«Δὲν σὲ ἀναγνωρίζουν οἱ ἄλλοι καὶ δὲν δυσανασχετεῖς· δὲν δείχνει αὐτὸ ὅτι εἶσαι ἄριστος;»[1].
«Τὸ σέβας στοὺς γονεῖς καὶ τ’ ἀδέλφια δὲν εἶναι ἡ ρίζα τῆς τέλειας ἀνθρωπιᾶς;»[2].
«Καθημερινῶς, γιὰ τρία πράγματα ἐλέγχω τὸν ἑαυτό μου: Φροντίζοντας τὶς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων, ἤμουν ὁλόψυχα πιστός; Στὴ συναναστροφὴ μὲ τοὺς φίλους, τήρησα τὸν λόγο μου; Ὅ,τι ἔχω διδαχτεῖ, ξεδιπλώθηκε στὶς πράξεις μου;»[3].
«Περίτεχνες κουβέντες κι ἐπιτηδευμένη ὄψη σπανίως συμβαδίζουν μὲ τὴν τέλεια ἀνθρωπιά»[4].
«Ὁ τρόπος ποὺ ρωτάει ὁ Διδάσκαλος, διαφέρει ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ ρωτοῦν οἱ ἄλλοι»[5].
«Ὅσο ζεῖ ὁ πατέρας του, παρατήρησε τὶς προσδοκίες ἑνὸς ἀνθρώπου· ὅταν πεθάνει, παρατήρησε τὶς πράξεις του. Ἐὰν στὰ τρία χρόνια δὲν ἀλλάξει τὴν Ὁδὸ τοῦ πατέρα του, μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς εἶναι σεβαστικὸς γυιός»[6].
«Ὁ ἄριστος δὲν ἐπιζητεῖ τὸν κορεσμὸ στὸ φαγητό, στὴν κατοικία δὲν ἐπιζητεῖ τὴν ἄνεση»[7].
«Μὴν λυπᾶσαι ποὺ δὲν σὲ γνωρίζουν οἱ ἄλλοι· νὰ λυπᾶσαι ποὺ δὲν τοὺς γνωρίζεις ἐσύ»[8].
«Ὅποιος κυβερνᾶ μέσῳ τῆς ἀρετῆς εἶναι σὰν τὸν Πολικὸ Ἀστέρα· ἀκίνητος στὴ θέση του καὶ γύρω του πλανῶνται τ’ ἄλλα ἀστέρια»[9].
«Ἄν τὸν καθοδηγεῖς μὲ κυβερνητικὰ διατάγματα, ἄν τὸν πειθαρχεῖς μὲ ποινές, ὁ λαὸς προσπαθεῖ ἁπλῶς νὰ τ’ ἀποφύγει, δὲν αἰσθάνεται ντροπή· ἄν τὸν καθοδηγεῖς μὲ τὴν ἀρετή, ἄν τὸν πειθαρχεῖς μὲ τὶς Τελετές, ὄχι μόνο αἰσθάνεται ντροπὴ ἀλλὰ καὶ συμμορφώνεται αὐθόρμητα»[10].
«Στὶς μέρες μας λένε πὼς ὁ γυιὸς σέβεται τοὺς γονεῖς ὅταν μπορεῖ καὶ τοὺς τρέφει. Τρέφεις ἐπίσης τὰ σκυλιὰ καὶ τ’ ἄλογά σου. Ἄν λείψει ὁ σεβασμός, ποῦ βρίσκεται ἡ διαφορά;»[11].
«Ὅποιος ξεθάβει τὸ παλιὸ γιὰ νὰ γνωρίσει τὸ καινούργιο, μπορεῖ νὰ διδάξει»[12].
«Ὁ ἄριστος κοιτάει τὸ σύνολο καὶ ὄχι τὸ ἐπιμέρους, ὁ μικρὸς ἄνθρωπος κοιτάει τὸ ἐπιμέρους καὶ ὄχι τὸ σύνολο»[13].
«Νὰ μελετᾶς χωρὶς νὰ σκέφτεσαι, δὲν ὁδηγεῖ πουθενά· νὰ σκέφτεσαι χωρὶς νὰ μελετᾶς, εἶναι ἐπικίνδυνο»[14].
«Θὰ σοῦ διδάξω τί εἶναι ἡ γνώση: Νὰ ξέρεις πὼς ξέρεις ὅ,τι ξέρεις καὶ πὼς δὲν ξέρεις, ὅ,τι δὲν ξέρεις, αὐτὸ εἶναι ἡ γνώση»[15].
«Ὁ Τσὶ Κὰγκ Τσὶ ρώτησε: Πῶς γίνεται νὰ καταφέρω τὸν λαὸ νὰ μὲ σέβεται, νὰ μοῦ εἶναι ὁλόψυχα πιστός, νὰ ἐπιδεικνύει ζῆλο; Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Ἄν τὸν προσεγγίζεις μὲ ἀξιοπρέπεια, σὲ σέβεται· ἄν εἶσαι σεβαστικὸς στοὺς γονεῖς κι εὐσπλαχνικὸς στοὺς ἄλλους, σοῦ εἶναι ὁλόψυχα πιστός· ἄν ἐξυψώνεις τοὺς ἱκανοὺς καὶ διδάσκεις ὅσους ὑστεροῦν, ἐπιδεικνύει ζῆλο»[16].
«νὰ βλέπεις τὸ δίκαιο καὶ νὰ μὴν κάνεις τίποτα, εἶναι δειλία»[17].
«Θυσίαζε, λὲς καὶ ἦταν παρόντες· θυσίαζε στοὺς θεούς, λὲς καὶ οἱ θεοὶ ἦταν παρόντες. Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Ἂν δὲν μετέχω ὁλόψυχα στὴ θυσία εἶναι σὰν νὰ μὴν τὴν προσφέρω»[18].
«Ὅσα ἔχουν τελειώσει, δὲν τὰ συζητᾶμε· ὅσα ἀκολουθοῦν τὸν δρόμο τους, δὲν τὰ ἐπικρίνουμε· ὅσα ἀνήκουν στὸ παρελθόν, δὲν τὰ κακολογοῦμε»[19].
«Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Δίχως τέλεια ἀνθρωπιὰ δὲν μπορεῖς ν’ ἀντέξεις γιὰ καιρὸ τὴ στέρηση, δὲν μπορεῖς ν’ ἀντέξεις γιὰ πολὺ τὴν εὐχαρίστηση. Ὁ τέλειος ἄνθρωπος ἀντλεῖ γαλήνη ἀπὸ τὴν τέλεια ἀνθρωπιά, ὁ σοφὸς ἐπωφελεῖται ἀπὸ τὴν τέλεια ἀνθρωπιά»[20].
«Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Τὴν αὐγὴ ἄκουσες κι ἔμαθες γιὰ τὴν Ὁδό; τὸ βράδυ μπορεῖς νὰ πεθάνεις ἥσυχος»[21].
«Ἐνεργεῖς μόνο γιὰ τὸ συμφέρον σου; θὰ σκοντάψεις στὸ μίσος»[22].
«Μὴν στενοχωριέσαι ποὺ δὲν ἔχεις ἀξίωμα· φρόντιζε νὰ εἶσαι ἱκανὸς γιὰ ἀξίωμα. Μὴν στενοχωριέσαι ποὺ δὲν σὲ ἀναγνωρίζουν οἱ ἄλλοι· φρόντιζε νά ‘σαι ἄξιος νὰ σὲ ἀναγνωρίσουν»[23].
«Ὁ ἄριστος κατανοεῖ ὅ,τι εἶναι δίκαιο, ὁ μικρὸς ἄνθρωπος κατανοεῖ ὅ,τι εἶναι ἐπωφελές»[24].
«Βλέποντας ἕναν ἄξιο, σκέψου πῶς θὰ τοῦ μοιάσεις· βλέποντας ἕναν ἀνάξιο, κοίταξε μέσα σου»[25].
«Ὅταν ὑπηρετεῖς τοὺς γονεῖς σου νὰ εἶσαι ἁπαλὸς στὶς ἐπιπλήξεις. Ἂς βλέπεις πὼς δὲν ἀκολουθοῦν τὶς ὑποδείξεις σου, παράμενε σεβαστικός, μὴν τοὺς ἀντιμιλᾶς. Ἂς σὲ κουράζουν, μὴν δυσανασχετεῖς»[26].
«Οἱ Παλαιοὶ δὲν ἄφηναν εὔκολα τὰ λόγια τους νὰ βγοῦν πρὸς τὰ ἔξω· ἔνοιωθαν ντροπὴ ἂν δὲν κατάφερναν νὰ τὰ τηρήσουν»[27].
«Ὅταν ὑπηρετεῖς τὸν ἡγεμόνα, οἱ πολλὲς ἐπικρίσεις ὁδηγοῦν στὴν δυσμένεια. Στὴ συναναστροφὴ μὲ τοὺς φίλους σου οἱ πολλὲς ἐπικρίσεις ὁδηγοῦν στὴν ἀποξένωση»[28].
«Ὅσοι ἔχουν τὴ γλώσσα εὔκολη, συχνὰ σκοντάφτουν στὸ μίσος τῶν ἄλλων»[29].
«Στὴν ἀρχή, ἄκουγα τὰ λόγια τῶν ἀνθρώπων καὶ πίστευα ὅτι θὰ γίνουν πράξεις· τώρα ἀκούω τὰ λόγια τῶν ἀνθρώπων, κοιτάζω ὅμως τὶς πράξεις τους»[30].
«Ὅ,τι δὲν ἐπιθυμῶ νὰ ἐπιβάλλουν σὲ μένα οἱ ἄλλοι, δὲν ἐπιθυμῶ ἐπίσης νὰ τὸ ἐπιβάλλω ἐγὼ στοὺς ἄλλους»[31].
«Δὲν ἔχω δεῖ κανέναν ποὺ νὰ εἶναι ἱκανός, ὅταν δεῖ τὰ σφάλματά του, νὰ δικάσει μέσα του τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό»[32].
«Τί ἀξιοθαύμαστος ἦταν ἀλήθεια ὁ Χούι! Μιὰ μπουκιὰ ρύζι, μιὰ κούπα νερό, σὲ ἕνα ἄθλιο δρομάκι. Ἄλλοι δὲν θὰ τὴν ἄντεχαν τέτοια ἀθλιότητα, ὁ Χούι ὅμως δὲν τ’ ἄφηνε αὐτὰ νὰ τοῦ χαλάσουν τὸ κέφι. Τί ἀξιοθαύμαστος ἦταν ἀλήθεια ὁ Χούι!»[33].
«Εἶπε ὁ Ζὰν Τζιό: Ὄχι πὼς δὲν μοῦ ἀρέσει ἡ Ὁδὸς τοῦ Διδασκάλου, | οἱ δυνάμεις μου δὲν φτάνουν γιὰ νὰ τὴν ἀκολουθήσω. Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Ἂν οἱ δυνάμεις σου δὲν φτάνουν, ἐγκαταλείπεις στὰ μισὰ τοῦ δρόμου· ἐσὺ ὅμως χαράζεις τὸ ὅριο ἀπὸ τώρα»[34].
«Ὁ τέλειος ἄνθρωπος θέλοντας νὰ στεριώσει ὁ ἴδιος, στεριώνει μαζὶ καὶ τοὺς ἄλλους· θέλοντας νὰ φτάσει ὁ ἴδιος, ἐπιτρέπει καὶ τοὺς ἄλλους νὰ φτάσουν. Νὰ μπορεῖς νὰ προσφέρεις ὡς ὑπόδειγμα τὸν ἑαυτό σου, αὐτὸ μποροῦμε πράγματι νὰ ποῦμε πὼς ὁδηγεῖ στὴν τέλεια ἀνθρωπιά»[35].
«Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Συσσωρεύω σιωπηλὰ τὴ γνώση· μελετῶ χωρὶς νὰ νοιώθω κορεσμό· διδάσκω τοὺς ἀνθρώπους χωρὶς νὰ βαρυγκομῶ· τί ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ἔχω καταφέρει;»[36].
«Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Ὅποιος δὲν φλέγεται ἀπ’ τὸν ζῆλο, δὲν τὸν φωτίζω· ὅποιος δὲν πάσχει νὰ ἐκραστεῖ, δὲν τὸν κατατοπίζω. Ἂν σὲ κάποιον ἀποκαλύψω τὴ μία γωνία καὶ δὲν μοῦ ἐπιστρέψει μὲ τὶς ἄλλες τρεῖς, δὲν τοῦ ἐπαναλαμβάνω τὸ μάθημα»[37].
«Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: ‘Παλεύει ἄοπλος μὲ τὴν τίγρη, περνάει χωρὶς πλεούμενο τὸν Ποταμὸ καὶ δὲν λυπᾶται ἂν θὰ πεθάνει’· αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο δὲν τὸν θέλω πλάι μου. Ἂν χρειαστεῖ θὰ πάρω κάποιον ποὺ στέκει ἐμπρὸς στὰ πράγματα μὲ τὸν φόβο ποὺ τοὺς πρέπει, κάποιον ποὺ τοῦ ἀρέσει νὰ πετυχαίνει μὲ τὴ στρατηγική»[38].
«Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Λιτὸ φαγητό, σκέτο νερό, τὸ διπλωμένο μπράτσο μου γιὰ μαξιλάρι· μπορῶ καὶ χαίρομαι μ’ αὐτά. Τὰ πλούτη κι οἱ τιμὲς ποὺ ἀποκτήθηκαν μὲ ἀδικία, εἶναι γιὰ μένα σύννεφα ποὺ ἔρχονται καὶ φεύγουν»[39].
«Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Ἂν τρεῖς ἄνθρωποι βαδίζουμε μαζί, κάποιος ἀνάμεσά τους γίνεται δάσκαλός μου: ἐπιλέγω τὰ προτερήματα τοῦ ἑνὸς καὶ τὰ ἀκολουθῶ, τὰ σφάλματα τοῦ ἄλλου καὶ τὰ ἀποφεύγω»[40].
«Ὅτι εἶμαι Πανάγιος Σοφὸς ἢ ἄριστος, πῶς νὰ τολμήσω νὰ τὸ ἰσχυριστῶ; Ὅτι ἐργάζομαι ἀκατάπαυστα γι’ αὐτὸ κι ὅτι διδάσκω τοὺς ἄλλους χωρὶς νὰ βαρυγκομῶ, αὐτὸ μπορῶ νὰ τὸ πῶ»[41].
«Ὁ Διδάσκαλος ἦταν μειλίχιος ἀλλὰ αὐστηρός· ἐπιβλητικὸς ἀλλ’ ὄχι ἀγριωπός· σεβάσμιος ἀλλὰ γαλήνιος»[42].
«Ὅταν πεθαίνει ἕνα πουλί, λυπητερὸ εἶναι τὸ κελάδημά του· ὅταν πεθαίνει ἕνας ἄνθρωπος, γεμάτα καλοσύνη εἶναι τὰ λόγια του»[43].
«Εἶπε ὁ Διδάσκαλος Τσέγκ: Ἱκανὸς κι ὡστόσο ρωτᾶ τοὺς ἀνίκανους· ξέρει πολλὰ κι ὡστόσο ρωτᾶ ὅσους ξέρουν λίγα· ἔχει καὶ μοιάζει| νὰ μὴν ἔχει· πλήρης καὶ μοιάζει νὰ εἶναι κενός· τὸν προσβάλλουν καὶ δὲν δίνει σημασία: Παλιὰ εἶχα ἕναν φίλο ποὺ τὰ τήρησε ὅλα αὐτά»[44].
«Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Δὲν κατέχεις ἕνα ἀξίωμα; Μὴν σχεδιάζεις τὴν πολιτική του»[45].
«Ὁ Διδάσκαλος εἶχε ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τέσσερα πράγματα: δὲν θεωροῦσε τίποτα αὐτονόητο, τίποτα ἀπόλυτο· δὲν ἔδειχνε καθόλου ἀδιαλλαξία, καθόλου ἐγωισμό»[46].
«Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Εἶμαι στ’ ἀλήθεια σοφός; Ὄχι, δὲν εἶμαι. Ὅταν ὅμως οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι μ’ ἐρωτοῦν κάτι, ὅσο κενὸ κι ἂν μοιάζει, τὸ ἐξετάζω προσεχτικὰ καὶ ἀπὸ τὶς δυό του ἄκρες καὶ τὸ ἐξαντλῶ»[47].
«Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Ἔξω, ὑπηρέτησα τοὺς ἀνωτέρους μου· στὸ σπίτι, ὑπηρέτησα τοὺς γονεῖς καὶ τὰ μεγάλα ἀδέλφια μου· στὰ θέματα τοῦ πένθους δὲν τόλμησα ποτὲ νὰ μὴν βάλω τὰ δυνατά μου· ποτὲ δὲν ὑποτάχθηκα στὸ οἰνόπνευμα· γι’ αὐτὰ τί δυσκολίες νὰ εἶχα;»[48].
«Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Δὲν συνάντησα ποτέ μου ἄνθρωπο ποὺ ν’ ἀγαπάει τὴν ἀρετὴ ὅσο ἀγαπάει τὶς ὄμορφες γυναῖκες»[49].
«Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Τοὺς νέους πρέπει νὰ τοὺς σεβόμαστε· πῶς μπορεῖς νὰ ξέρεις ὅτι τὸ μέλλον τους δὲν θὰ εἶναι τὸ παρόν μας; Ἂν | ὅμως στὰ σαράντα ἢ στὰ πενήντα τους δὲν ἔχουν ἀκουστεῖ, βεβαίως δὲν χρειάζεται νὰ τοὺς σεβόμαστε»[50].
«Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Πάνω ἀπ’ ὅλα ὁλόψυχα εὐπειθὴς καὶ τηρεῖ τὸν λόγο του. Δὲν ἐπιδιώκει φιλία μὲ ὅσους δὲν εἶναι ὅμοιοί του. Ἂν διαπράξει σφάλμα, δὲν δειλιάζει, τὸ ἐπανορθώνει»[51].
«Μπορεῖς ν’ ἀφαιρέσεις ἀπὸ τὰ Τρία Σώματα Στρατοῦ τὸν διοικητή τους· δὲν μπορεῖς ὅμως ν’ ἀφαιρέσεις κι ἀπὸ τὸν πιὸ ἁπλὸ ἄνθρωπο τὶς προσδοκίες του»[52].
«Μόνο σὰν φτάσουν τὰ μεγάλα κρύα, ξέρουμε πὼς ὁ κέδρος καὶ τὸ κυπαρίσσι εἶναι τὰ τελευταῖα δέντρα ποὺ φυλλορροῦν»[53].
«Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Ὁ σοφὸς δὲν ἀμφιβάλλει· ὁ τέλειος ἄνθρωπος δὲν ἀνησυχεῖ· ὁ γενναῖος δὲν φοβᾶται»[54].
«Ὁ Κομφούκιος στὸ σπίτι καὶ στὸ χωριό του ἦταν ἁπλός, διστακτικός· σὰν νὰ μὴν μποροῦσε νὰ μιλήσει. Στὸν ναὸ τῶν Προγόνων καὶ στὴν Αὐλὴ μιλοῦσε μὲ ἄνεση, πρόσεχε ὅμως πολὺ τὰ λόγια του»[55].
«Στὴν Αὐλή, ὅταν μιλοῦσε στοὺς κατώτερους ἀξιωματούχους ἦταν ἐγκάρδιος, εὐθύς· ὅταν μιλοῦσε στοὺς ἀνώτερους ἀξιωματούχους, τυπικὸς καὶ συγκρατημένος. Παρουσίᾳ τοῦ πρίγκηπα, σεβαστικὰ ἀνήσυχος ἀλλὰ κι ἀτάραχος»[56].
«Ἂν ἡ ψάθα δὲν εἶναι σωστὰ τοποθετημένη, δὲν κάθεται»[57].
«Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Ὁ Χούι δὲν μὲ βοηθάει καθόλου· ὅ,τι καὶ ἂν λέω, τὸν εὐχαριστεῖ»[58].
«Ὁ Τζὶ Λοὺ ρώτησε πῶς νὰ ὑπηρετεῖ κανεὶς τοὺς θεοὺς καὶ τὰ πνεύματα. Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Δὲν μπορεῖς νὰ ὑπηρετεῖς τοὺς ἀνθρώπους· πῶς νὰ μπορέσεις νὰ ὑπηρετήσεις τὰ πνεύματα; Τόλμησε νὰ ρωτήσει καὶ γιὰ τὸν θάνατο. Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Δὲν ξέρεις τί εἶναι ἡ ζωή· πῶς νὰ ξέρεις τί εἶναι ὁ θάνατος;»[59].
«Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Ὁ Τσιοὺ καθυστερεῖ πολύ, ὀφείλω λοιπὸν νὰ τὸν παρακινήσω· ὁ Γιὸ ἔχει ἐνέργεια γιὰ δύο, γι’ αὐτὸ ὀφείλων νὰ τὸν συγκρατήσω»[60].
«Ὁ Γιὰν Γιουὰν ρώτησε τί εἶναι ἡ τέλεια ἀνθρωπιά. Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Νὰ καθυποτάσσεις τὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ ἐπανέρχεσαι στὶς Τελετές, αὐτὸ εἶναι ἡ τέλεια ἀνθρωπιά. Ἐὰν ἔστω καὶ μιὰ μέρα καθυποτάξεις τὸν ἑαυτό σου κι ἐπανέλθεις στὶς Τελετές, ὁλόκληρο τὸ βασίλειο ἐπιστρέφει στὴν τέλεια ἀνθρωπιά. Ἡ τέλεια ἀνθρωπιὰ πηγάζει ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου, μπορεῖ ποτὲ νὰ πηγάζει ἀπὸ τοὺς ἄλλους;»[61].
«Ὁ Τσὸγκ Κὸγκ ρώτησε τί εἶναι ἡ τέλεια ἀνθρωπιά. Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι ἐνεργεῖς σὰν νά ‘σαι ἐμπρὸς σ’ ἐπίσημους προσκεκλημένους· ἀπασχολεῖς τὸν λαό σου σὰν νὰ τελεῖς τὴ μεγάλη θυσία. Ὅ,τι δὲν ἐπιθυμεῖς ἐσύ, δὲν τὸ ἐπιβάλλεις στοὺς ἄλλους. Καμμία δυσαρέσκεια τότε στὴ χώρα, καμμία δυσαρέσκεια στὸ σπίτι»[62].
«Ὁ ἄριστος εἶναι σεβαστικὸς καὶ ἄμεμπτος στὴ διαγωγή του, φέρεται εὐγενικὰ στοὺς ἄλλους καὶ τηρεῖ στὶς Τελετές· ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου εἶναι ἀδέλφια του. Πῶς μπορεῖ ὁ ἄριστος νὰ λυπᾶται ποὺ δὲν ἔχει ἀδέλφια;»[63].
«Χωρὶς τὸ τρί|χωμά του, τὸ τομάρι τίγρης ἢ λεοπάρδαλης μοιάζει μὲ τομάρι σκύλου ἢ προβάτου»[64].
«Ὁ Δούκας Ἄι ρώτησε τὸν Γιὸ Ζουό: Χρονιὰ λιμοῦ· τὰ ἔσοδα δὲν φτάνουν· τί νὰ κάνω; Ὁ Γιὸ Ζουὸ τοῦ εἶπε: Γιατί ὄχι τὴ δεκάτη; Εἶπε ὁ Δούκας: Δύο δεκάτες καὶ δὲν μοῦ φτάνουν, πῶς νὰ μοῦ φτάσει ἡ μία; Ὁ Γιὸ Ζουὸ τοῦ εἶπε: Ἂν φτάνουν γιὰ ὅλο τὸν λαό, πῶς γίνεται καὶ δὲν φτάνουν γιὰ τὸν πρίγκηπα; Ἂν δὲν φτάνουν γιὰ ὅλο τὸν λαό, πῶς γίνεται καὶ φτάνουν γιὰ τὸν πρίγκηπα;»[65].
«Ὁ Δούκας Τσὶγκ τοῦ Τσὶ ρώτησε τὸν Κομφούκιο γιὰ τὴν ὀρθὴ κυβέρνηση. Ὁ Κομφούκιος τοῦ εἶπε: Ὁ πρίγκηπας· ὁ ὑπουργός, ὑπουργός· ὁ πατέρας, πατέρας καὶ ὁ γυιός, γυιός»[66].
«Ποτὲ δὲν ἄφηνε τὴν ὑπόσχεσή του νὰ ξενυχτήσει»[67].
«Ὁ ἄριστος προάγει τὶς καλὲς πλευρὲς τῶν ἀνθρώπων, δὲν προάγει τὶς ἄσχημες πλευρές τους. Ὁ μικρὸς ἄνθρωπος πράττει τὸ ἀντίθετο»[68].
«Ὁ Τσὶ Κὰγκ Τσὶ ἀνησυχοῦσε γιὰ τοὺς πολλοὺς κλέφτες· ρώτησε τὸν Κομφούκιο. Ὁ Κομφούκιος τοῦ ἀπάντησε: Ἂν ἐσεῖς δὲν ἤσασταν τόσο ἄπληστος, κι ἂν τοὺς πληρώνατε, δὲν θά ‘κλεβαν»[69].
«Ὁ Τσὶ Κὰγκ Τσὶ ρώτησε τὸν Κομφούκιο γιὰ τὴν ὀρθὴ κυβέρνηση· εἶπε: Ἂν σκότωνα ὅσους δὲν ἀκολουθοῦν, τί θὰ λέγατε; Ὁ Κομφούκιος τοῦ ἀπάντησε: Γιὰ νὰ κυβερνήσετε ὀρθῶς, χρειάζονται φόνοι; Ἂν οἱ ἐπιθυμίες σας εἶναι ἐνάρετες, ὁ λαός σας εἶναι ἐνάρετος. Ἡ ἀρετὴ τοῦ πρίγκηπα εἶναι σὰν τὸν ἄνεμο· ἡ ἀρετὴ τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων σὰν τὸ χορτάρι· ὅταν φυσάει ὁ ἄνεμος, τὸ χορτάρι σκύβει»[70].
«Πρῶτα κοιτᾶς τὸ καθῆκον κι ὕστερα τὴν ἀνταμοιβή· δὲν προάγεται ἔτσι ἡ ἀρετή; Παλεύεις τὰ δικά σου ἐλαττώματα κι ὄχι τὰ ἐλαττώματα τῶν ἄλλων· δὲν ἐξαλείφεται ἔτσι ἡ ἀδικία;»[71].
«Ρώτησε γιὰ τὴν ὀρθὴ κυβέρνηση. Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Ἐσὺ τὸ παράδειγμα στοὺς ὑφισταμένούς σου· νὰ συγχωρεῖς τὰ μικροσφάλματα· νὰ προωθεῖς τοὺς ἱκανούς»[72].
«Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Ξέρεις ἀπ’ ἔξω τὰ τριακόσια Ποιήματα. Ἂν σοῦ ἀναθέσουν ὅμως κυβερνητικὸ ἀξίωμα καὶ δὲν ξέρεις νὰ χειρίζεσαι τὰ θέματα, ἂν σὲ στείλουν ἀποστολὴ στὰ πέρατα τοῦ κόσμου δὲν μπορεῖς νὰ δίνεις τὶς δικές σου ἀπαντήσεις, τί σοῦ χρησιμεύουν τὰ πολλὰ ποὺ ξέρεις;»[73].
«Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Εἶναι ὁ χαρακτήρας του ὀρθός; Ὅλα βαίνουν καλῶς χωρὶς νὰ δίνει διαταγές. Δὲν εἶναι ὁ χαρακτήρας του ὀρθός; Ὅσες διαταγὲς κι ἂν δίνει, κανεὶς δὲν τὶς ἀκολουθεῖ»[74].
«Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Ἀκόμη καὶ μὲ Σοφὸ Βασιλιά, θὰ χρειαστεῖ μία ὁλόκληρη γενιά, γιὰ νὰ ἐπικρατήσει ἡ τέλεια ἀνθρωπιά»[75].
«Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Ἂν διορθώνει τὸν ἑαυτό του, τί δυσκολίες νά ‘χει ὅταν θά ‘ναι στὴν κυβέρνηση; Ἂν δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ διορθώσει τὸν ἑαυτό του, πῶς νὰ διορθώσει τοὺς ἄλλους;»[76].
«Ρώτησε γιὰ τὴν ὀρθὴ κυβέρνηση. Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Μὴν βιάζεσαι· μὴν ἀποβλέπεις στὰ μικρὰ ὀφέλη. Ἂν βιάζεσαι, δὲν πετυχαίνεις τὸν στόχο σου· ἂν ἀποβλέπεις στὰ μικρὰ ὀφέλη, δὲν θὰ τὰ καταφέρεις στὶς μεγάλες ὑποθέσεις»[77].
«Ὁ Φὰν Τσὶ ρώτησε τί εἶναι ἡ τέλεια ἀνθρωπιά. Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Στὸ σπίτι, σοβαρός· στὶς δημόσιες ὑποθέσεις, σεβαστικός· μὲ τοὺς ἄλλους, ὁλόψυχα πιστός. Ἀκόμη κι ἂν ζεῖς στοὺς βάρβαρους Γὶ καὶ Τί, αὐτὰ δὲν γίνεται νὰ τ’ ἀθετήσεις»[78].
«Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Ὁ ἄριστος ἐπιδιώκει τὴν ἁρμονία καὶ ὄχι τὴν ταύτιση. Ὁ μικρὸς ἄνθρωπος ἐπιδιώκει τὴν ταύτιση καὶ ὄχι τὴν ἁρμονία»[79].
«Ὁ Τσὶ Κὸγκ ρώτησε: Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς χώρας τὸν ἀγαποῦν· τί πιστεύετε γι’ αὐτόν; Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Δὲν ἀρκεῖ. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς χώρας τὸν μισοῦν· τί πιστεύετε γι’ αὐτόν; Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Δὲν ἀρκεῖ. Καλύτερα νὰ τὸν ἀγαποῦν μόνο οἱ καλοὶ ἄνθρωποι τῆς χώρας καὶ οἱ κακοὶ νὰ τὸν μισοῦν»[80].
«Ἀπ’ ὅσους τὸν ὑπηρετοῦν ἀπαιτεῖ μόνο ὅ,τι εἶναι ἱκανοὶ νὰ προσφέρουν»[81].
«Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Ὁ ἄριστος εἶναι ὑψηλόφρων, ὄχι ὅμως ὑπερόπτης· ὁ μικρὸς ἄνθρωπος εἶναι ὑπερόπτης, ὄχι ὅμως ὑψηλόφρων»[82].
«Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Ἀτάραχος, ἀποφασιστικός, ἁπλός, ἀργὸς στὴν ὁμιλία: πολὺ κοντὰ στὴν τέλεια ἀνθρωπιά»[83].
«Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Ἂν τὰ λόγια σου σὲ ξεπερνοῦν, δύσκολο νὰ γίνουν ἔργα»[84].
«Ὁ Τσὶ Λοὺ ρώτησε πῶς ὑπηρετεῖς τὸν ἡγεμόνα· εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Μὴν τὸν ἐξαπατήσεις κι ἂς συγκρουστεῖς γι’ αὐτὸ μαζί του»[85].
«Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Παλιὰ οἱ ἄνθρωποι μελετοῦσαν γιὰ νὰ βελτιώσουν τὸν ἑαυτό τους· σήμερα μελετοῦν γιὰ νὰ ἐντυπωσιάσουν τοὺς ἄλλους»[86].
«Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Δὲν κατέχεις ἕνα ἀξίωμα: Μὴν σχεδιάζεις τὴν πολιτική του»[87].
«Ὁ ἄριστος οὔτε στὴ σκέψη του δὲν ξεφεύγει ἀπὸ τὴ θέση ποὺ κατέχει»[88].
«Ὁ Τσὶ Κὸγκ ἐπέκρινε τοὺς ἄλλους· εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Τόσο ἄξιος ἔχει γίνει πιὰ ὁ Τσί; Ὅσο γιὰ μένα, δὲν μοῦ μένει χρόνος γι’ αὐτό»[89].
«Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Μὴν λυπᾶσαι ποὺ δὲν σὲ ἀναγνωρίζουν οἱ ἄλλοι· νὰ λυπᾶσαι μόνο γιὰ τὶς ἀδυναμίες σου»[90].
«Ἕνας ἀνήλικος ἀπ’ τὸ χωριὸ Τσουὲ πήγαινε τὰ μηνύματα στὸν Κομφούκιο· κάποιος ρώτησε γι’ αὐτόν: Προοδεύει καθόλου; Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Τὸν βλέπω νὰ στρογγυλοκάθεται σὲ κάθισμα· τὸν βλέπω νὰ βαδίζει πλάι στοὺς μεγάλους. Δὲν ἐνδιαφέρεται νὰ προοδεύσει· θέλει ἁπλῶς νὰ μεγαλώσει γρήγορα»[91].
«Ὁ ἄριστος τὴ φτώχεια τὴν ἀντέχει· ὁ μικρὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ φτώχεια παρασύρεται ὁλοσχερῶς»[92].
«Ὅταν ἡ χώρα ἀκολουθοῦσε τὴν Ὁδό, δέχονταν ν’ ἀναλάβει ἀξίωμα· ὅταν ἡ χώρα δὲν ἀκολουθοῦσε τὴν Ὁδό, τύλιγε τὰ προσόντα του καὶ τά ‘κρυβε στὸν κόρφο»[93].
«Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Ἂν σὲ κάποιον ἀξίζει νὰ μιλήσεις καὶ δὲν τοῦ μιλήσεις, χάνεις τὸν ἄνθρωπο· ἂν σὲ κάποιον δὲν ἀξίζει νὰ μιλήσεις καὶ τοῦ μιλήσεις, χάνεις τὰ λόγια σου. Ὁ σοφὸς δὲν χάνει τὸν ἄνθρωπο καὶ βεβαίως δὲν χάνει τὰ λόγια του»[94].
«Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Ὅποιος δὲν σκέφεται τὰ μακρινά, σκοντάφτει ὁπωσδήποτε σὲ κοντινὲς σκοτοῦρες»[95].
«Ὁ ἄριστος θλίβεται γιὰ τὴν ἀνικανότητά του· δὲν θλίβεται ποὺ δὲν τὸν ἀναγνωρίζουν οἱ ἄλλοι»[96].
«Ὅ,τι ἀναζητεῖ ὁ ἄριστος στὸν ἑαυτό του, ὁ μικρὸς ἄνθρωπος τὸ ἀναζητεῖ στοὺς ἄλλους»[97].
«Ὅ,τι δὲν ἐπιθυμεῖς γιὰ τὸν ἑαυτό σου, μὴν τὸ ἐπιβάλεις στοὺς ἄλλους»[98].
«Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Οἱ πολλοὶ μισοῦν κάποιον; Πρέπει νὰ ἐξετάσουμε καλὰ τοὺς λόγους. Οἱ πολλοὶ λατρεύουν κάποιον; Πρέπει νὰ ἐξετάσουμε καλὰ τοὺς λόγους»[99].
«Εἶπε ὁ Διδάσκαλος: Ὁ ἄριστος δὲν ξεχωρίζει γιὰ τὶς γνώσεις του στὰ μικρὰ ζητήματα, μπορεῖ ὅμως ν’ ἀναλάβει μεγάλα ἐγχειρήματα· ὁ μικρὸς ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ἀναλάβει μεγάλα ἐγχειρήματα, ξεχωρίζει ὅμως γιὰ τὶς γνώσεις του στὰ μικρὰ ζητήματα»[100].
«Γιὰ πράξεις τέλειας ἀνθρωπιᾶς μὴν ὑποχωρεῖς οὔτε στὸν διδάσκαλό σου»[101].
«Ὁ ἄριστος εἶναι σταθερὸς γιατὶ ἔχει ἀρχές, ὄχι γιατὶ ἔχει πεῖσμα»[102].
«Ὁ ἄριστος ἀπὸ τρία πράγματα φυλάγεται: Ὅταν εἶναι ἀκόμη νέος καὶ τὸ αἷμα του βράζει, φυλάγεται ἀπὸ τὴ σαρκικὴ ἡδονή. Ὅταν φτάσει στὴν ἀκμή του καὶ τὸ αἷμα του ἔχει πήξει, φυλάγεται ἀπὸ τὴ φιλονικία. Ὅταν φτάσει στὰ γηρατειὰ καὶ τὸ αἷμα του ἔχει ἐξασθενήσει, φυλάγεται ἀπὸ τὴ λαιμαργία»[103].
«Ὁ Δούκας Τσὶν τοῦ Τσὶ εἶχε χίλια τέθριππα· ὅταν ὅμως πέθανε, ὁ λαὸς δὲν βρῆκε οὔτε μία ἀρετή του νὰ ἐξυμνήσει. Ὁ Πὸ Γὶ καὶ ὁ Σοὺ Τσὶ πέθαναν ἀπ’ τὴν πείνα στοὺς πρόποδες τοῦ Σόου Γιάν· ὁ λαὸς ὅμως τοὺς ἐξυμνεῖ ὣς τὶς μέρες μας»[104].
«Τὴ σύζυγο τοῦ πρίγκηπα μιᾶς χώρας, ὁ ἴδιος ὁ πρίγκηπας τὴν ἀποκαλεῖ ‘ἡ Δέσποινά μου’. Ἡ ἴδια ἀποκαλεῖ τὸν ἑαυτό της, ‘ἡ Μικρή σου Δούλα’»[105].
«Ἐκ φύσεως οἱ ἄνθρωποι εἶναι κοντὰ ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο· τὰ ἤθη τοὺς ἀπομακρύνουν»[106].
«Μόνο οἱ πιὸ σοφοὶ καὶ οἱ πιὸ ἠλίθιοι δὲν ἀλλάζουν γνώμη»[107].
«Οἱ χυδαῖοι ἄνθρωποι! Μπορεῖς μ’ αὐτοὺς νὰ ὑπηρετεῖς μαζὶ τὸν ἄρχοντά σου; Ὅσο δὲν ἔχουν ἀξίωμα, τοὺς βασανίζει ἡ ἐπιθυμία ν’ ἀποκτήσουν· ἀπ’ τὴ στιγμὴ ποὺ τ’ ἀποκτήσουν, τοὺς βασανίζει ὁ φόβος μὴν τὸ χάσουν. Καὶ γιὰ νὰ μὴν τὸ χάσουν, ἕως ποῦ δὲν εἶναι ἕτοιμοι νὰ φτάσουν!»[108].
«Περίτεχνες κουβέντες κι ἐπιτηδευμένη ὄψη, σπανίως συμβαδίζουν μὲ τὴν τέλεια ἀνθρωπιά»[109].
[1] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 1.1 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 133.
[2] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 1.2 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 133.
[3] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 1.4 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 133.
[4] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 1.3 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 133.
[5] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 1.10 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 134.
[6] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 1.11 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 134.
[7] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 1.14 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 135.
[8] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 1.16 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 135.
[9] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 2.1 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 136.
[10] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 2.3 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 136.
[11] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 2.7 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 136-137.
[12] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 2.11 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 137.
[13] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 2.14 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 137.
[14] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 2.15 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 137.
[15] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 2.17 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 137.
[16] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 2.20 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 138.
[17] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 2.24 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 139.
[18] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 3.12 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 141.
[19] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 3.21 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 142.
[20] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 4.2 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 144.
[21] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 4.8 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 145.
[22] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 4.12 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 145.
[23] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 4.14 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 145.
[24] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 4.16 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 146.
[25] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 4.17 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 146.
[26] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 4.18 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 146.
[27] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 4.22 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 146.
[28] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 4.26 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 146.
[29] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 5.5 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 147.
[30] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 5.10 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 148.
[31] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 5.12 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 148.
[32] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 5.27 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 151.
[33] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 6.11 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 153.
[34] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 6.12 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 153-154.
[35] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 6.30 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 156.
[36] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 7.1 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 157.
[37] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 7.8 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 157.
[38] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 7.10 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 158.
[39] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 7.15 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 158.
[40] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 7.21 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 159.
[41] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 7.33 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 161.
[42] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 7.37 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 161.
[43] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 8.4 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 162.
[44] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 8.5 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 162-163.
[45] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 8.14 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 164.
[46] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 9.4 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 166.
[47] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 9.8 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 167.
[48] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 9.16 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 168.
[49] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 9.18 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 168.
[50] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 9.23 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 168-169.
[51] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 9.25 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 169.
[52] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 9.26 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 169.
[53] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 9.28 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 169.
[54] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 9.29 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 169.
[55] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 10.1 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 171.
[56] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 10.2 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 171.
[57] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 10.9 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 173.
[58] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 11.4 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 175.
[59] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 8.14 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 176.
[60] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 11.22 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 178.
[61] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 12.1 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 181.
[62] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 12.2 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 181.
[63] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 12.5 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 182.
[64] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 12.8 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 182-183.
[65] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 12.9 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 183.
[66] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 12.11 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 183.
[67] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 12.12 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 183.
[68] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 12.16 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 184.
[69] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 12.18 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 184.
[70] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 12.19 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 184.
[71] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 12.21 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 185.
[72] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 13.2 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 186.
[73] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 13.5 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 187.
[74] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 13.6 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 187.
[75] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 13.12 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 188.
[76] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 13.13 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 188.
[77] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 13.17 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 189.
[78] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 13.19 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 189.
[79] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 13.23 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 190.
[80] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 13.24 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 190.
[81] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 13.25 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 190.
[82] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 13.26 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 190.
[83] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 13.27 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 190.
[84] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 14.21 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 195.
[85] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 14.23 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 195.
[86] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 14.25 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 195.
[87] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 14.27 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 196.
[88] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 14.28 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 196.
[89] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 14.31 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 196.
[90] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 14.32 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 196.
[91] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 14.46 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 198.
[92] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 15.2 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 199.
[93] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 15.7 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 200.
[94] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 15.8 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 200.
[95] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 15.12 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 200.
[96] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 15.19 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 201.
[97] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 15.21 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 201.
[98] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 15.24 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 184.
[99] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 15.28 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 202.
[100] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 15.34 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 203.
[101] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 15.36 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 203.
[102] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 15.37 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 184.
[103] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 16.7 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 206.
[104] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 16.12 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 207.
[105] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 16.14 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 208.
[106] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 17.2 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 209.
[107] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 17.3 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 209.
[108] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 17.15 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 211.
[109] Κομφούκιου, Τὰ Ἀνάλεκτα, 17.17 (Ἀθήνα: Τὸ Βῆμα, 2016), σ. 212.