο ἀπὸ τὸν Θεὸ σὲ ὅσους ἀνθρώπους τὰ ἀξίζουν». (Ἐὰν θέλῃς, δοῦλος εἶ τῶν παθῶν· ἐὰν θέλῃς, ἐλεύθερος εἶ καὶ οὐχ ὑποκλινεῖς τοῖς πάθεσιν· ὁ γὰρ Θεὸς αὐτεξούσιόν σε ἐποίησε· καὶ ὁ νικῶν τὰ πάθη τῆς σαρκός, στεφανοῦται τῇ ἀφθαρσίᾳ· εἰ μὴ γὰρ ἦσαν τὰ πάθη, οὐκ ἂν ἦσαν αἱ ἀρεταί· οὔτε στέφανοι οἱ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τοῖς ἀξίοις τῶν ἀνθρώπων δωρούμενοι) (ξζ’, σ. 13).

«Δὲν εἶναι ἁμαρτίες ὅσα γίνονται κατὰ φύση, ἀλλὰ τὰ πονηρὰ προέρχονται ἀπὸ τὴν προαίρεσή μας. Τὸ νὰ τρώει κάποιος δὲν εἶναι ἁμαρτία, ἀλλὰ γίνεται ἁμαρτία ὅταν τρώει χωρὶς νὰ εὐχαριστεῖ τὸν Θεό, χωρὶς κοσμιότητα καὶ ἐγκράτεια». (Οὐ τὰ γινόμενα κατὰ φύσιν ἐστὶν ἁμαρτήματα, ἀλλὰ τὰ κατὰ προαίρεσιν, πονηρά· οὐδὲ τὸ ἐσθίειν ἐστὶν ἁμαρτία, ἀλλὰ τὸ μὴ εὐχαρίστως καὶ κοσμίως καὶ ἐγκρατῶς ἐσθίειν) (ξ’, σ. 12).

«Ἕνας ἄνθρωπος ἀγαθὸς καὶ σοφός εἶναι ἀδύνατο νὰ γίνει στὰ ξαφνικά, χωρὶς κόπο καὶ χρόνο. Ἀλλὰ χρειάζεται ἐπίπονος μελέτη καὶ ἀναστροφὴ καὶ πείρα καὶ χρόνο καὶ ἄσκηση καὶ ἐπιθυμία τοῦ ἀγαθοῦ ἔργου». (Ἄνδρα ἀγαθὸν καὶ σοφόν, αἰφνιδίως γενέσθαι ἀμήχανον· ἀλλὰ ἐπιπόνῳ μελέτῃ καὶ ἀναστροφῇ καὶ πείρᾳ καὶ χρόνῳ καὶ ἀσκήσει καὶ ἐπιθυμίᾳ τοῦ ἀγαθοῦ ἔργου) (μ’, σ. 9).

«Ἐλεύθερος ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς ποὺ δὲν εἶναι ὑπόδουλος στὶς ἡδονές». (Ἐλεύθερός ἐστιν, ὁ μὴ δουλεύων ταῖς ἡδοναῖς) (νστ’, σ. 11).

«Ἡ μελέτη τοῦ πλέον καλοῦ βίου καὶ ἡ ἐπιμέλεια τῆς ψυχῆς κατεργάζεται τοὺς ἐναρέτους καὶ θεοφιλεῖς ἀνθρώπους». (Ἡ μελέτη τοῦ καλλίστου βίου καὶ ἡ ἐπιμέλεια τῆς ψυχῆς, τοὺς ἀγαθοὺς καὶ θεοφιλεῖς ἄνδρας ἀπεργάζεται) (κζ’, σ. 8).

«Ἀνθρωποποιὸς πρέπει νὰ λέγεται αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ ἡμερώσει τοὺς ἀπαιδεύτους καὶ νὰ τοὺς κάνει νὰ ἀγαπήσουν τοὺς λόγους καὶ τὴν ἐκπαίδευση. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ αὐτοὶ ποὺ μεταστρέφουν τοὺς ἀκολάστους στὸν βίο τους πρὸς τὴν ἐνάρετη καὶ ὅπως ἀρέσει στὸν Θεὸ ζωή, ἀνθρωποποιοὶ πρέπει νὰ ὀνομάζονται γιατὶ ἀναπλάττουν τοὺς ἀνθρώπους». (Ἀνθρωποποιὸς ὀφείλειν λέγεσθαι, ὁ τοὺς ἀπαιδεύτους ἡμερῶσαι δυνάμενος, ἵνα λόγων καὶ παιδεύσεως ἐρασθῶσι· τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ οἱ τοὺς ἀκολάστους τὸν βίον, ἐπὶ τὴν ἐνάρετον καὶ Θεῷ ἀρέσκουσαν πολιτείαν μεταρρυθμίζοντες, ἀνθρωποποιοὶ ὀφείλουσι λέγεσθαι, ὡς τοὺς ἀνθρώπους ἀναπλάττοντες) (ια’, σ. 6).

«Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος ὅτι θὰ ἔλθει καιρὸς ὅπου οἱ ἄνθρωποι θὰ τρελλαθοῦν κι ὅταν θὰ βλέπουν κάποιον μὴ τρελλαμένο θὰ ἐπαναστατοῦν ἐναντίον του λέγοντας ὅτι ἔχεις τρελλαθεῖ, ἐπειδὴ δὲν θὰ εἶναι ὅμοιος μὲ αὐτούς» (Εἶπεν ὁ Ἀββᾶς Ἀντώνιος, ὅτι ἔρχεται καιρός, ἵνα οἱ ἄνθρωποι μανῶσι, καὶ ἐπ’ ἂν ἴδωσί τινα μὴ μαινόμενον, ἐπαναστήσονται αὐτῷ λέγοντες, ὅτι σὺ μαίνῃ, διὰ τὸ μὴ εἶναι ὅμοιον αὐτοῖς)[1].



[1] Ἀββᾶς Ἀντώνιος, κδ’ ἐν: Γεροντικόν (Ἀθῆναι: Ἀστήρ, 1970), σ. 4.