Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2025

Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Karen Horney: Αὐτοανάλυση

 Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Karen Horney: Αὐτοανάλυση

 

«Οἱ ἄνθρωποι ὅλο καὶ πιὸ πολὺ στρέφονται πρὸς τὴν ψυχανάλυση ὄχι γιατὶ ὑποφέρουν ἀπὸ καταθλίψεις, φοβίες ἢ σχετικὲς διαταραχές, ἀλλὰ γιατὶ αἰσθάνονται, ὅτι δὲν μποροῦν ν’ ἀντιμετωπίσουν τὴ ζωὴ ἢ ὅτι ὁρισμένοι παράγοντες τοῦ ἐσωτερικοῦ τους κόσμου παρεμποδίζουν ἢ διαταράσσουν τὶς σχέσεις τους μὲ τοὺς ἄλλους»[1].

«Ἡ ἴδια ἡ ζωὴ εἶναι ἡ πιὸ ἀποτελεσματικὴ βοήθεια γιὰ τὴν ἀνάπτυξή μας. Οἱ δοκιμασίες ποὺ μᾶς ἀναγκάζει ἡ ζωὴ νὰ δεχθοῦμε - ἀνάγκη ἐκπατρισμοῦ, ὀργανικὲς παθήσεις, περίοδοι μοναξιᾶς - καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ καλὰ ποὺ μᾶς προσφέρει ἡ ζωή - ἡ εἰλικρινὴς φιλία, ἢ ἀκόμα καὶ ἡ ἁπλὴ ἐπαφὴ μ’ ἕναν ἄνθρωπο ἀληθινὰ καλὸ καὶ ἀξιόλογο, ἡ ὁμαδικὴ συνεργασία - ὅλοι αὐτοὶ οἱ παράγοντες μποροῦν νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ πραγματοποιήσουμε ὅλες μας τὶς δυνατότητες»[2].

«Γιατί ν’ ἀφήνουμε στὴν τύχη ἕνα πρόβλημα νὰ ξεκαθαρίση μόνο του χωρὶς νὰ τὸ ἐρευνήσουμε;»[3].

«πολλοὶ ἄνθρωποι εἶναι πολὺ βαθιὰ μπλεγμένοι μέσα στὰ δικά τους προβλήματα γιὰ νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ αὐτοαναλυθοῦν»[4].

«στὴν ἀνάλυση τίποτε καλὸ δὲν μπορεῖ νὰ προκύψη χωρὶς τὴν ἀμείλικτη τιμιότητα τοῦ ἀτόμου μὲ τὸν ἑαυτό του»[5].

«Ἂς πάρουμε ὡς δεδομένο ὅτι ἕνα ἄτομο εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναλύση τὸν ἑαυτό του ὣς ἕνα ὡρισμένο σημεῖο. Εἶναι σκόπιμο αὐτό; Δὲν εἶναι ἡ ἀνάλυση ἕνα πολὺ ἐπικίνδυνο ἐργαλεῖο γιὰ νὰ τὸ χειρίζεται κανεὶς χωρὶς τὴν καθοδήγηση εἰδικοῦ;»[6].

«ἡ αὐτοανάλυση μπορεῖ νὰ δυναμώση τὴ νοσηρὴ ἐνδοσκόπηση»[7].

«Τὸ νὰ ἐρευνᾶς τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν ἑαυτό σου εἶναι ἐξίσου ἀξιόλογο, ὅσο καὶ τὸ νὰ ἐρευνᾶς τὴν ἀλήθεια γιὰ ἄλλους τομεῖς τῆς ζωῆς»[8].

«Ἕνα ἄτομο ποὺ θὰ ἐπιχειρήση νὰ αὐτοαναλυθῆ, ἁπλούστατα θὰ ἀποφύγη νὰ κάνη ὁποιαδήποτε αὐτοπαρατήρηση, ἡ ὁποία θὰ τὸ ὁδηγοῦσε σὲ μιὰν αὐτογνωσία ποὺ δὲν τοῦ εἶναι ἀκόμα ἀνεκτή»[9].

«Ἐὰν ἕνα ἄτομο βρεθῆ μόνο του πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ κάποια ἀλήθεια ποὺ ἀνακάλυψε γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ ποὺ τὸ ἀναστατώνει, δὲν τοῦ μένει σχεδὸν τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ παλαίψη μαζί της»[10].

«Κάθε αὐτοανάλυση, ποὺ γίνεται μὲ ἐπιτυχία, αὐξάνει τὴν αὐτοπεποίθηση»[11].

«Τὸ ν’ ἀνακαλύψης ἕνα μονοπάτι μέσα ἀπὸ τὸ βουνὸ μονάχος, σοῦ δίνει ἕνα μεγαλύτερο αἴσθημα δυνάμεως, ἀπὸ τὸ νὰ πάρης ἕνα μονοπάτι ποὺ σοῦ δείξανε, παρ’ ὅλο ποὺ ἡ προσπάθεια καὶ τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι τὰ ἴδια. Ἕνα τέτοιο κατόρθωμα χαρίζει στὸ ἄτομο ὄχι μόνο μιὰ δικαιολογημένη ὑπερηφάνεια, ἀλλὰ ἐπίσης κι ἕνα καλὰ θεμελιωμένο αἴσθημα ἐμπιστοσύνης στὶς ἱκανότητές του ν’ ἀντιμετωπίζη καταστάσεις καὶ νὰ μὴ νοιώθη χαμένο χωρὶς καθοδήγηση»[12].

«Τὸ κυριώτερο χαρακτηριστικὸ τῶν νευρωσικῶν τάσεων εἶναι ὁ ψυχαναγκαστικός τους χαρακτήρας»[13].

«ὁ ἐνήλικος προσαρμόζει ἁπλῶς τὴ συμπεριφορά του, ἐνῶ τὸ παιδὶ ἀλλοιώνει τὴν προσωπικότητά του [στὴν ἀντιμετώπιση μιᾶς δυσκολίας]»[14].

«Τὸ ἄγχος καὶ ἡ ἐχθρότητα ποὺ προκαλοῦνται ἀπὸ τέτοιες παραβιάσεις τῆς πολύτιμης εἰκόνας ποὺ σχηματίζει τὸ ἄτομο γιὰ τὸν ἑαυτό του, καταστρέφουν ἀκόμα περισσότερο τὶς σχέσεις του μὲ τοὺς ἄλλους, καὶ συνεπῶς τὸ ἐξαναγκάζουν νὰ προσκολλᾶται ἀκόμα πιὸ ἔντονα στοὺς προστατευτικούς του ψυχολογικοὺς μηχανισμούς»[15].

«ἡ τάση ποὺ ἀποκρυσταλλώνεται πρώτη εἶναι ἐκείνη ποὺ ταιριάζει καλύτερα μὲ τὴ συνειδητὴ ἢ ὑποσυνείδητη εἰκόνα ποὺ φτιάχνει τὸ ἄτομο γιὰ τὸν ἑαυτό του»[16].

«Ἡ ἀναλυτικὴ ἐργασία συνίστατο στὸ νὰ διασπᾶ βῆμα πρὸς βῆμα τὴ λειτουργία τῶν φαύλων κύκλων»[17].

«Καθένα ἀπὸ τὰ στάδια ἔχει ἰδιαίτερη θεραπευτικὴ ἀξία. Τὸ πρῶτο στάδιο, ἡ ἀναγνώριση μιᾶς νευρωσικῆς τάσεως, προϋποθέτει τὴν ἀναγνώριση μιᾶς δυνάμεως ποὺ ὠθεῖ στὴ διαταραχὴ τῆς προσωπικότητος καὶ ἡ γνώση αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴ ἔχει μιὰ ὁρισμένη θεραπευτικὴ ἀξία»[18].

«Καὶ ἡ πιὸ γενναία ὅμως ἀπόφαση γιὰ ἀλλαγὴ δὲν ὠφελεῖ, ἂν τὸ ἄτομο δὲν ἔχη τὴν ἱκανότητα νὰ τὴ φέρη σὲ πέρας»[19].

«ἡ ἀνάλυση ἀντιπροσωπεύει μιὰ ἀνθρώπινη σχέση, καθὼς ἐπίσης καὶ μιὰ ἀπὸ κοινοῦ ἔρευνα (ἀσθενοῦς καὶ ψυχαναλυτοῦ)»[20].

«ἡ ἀνάλυση αὐτὴ καθ’ αὐτὴ ἀναπόφευκτα προκαλεῖ ἄγχος, ἐχθρότητα καὶ ἄμυνα ἐναντίον τῆς αὐτογνωσίας ποὺ ἀπειλεῖ εἴτε τὸ σύστημα ἀσφαλείας τοῦ ἀσθενοῦς εἴτε τὴν ὑπερηφάνεια ποὺ ἀνέπτυξε»[21].

«Αὐτοανάλυση εἶναι ἡ προσπάθεια νὰ μπαίνη κανεὶς στὸ ρόλο τοῦ ἀσθενοῦς καὶ νὰ τὸν ζῆ καὶ συγχρόνως νὰ εἶναι καὶ ψυχαναλυτής»[22].

«Λίγα λόγια ἀκόμα γιὰ τὴν ἀξία τῶν ἐλευθέρων συνειρμῶν ὡς πρὸς τὸ 'γνῶθι σαυτόν': Δὲν κάνουν θαύματα. Θά ‘τανε λάθος ν’ ἀναμένουμε ὅτι μόλις χαλαρώσουμε τὸν ἔλεγχο τῆς λογικῆς θ’ ἀποκαλυφθοῦν ὅλα ἐκεῖνα ποὺ φοβόμαστε ἢ ποὺ περιφρονοῦμε στὸν ἑαυτό μας. Μπορεῖ νὰ εἴμαστε ἀπολύτως βέβαιοι ὅτι τίποτε περισσότερο δὲν θ’ ἀποκαλυφθῆ ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ μποροῦμε ν’ ἀντέ|ξουμε»[23].

«ἡ χωρὶς ἐπιφύλαξη ἐκδήλωση ὅλων τῶν αἰσθημάτων καὶ σκέψεων, μοιραῖα ξεγυμνώνει χαρακτηριστικὰ γιὰ τὰ ὁποῖα τὸ ἄτομο ντρέπεται ἢ νοιώθει ταπείνωση νὰ ὁμολογήση»[24].

«Ὑπάρχουν πολλοὶ λόγοι γιὰ τοὺς ὁποίους μιὰ αὐτογνωσία μπορεῖ νὰ προκαλέση ἀνακούφιση. Γιὰ ν’ ἀρχίσουμε μὲ τὴ λιγότερο σημαντικὴ ἄποψη, ἀποτελεῖ συχνὰ ἱκανοποιητικὴ γνωσιολογικὴ ἐμπειρία νὰ μαθαίνουμε τὸ λόγο γιὰ κάποιο φαινόμενο ποὺ δὲν ἦταν ὣς τώρα κατανοητό. Σὲ κάθε περίσταση τῆς ζωῆς εἶναι πιθανὸν νὰ φέρη ἀνακούφιση ἁπλῶς καὶ μόνο ἡ ἀναγνώριση τῆς ἀλήθειας»[25].

«Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν αὔξηση τῆς αὐτοσυνειδησίας, τῆς ζωτικότητος, τῆς ἐνεργητικότητος, ἡ αὐτογνωσία πιθανὸν ν’ ἀπομακρύνη τὴν ἔνταση ποὺ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὴν ἀνάγκη ποὺ εἶχε προηγουμένως τὸ ἄτομο νὰ καταπνίγη τὰ πραγματικά του αἰσθήματα: ἡ αὔξηση (ἀπελευθέρωση)  τῶν δυνάμεων ποὺ ἦταν ἀπαραίτητες γιὰ τὴν ἀπώθηση συμβάλλουν στὴν αὔξηση τοῦ ποσοῦ τῆς διαθέσιμης ἐνεργείας»[26].

«Ὅταν, π.χ., ἡ Κλαίρη ἀντελήφθη ὅτι εἶχε ὑπερβολικὲς ἐπιθυμίες καὶ ἀξιώσεις ἀπὸ τὸν ἑαυτό της, ἡ αὐτογνωσία αὐτὴ τῆς προκάλεσε πανικὸ στὴν ἀρχή, γιατὶ ἀνετάραξε τὴν ψυχαναγκαστική της μετριοφροσύνη, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε ἕναν ἀπὸ τοὺς στύλους ποὺ στήριζαν τὸ αἴσθημα ἀσφαλείας της. Μόλις ὅμως ὑπεχώρησε τὸ ἔντονο ἄγχος ἔνοιωσε ἀνακούφιση, γιατὶ ἡ αὐτογνωσία αὐτὴ ἀντιπροσώπευε τὴ δυνατότητα τῆς ἀπελευθερώσεώς της ἀπὸ τὰ δεσμὰ μὲ τὰ ὁποῖα ἦταν δεμένη χειροπόδαρα»[27].

«Μιὰ αὐτογνωσία πάντοτε σημαίνει πρόκληση στὴν ὑπάρχουσα ἰσορροπία»[28].

«Ἡ πλήρης αὐτοέκφραση προπαρασκευάζει τὸ δρόμο πρὸς τὴν αὐτογνωσία, καὶ ἡ αὐτογνωσία φέρνει ἢ προπαρασκευάζει τὴν ἀλλαγή»[29].

«Δίνουμε μεγάλη ἀξία στὸ ‘γνῶθι σαυτόν’ ὄχι γιὰ χάρη τῆς αὐτογνωσίας αὐτῆς καθαυτῆς, ἀλλὰ γιὰ χάρη τῆς αὐτογνωσίας σὰν μέσου γιὰ ἀναθεώρηση, τροποποίηση καὶ ἔλεγχο τῶν αἰσθημάτων, τῶν ἐπιδιώξεων καὶ τῆς συμπεριφορᾶς μας»[30].

«Γινόμαστε δυνατότεροι ὅταν ξεπερνοῦμε τὶς δυσκολίες ποὺ συναντοῦμε στὸ δρόμο μας»[31].

«Ὁ ψυχαναλυτὴς θὰ προσφέρη μιὰ ἑρμηνεία ἐφόσον πιστεύει ὅτι ὁ ἀσθενὴς μπορεῖ νὰ τὴν ἀντέξη καὶ νὰ ὠφεληθῆ ἀπ’ αὐτήν»[32].

«Ἀντὶ νὰ ἐξετάση τὶς ὑποδείξεις ποὺ τοῦ κάνει ὁ ψυχαναλυτής, δυσανασχετεῖ γι’ αὐτὲς καὶ αἰσθάνεται θιγμένος, τραυματισμένος, παρεξηγημένος καὶ ταπεινωμένος. Μπορεῖ ν’ ἀπορρίψη κάθε προσφοὰ βοηθείας μ’ ἕνα ἀλύγιστο αἴσθημα ἀπελπισίας καὶ ματαιοδοξίας. Βασικά, ἡ αἰτία γιὰ τὸ ἀδιέξοδο αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι ὁ ἀσθενὴς δὲν θέλει νὰ δεχθῆ ὁρισμένες ἀλήθειες. Εἶναι πολὺ ὀδυνηρὲς καὶ τοῦ προκαλοῦν τρόμο· τοῦ ὑπονομεύουν αὐταπάτες ποὺ τοῦ εἶναι προσφιλεῖς καὶ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ τὶς ἐγκα|ταλείψη. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο τὶς καταπολεμᾶ μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο, χωρίς, ὡστόσο, νὰ γνωρίζη ὅτι προσπαθεῖ ν’ ἀποκλείση ἀπὸ τὴ συνείδηση ὀδυνηρὲς ἀλήθειες: τὸ μόνο ποὺ ξέρει ἢ νομίζει πὼς ξέρει, εἶναι ὅτι νοιώθει παρεξηγημένος ἢ ταπεινωμένος ἢ ὅτι ἡ ἀναλυτικὴ ἐργασία ποὺ γίνεται εἶνα μάταιη»[33].

«Εἶναι ὠφέλιμο νὰ χάνη κανεὶς τὶς ἐπικίνδυνες αὐταπάτες ποὺ ἔχει γιὰ τὸν ἑαυτό του»[34].

«Τὸ ν’ ἀναλύη κανεὶς τὸν ἑαυτό του συμπτωματικὰ εἶναι σχετικὰ εὔκολο, πράγμα ποὺ κάποτε μπορεῖ νὰ φέρη ἄμεσα ἀποτελέσματα. Οὐσιαστικὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνει κάθε εἰλικρινὴς ἄνθρωπος ὅταν προσπαθῆ νὰ ἐξηγήση τὰ πραγματικά του κίνητρα ποὺ κρύβονται πίσω ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον αἰσθάνεται ἢ ἐνεργεῖ»[35].  

«Ὁ στόχος τῆς συμπτωματικῆς αὐτοαναλύσεως εἶναι ν’ ἀναγνωρίσουμε τοὺς παράγοντες ἐκείνους ποὺ προκαλοῦν τὴ συγκεκριμένη διαταραχή, καὶ νὰ τοὺς ἀπομακρύνουμε»[36].

«Στὴν περίπτωση τῆς συστηματικῆς αὐτοαναλύσεως, παρ’ ὅλον ποὺ ἡ ἐργασία ἀρχίζει μὲ μιὰ παρόμοια πίεση, ἐν τούτοις ἡ βαθύτερη ὠθοῦσα δύναμη εἶναι ἡ ἀνυποχώρητη θέληση τοῦ ἀτόμου νὰ καταπιαστῆ μὲ τὸν ἑαυτό του, καὶ ἡ ἐπιθυμία του ν’ ἀναπτυχθῆ καὶ νὰ μὴν ἀφήση τίποτε ἀνερεύνητο μέσα του ποὺ θὰ ἐμπόδιζε τὴν ἀνάπτυξή του. Εἶναι ἕνα πνεῦμα ἀδυσώπητης ἐντιμότητος τοῦ ἀτόμου πρὸς τὸν ἑαυτό του, καὶ μόνον ἀναλόγως τοῦ βαθμοῦ ποὺ ἐπικρατεῖ τὸ πνεῦμα αὐτό, τὸ ἄτομο μπορεῖ νὰ ἐπιτύχη νὰ βρῆ τὸν ἑαυτό του»[37].

«Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἕνα ὄνειρο μπορεῖ νὰ μᾶς φανερώση, πιὸ καθαρὰ ἀπὸ τὸν ξύπνο μας, ποιὰ εἶναι τὰ πραγματικά μας αἰσθήματα: τὴν ἀγάπη, τὸ μίσος, τὴν καχυποψία ἢ τὴν λύπη· αἰσθήματα πού, ἐνῶ ἔχουν ἀπωθηθῆ, μπορεῖ νὰ τὰ νοιώσουμε στὰ ὄνειρα χωρὶς περιορισμούς»[38].

«Πρέπει πρῶτα νὰ γνωρίση πολὺ καλὰ τὸν ἑαυτό του, πρὶν νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ συλλάβη τὴ φύση τῆς συγκεκριμένης του δυσκολίας»[39].

«Πρέπει νὰ ἐπωφελεῖσθε κάθε εὐκαιρίας γιὰ νὰ ἐξοικειώνεστε μ’ αὐτὸν τὸν ξένο ἢ μ’ αὐτὸν τὸν γνώριμο, ποὺ εἶναι ὁ ἑαυτός σας»[40].

«Εὐκαιρίες γιὰ νὰ ἐξοικειωθεῖτε μὲ τὸν ἑαυτό σας θὰ παρουσιασθοῦν καὶ θὰ τὶς δῆτε, ἀρκεῖ πραγματικὰ νὰ θέλετε νὰ γνωρίσετε αὐτὸ τὸν ἀλλόκοτο ἄνθρωπο ποὺ ζῆ τὴ ζωή σας. Καὶ τότε θὰ ἐκπλαγεῖτε ὅταν ἀντιληφθῆτε ὅτι σὲ μιὰ περίπτωση ἐκνευρίζεσθε χωρὶς φανερὸ λόγο, σ’ ἄλλη, ὅτι δὲν μπορεῖτε νὰ πάρετε ἀποφάσεις, ἄλλοτε πάλι ὅτι πληγώσατε τοὺς ἄλλους χωρὶς νὰ ἔχετε τέτοια πρόθεση, κι ἄλλοτε ὅτι κατὰ τρόπο μυστηριώδη χάσατε τὴν ὄρεξή σας ἢ εἴχατε κρίση βουλιμίας· καὶ σ’ ἄλλη περίπτωση ὅτι δὲν μπορέσατε νὰ ἀπαντήσετε σ’ ἕνα γράμμα ἢ ὅτι ξαφνικὰ σᾶς τρόμαξαν οἱ θόρυβοι ὅταν βρισκόσαστε μόνοι, ἢ ὅτι εἴχατε ἐφιάλτες· ἄλλοτε, ὅτι αἰσθανθήκατε πειραγμένος ἢ ταπεινωμέ|νος· κι ἄλλοτε ὅτι δὲν τολμήσατε νὰ ζητήσετε αὔξηση μισθοῦ ἢ νὰ ἐκφράσετε μιὰ κριτική. Ὅλες αὐτὲς οἱ ἀτελείωτες παρατηρήσεις ἀντιπροσωπεύουν πολλὲς διεισδύσεις σὲ μὴ οἰκεῖο ἔδαφος, δηλ. τὸν ἑαυτό σας. Ἀρχίζετε νὰ ἀπορεῖτε - αὐτὸ ποὺ στὴν περίπτωσή μας, εἶναι ἡ ἀρχὴ κάθε σοφίας - καὶ μὲ τὴ μέθοδο τῶν ἐλεύθερων συνειρμῶν προσπαθεῖτε νὰ καταλάβετε τὴ σημασία τῶν συναισθηματικῶν αὐτῶν διαταραχῶν»[41].

«Ἡ ἀνάγκη νὰ διατηρεῖται κάποια συνέχεια, πράγμα ποὺ ἀποτελεῖ τὴν οὐσία κάθε συστηματικῆς ἐργασίας»[42].

«Δὲν πρέπει νὰ μειώνουμε τὴ σημασία τῶν διαφορῶν ποὺ ὑπάρχουν ἀνάμεσα στὴν ἐπαγγελματικὴ ἀνάλυση καὶ τὴν αὐτοανάλυση. Εἶναι πολὺ πιὸ εὔκολο γιὰ τὸν καθένα νὰ εἶναι τακτικὸς σ’ ἕνα ραντεβοὺ μὲ τὸν ψυχαναλυτή, παρὰ μὲ τὸν ἑαυτό του, γιατὶ στὴν πρώτη περίπτωση ἔχει μεγαλύτερο ἐνδιαφέρον νὰ εἶναι τακτικός: δὲν θέλει νὰ εἶναι ἀγενής· δὲν θέλει νὰ ἐκτίθεται στὴν μομφὴ ὅτι ἀπεμακρύνθη ἐξ αἰτίας μιᾶς ‘ἀντιστάσεως’· δὲν θέλει νὰ χάση τὴν ὠφέλεια ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τοῦ προσφέρη ἡ ὥρα αὐτή· δὲν θέλει νὰ πληρώση χωρὶς νὰ χρησιμοποιήση τὴν ὥρα ποὺ ἐκρατήθη γι’ αὐτόν. Οἱ πιέσεις αὐτὲς δὲν ὑπάρχουν στὴν αὐτοανάλυση. Ἕνα σωρὸ πράγματα, πού, φαινομενικὰ ἢ πραγματικά, δὲν ἐπιτρέπουν καμμιὰ καθυστέρηση, θὰ τοῦ ἔτρωγαν τὴν ὥρα ποὺ ἐκρατήθη γιὰ τὴν αὐτοανάλυση»[43].

«Στὴν ἀνάλυση, ἡ τακτικὴ καὶ ἀνελλιπὴς ἐργασία δὲν εἶναι αὐτοσκοπός, ἀλλὰ μᾶλλον ἕνα μέσο ποὺ ὑπηρετεῖ δυὸ σκοπούς, τὴ διατήρηση τῆς συνεχείας καὶ τὸν ἀγώνα ἐναντίον τῶν ἀντιστάσεων»[44].

«Ὅπως ἀκριβῶς μιὰ φιλία πρέπει νὰ καλλιεργεῖται, ἂν θέλουμε νὰ γίνη ἕνας σημαντικὸς συντελεστὴς στὴ ζωή μας, ἔτσι καὶ ἡ ἀναλυτικὴ ἐργασία στὸν ἑαυτό μας μπορεῖ ν’ ἀποδώση τοὺς καρπούς της μόνον ἂν τὴν πάρουμε στὰ σοβαρά»[45].

«Εὑρήματα καὶ ἀναπάντητα ἐρωτήματα, ποὺ δὲν ἔχουν καλὰ χαραχθῆ μέσα μας, συχνὰ ξεχνιοῦνται καὶ μιὰ ἐπιστροφὴ σ’ αὐτὰ πιθανὸν νὰ τὰ ξαναζωντανέψη. Ἢ μπορεῖ τὸ ἄτομο νὰ δῆ τὰ παλαιότερά του εὑρήματα κάτω ἀπὸ ἕνα διαφορετικὸ φῶς. Ἢ ἀκόμα μπορεῖ ν’ ἀνακαλύψη ὅτι δὲν ἔχει σημειώσει καμμιὰ αἰσθητὴ πρόοδο, ἀλλὰ ἐξακολουθεῖ οὐσιαστικὰ νὰ βρίσκεται στὸ ἴδιο σημεῖο ποὺ βρισκόταν πρὶν ἀρκετοὺς μῆνες. Γιὰ τοὺς δυὸ αὐτοὺς τελευταίους λόγους εἶναι σκόπιμο νὰ κρατοῦμε σημειώσεις τῶν διαφόρων εὑρημάτων, καθὼς καὶ τῆς πορείας ποὺ μᾶς ὁδήγησε σ’ αὐτά, ἔστω κι ἂν καταλήξαμε σ’ αὐτὰ χωρὶς νὰ κραμᾶμε σημειώσεις»[46].

«Ὁτιδήποτε τὸ ἄτομο καταγράφει στὸ χαρτὶ δὲν πρέπει νὰ ἐξυπηρετῆ παρὰ μονάχα ἕνα σκοπό: τὸ ‘γνῶθι σαυτόν’»[47].

«Αὐτὸ εἶναι ἕνα καλὸ παράδειγμα γιατὶ δείχνει ὅτι ποτὲ δὲν θὰ συλλάβη κανεὶς περισσότερα μέσῳ τῶν συνειρμῶν του ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ἱκανὸς ν’ ἀντέξη γιὰ τὴν ὥρα, ἔστω κι ἄν, ὅπως στὸ παράδειγμα αὐτό, οἱ συνειρμοὶ μιλᾶνε μιὰ σχεδὸν ἀλάνθαστη γλώσσα»[48].

«Ὅταν ὑπάρχη κάποια ὑπερβολὴ πρέπει νὰ ἐξετάζεται»[49].

«Διακρίνουμε πρῶτα ἕνα πρόβλημα στὸ πιὸ ἁπλό του περίγραμμα. Δὲν διαπιστώνουμε τίποτε περισσότερο παρὰ ὅτι τὸ πρόβλημα αὐτὸ ὑπάρχει. Ἀργότερα, ἐπανερχόμεθα στὸ ἴδιο πρόβλημα μὲ πολὺ βαθύτερη κατανόηση γιὰ τὴ σημασία του»[50].

«Κουρέλιαζαν, πρῶτα, τὰ αἰσθήματά της καὶ ὕστερα τὴν ἔκαναν νὰ αἰσθάνεται ἔνοχη»[51].

«Στὴν περίπτωση αὐτὴ παρεσύρθη ἀπὸ τὴ συνηθισμένη αὐταπάτη ὅτι, μὲ τὸ νὰ διαπιστώσης ἕνα πρόβλημα, εἶναι σὰν νὰ τὸ ἔχης λύσει»[52].

«Ἡ ὅλη περιοχὴ τῆς προσωπικότητός της, ποὺ συνίστατο ἀπὸ τὴν ὑπεροψία, τὴν περιφρόνηση γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, τὴν ἀνάγκη γιὰ ὑπεροχή, τὴν ἀνάγκη γιὰ θρίαμβο, ἦταν ἀκόμα τόσο βαθιὰ ἀπωθημένη, ποὺ ὣς τότε δὲν εἶχε φωτισθῆ παρὰ μόνο μὲ ἐλλάμψεις αὐτογνωσίας»[53].

«Ἡ στάση αὐτὴ βασίζεται στὴν ὑπόθεση ὅτι ἡ ἀνάλυση μόνη εἶναι ἱκανὴ νὰ λύση τὰ πάντα. Ἀλλά, ὅταν ἀποδίδουμε στὴ θεραπευτικὴ ἀγωγὴ τέτοια παντοδυναμία, ξεχνᾶμε ὅτι ἡ ἴδια ἡ ζωὴ εἶναι ὁ καλύτερος θεραπευτής. Ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖ ἡ ἀνάλυση νὰ κάνη εἶναι νὰ καταστήση τὸ ἄτομο ἱκανὸ νὰ δεχθῆ τὴ βοήθεια ποὺ τοῦ προσφέρει ἡ ζωὴ | καὶ νὰ ἐπωφεληθῆ ἀπ’ αὐτή»[54].

«Ἐὰν ἀνακαλύπτουμε σ’ ἕνα ἄτομο, ποὺ κατὰ τὰ ἄλλα εἶναι λογικό, μιὰ παράλογη περιοχή, μποροῦμε νά ‘μαστε βέβαιοι ὅτι τὸ γεγονὸς αὐτὸ κρύβει κάτι σημαντικό. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον, συχνὰ τὸ ἄτομο ὑπερασπίζει τὸν ἑαυτό του ἐναντίον τοῦ χαρακτηρισμοῦ τοῦ παράλογου, εἶναι στὴν πραγματικότητα ἕνας ἀγώνας ἀμύνης γιὰ νὰ καλύψη κάτι βαθύτερο»[55].

«Ἀκόμα πιὸ σημαντικό, ἡ αὐτογνωσία αὺτὴ ἐπέφερε μιὰ πραγματικὴ ἀλλαγὴ τῶν ἀντικειμενικῶν της σκοπῶν στὴ ζωή»[56].

«Ἐὰν μᾶς ξεφύγη ἕνα πρόβλημα, ἔρχεται αὐτὸ καὶ μᾶς βρίσκει»[57].

«Τὸ πρόβλημά της δὲν ἀφοροῦσε μιὰ γενικὴ ἀνικανότητα νὰ μένη μόνη, ἀλλὰ μιὰν ὑπερευαισθησία μήπως τὴν ἀπορρίψουν»[58].

«Ἡ βασικὴ ἀνακάλυψη ἀπὸ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως ἦταν ἡ συνειδητοποίηση ὅτι ἡ εἰκόνα ποὺ σχημάτιζε γιὰ τὸν ἑαυτό της προσδιοριζόταν ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὴν ἐκτίμηση ποὺ τῆς εἶχαν οἱ ἄλλοι»[59].

«Ἡ διαδικασία τῶν ἐλευθέρων συνειρμῶν μιᾶς εἰλικρινοῦς καὶ ἀνεπιφύλακτης αὐτοεκφράσεως εἶναι τὸ σημεῖον ἐκκινήσεως καὶ ἡ ἀμετακίνητη βάση γιὰ τὴν ὅλη ἀναλυτικὴ ἐργασία - τόσον τῆς αὐτοαναλύσεως ὅσο καὶ τῆς ἐπαγγελματικῆς ἀναλύσεως - δὲν εἶναι ὅμως καθόλου εὔκολο νὰ πραγματοποιηθῆ[60].

«Κάθε σχετικὴ αὐτογνωσία χρειάζεται χρόνο καὶ ὁλοκληρωτικὴ συγκέντρωση ἐὰν πρόκειται νὰ εἰσδύση σὲ βάθος καὶ νὰ ‘ριζώση’»[61].

«Ἐὰν τὸ ἄτομο κάνη μιὰ σωστὴ παρατήρηση ἢ ἀποκτήση μιὰ αὐτογνωσία γιὰ τὸ πρόβλημά του, θὰ πρέπει νὰ ἐξετάση μὲ ποιὸ τρόπο ἐκδηλώνεται ἡ ἰδιορρυθμία ποὺ ἀποκαλύφθηκε σὲ διάφορους τομεῖς, ποιὲς εἶναι οἱ συνέπειές της καὶ ποιοὶ παράγοντες τὴν καθορίζουν στὴν προσωπικότητά του»[62].

«Θὰ πρέπει νὰ αὐτοσυγκεντρώνεται στὶς ἀποκαλύψεις του μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο ὅπως κι ἕνας ἀρχαιολόγος, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἀνακαλύψει ἕνα θαμμένο ἄγαλμα, ἄσχημα ἀκρωτηριασμένο, κοιτάζει τὸ θησαυρό του ἀπ’ ὅλες τὶς ὀπτικὲς γωνίες ὡσότου τὰ γνήσια χαρακτηριστικά του ἀποκαλυφθοῦν σ’ αὐτόν. Κάθε καινούργιος παράγων ποὺ συνειδητοποιεῖται, μοιάζει μ’ ἕνα προβολέα ποὺ στρέφεται σὲ ὁρισμένες περιοχὲς τῆς ζωῆς του καὶ φωτίζει σημεῖα ποὺ ὣς τότε ἦταν σκοτεινά. Καὶ θὰ δῆ, σχεδὸν ἀναπόφευκτα, τὰ σημεῖα αὐτὰ μόνο ἐὰν ἔχη ζωηρὸν ἐνδιαφέρον νὰ γνωρίση τὸν ἑαυτό του. Καὶ αὐτὰ εἶναι σημεῖα ὅπου ἡ καθοδήγηση τοῦ ψυχαναλυτοῦ θά ‘ταν ἰδιαιτέρως χρήσιμη· σὲ τέτοιες στιγμὲς ὁ ψυχαναλυτὴς θὰ βοηθοῦσε ἐνεργὰ τὸν ἀσθενὴ νὰ δῆ τὴ σημασία τῶν ἀνακαλύψεών του, θέτοντας διάφορα ἐρωτήματα ποὺ ἀνακύπτουν καὶ συνδέοντας τὶς ἀνακαλύψεις αὐτὲς μὲ ἄλλες προηγούμενες»[63].

«Οἱ δυνάμεις ποὺ ἀντιτίθενται στὴν ἐσωτερικὴ ἀπελευθέρωση καὶ ἀγωνίζονται γιὰ νὰ διατηρήσουν τὰ πράγματα ὅπως ἔχουν (status quo) προκαλοῦνται ἀπὸ κάθε αὐτογνωσία ἱκανὴ νὰ ὑπονομεύση τὴ νευρωσικὴ δομή· καὶ δεχόμενες τὴ πρόκληση αὐτή, προσπαθοῦν νὰ παρεμποδίσουν τὴν πρόοδο μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο. Παρουσιάζονται σὰν ‘ἀντιστάσεις’ στὴν ἀναλυτικὴ ἐργασία, ὅρος πού, ὀρθῶς, χρησιμοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Φρόυντ καὶ ποὺ σημαίνει τὸ κάθε τὶ ποὺ παρεμποδίζει τὴν ἐκ τῶν ἔνδον ἐργασία»[64].

«Οἱ συγκεκαλυμμένες ἀξιώσεις ποὺ ἔχει τὸ ἄτομο ἀπὸ τὴ ζωὴ εἶναι μοιραῖο νὰ ματαιώνονται συχνά, ἐξ αἰτίας τοῦ ἀπόλυτου καὶ δύσκαμπτου χαρακτήρα τους. Οἱ ἄλλοι δὲν συμμερίζονται τὶς ψευδεῖς ἐντυπώσεις ποὺ ἔχει γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ θὰ τὸν πληγώσουν μὲ τὸ νὰ τὶς ἀμφισβητήσουν ἢ νὰ τὶς περιφρονήσουν»[65].

«Ἡ πηγὴ τῶν ἀντιστάσεων εἶναι τὸ ὁλικὸν ἄθροισμα τῶν ἐνδιαφερόντων τοῦ ἀτόμου νὰ διατηρῆ τὰ πράγματα ὅπως ἔχουν (status quo)»[66].

«Μόλις προσεγγίσουμε ὁποιαδήποτε περιοχή, εἴτε ἀπὸ κοντὰ εἴτε ἀπὸ μακριά, ποὺ εἶναι ἀπηγορευμένη (ταμπού) γιὰ τὸν ἀσθενή, αὐτὸς θὰ ἀντιδράση συναισθηματικὰ μὲ φόβο ἢ μὲ θυμὸ καὶ αὐτόματα θὰ θέση σὲ κίνηση μιὰ ἀμυντικὴ ἐνέργεια γιὰ νὰ ἐμποδίση περαιτέρω διείσδυση. Αὐτὴ ἡ διείσδυση σὲ μιὰ ἀπηγορευμένη περιοχὴ δὲν εἶναι ἀνάγκη νά ‘ναι καμμιὰ εἰδικὴ ἐπίθεση, ἀλλὰ μπορεῖ ἁπλῶς νὰ προκύψη γενικὰ ἀπὸ τὴ συμπεριφορὰ τοῦ ψυχαναλυτοῦ. Ὁτιδήποτε κάνει ἢ παραλείπει νὰ κάνη, λέει ἢ παραλείπει νὰ πῆ, μπορεῖ νὰ θίξη ἕνα ἀπὸ τὰ τρωτὰ σημεῖα τοῦ ἀσθενοῦς καὶ νὰ δημιουργήση μιὰ συνειδητὴ ἢ ἀσυνείδητη ἀγανάκτηση, ποὺ γιὰ τὴν ὥρα παρεμποδίζει τὴ συνεργασία»[67].

«Τέτοιες ἀντιδράσεις χρησιμεύουν στὸ νὰ μεταθέτουν τὴν ἔμφαση ἀπὸ τὴ βασικὴ ἐργασία, τῆς εὑρέσεως δηλ. τοῦ αἰτίου καὶ τοῦ ἀποτελέσματος, στὸ πολὺ ἀσφαλέστερο ἔργο, τῆς συναισθηματικῆς δηλ. σχέσεως μὲ τὸν ψυχαναλυτή. Ὁ ἀσθενής, ἀντὶ νὰ ἐπεξεργαστῆ τὸ πρόβλημά του, συγκεντρώνει τὶς προσπάθειές του νὰ πείση τὸν ψυχαναλυτή, νὰ τὸν πάρη μὲ τὸ μέρος του, νὰ τοῦ ἀποδείξη ὅτι ἔχει ἄδικο, νὰ τοῦ ἀνατρέψη τὶς προσπάθειές του, νὰ τὸν τιμωρήση γιατὶ εἰσέδυσε σὲ μιὰ ἀπηγορευμένη περιοχή. Καὶ μὲ τὴν μετάθεση αὐτὴ ὁ ἀσθενὴς εἴτε καθιστᾶ ὑπεύθυνον τὸν ψυχαναλυτὴ γιὰ ὅλες του τὶς δυσκολίες πείθοντας τὸν ἑαυτό του ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ κάνη καμμιὰ πρόοδο μὲ κάποιον ποὺ τὸν μεταχειρίζεται μὲ τόση λίγη κατανόηση καὶ εὐθύτητα, εἴτε ἐπιρρίπτει στὸν ψυχαναλυτὴ ὅλη τὴν εὐθύνη τῆς ἐργασίας, παραμένοντας ὁ ἴδιος ἀπαθὴς καὶ χωρὶς καμμιὰ ἀντίδραση. Περιττὸν νὰ προσθέσω ὅτι οἱ συναισθηματικὲς αὐτὲς μάχες μπορεῖ νὰ συνεχίζονται χωρὶς ἐπίγνωση καὶ νὰ χρειασθῆ μακρὰ ἀναλυτικὴ ἐργασία γιὰ νὰ τὶς φέρουμε στὴ συνείδηση τοῦ ἀσθενοῦς. Κι ὅταν εἶναι ἀπωθημένες μὲ τὸν τρόπο αὐτό, μονάχα τὸ μπλοκάρισμα ποὺ προκύπτει γίνεται αἰσθητὸ ἀπὸ τὸν ἀσθενή»[68].

«Συναισθηματικὲς ἀντιδράσεις δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ συμβαίνουν σὲ κάθε ἀνακάλυψη: τὸ ἄτομο θὰ νοιώθη φοβισμένο, ντροπιασμένο, ἔνοχο ἢ ἐκνευρισμένο γι’ αὐτὸ ποὺ ἀνακαλύπτει στὸν ἑαυτό του»[69].

«θὰ πρέπει νὰ εἶναι πολὺ προσεκτικὸς τὶς ὧρες ποὺ νοιώθει φοβερὰ θλιμμένος, κατσουφιασμένος, κουρασμένος, ἐκνευρισμένος, ἀναποφάσιστος, ἀνήσυχος καὶ ὁπωσδήποτε ἀποφεύγει κάθε προσπάθεια νὰ ξεκαθαρίση τὴν κατάσταση. Μπορεῖ, τότε, νὰ νοιώθη μιὰ συνειδητὴ ἀπροθυμία ν’ ἀναλύση τὸν ἑαυτό του, παρ’ ὅλον ποὺ ἔχει πλήρη ἐπίγνωση ὅτι, κάνοντας ἔτσι, θὰ δώση τουλάχιστον στὸν ἑαυτό του μιὰ εὐκαιρία ν’ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὴν ἀναστάτωση καὶ ν’ ἀποκομίση ἕνα δίδαγμα ἀπ’ αὐτό»[70].

«Μιὰ ἀντίσταση ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ τὴ μορφὴ αὐτὴ εἶναι δύσκολο ν’ ἀποκαλυφθῆ καὶ θὰ προκαλέση ἀπώλεια χρόνου. Μποροῦμε, ὅμως, νὰ ὑποψιαστοῦμε τὴν παρουσία της ἂν βροῦμε ὅτι ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρὸ δὲν ἔχει γίνει καμμιὰ πρόοδος, ἢ ὅτι ἁπλῶς κινούμεθα γύρω ἀπὸ ἕνα κύκλο, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἔχουμε ἐργαστῆ πάνω στὸ πρόβλημα αὐτό»[71].

«Εἶναι πολὺ πιὸ εὔκολο νὰ αἰσθάνεται κανεὶς ὅτι ἁπλῶς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ εἶναι θυμωμένος παρὰ νὰ ἐξετάζη νὰ βρῆ μέσα του ποιὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ τρωτὸ σημεῖο ποὺ ἔχει θιγῆ. Ἀλλά, γιὰ τὸ ἴδιό του τὸ συμφέρον, αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον τὸ ἄτομο πρέπει νὰ προχωρῆ, ἔστω κι ἂν δὲν ὑπάρχη ἀμφιβολία ὅτι ὁ ἄλλος ὑπῆρξε σκληρός, ἄδικος ἢ ἐνήργησε χωρὶς διάκριση»[72].

«Κάθε παράγων ποὺ μειώνει ἢ παραλύει τὸ θετικὸ κίνητρο τοῦ ἀτόμου νὰ ἀντιμετωπίση τὸν ἑαυτό του ἀποτελεῖ ἕνα πιθανὸ περιορισμὸ στὴν αὐτοανάλυση»[73].

«ἔχουν καὶ αὐτοὶ παύσει ν’ ἀγωνίζονται γιὰ μιὰ ὕπαρξη μὲ βαθύτερο νόημα καὶ ἔχουν στραφῆ στὴν περιφέρεια τῆς ζωῆς»[74].

«Κάθε νεύρωση σοβαρῆς μορφῆς μοιάζει μὲ μιὰ στεγανὴ πανοπλία ποὺ ἐμποδίζει τὸ ἄτομο νὰ ζῆ μιὰ γεμάτη καὶ ἐνεργὸ ζωὴ μὲ τοὺς ἄλλους»[75].

«Ὅταν ἕνα ἄτομο θέλη νὰ γνωρίση τὸν ἑαυτό του εἶναι σημαντικό, χωρὶς ἀμφιβολία, νὰ κατανοήση τὶς δυνάμεις ποὺ συνετέλεσαν στὴν ἀνάπτυξή του»[76].

«Ἡ ζωὴ εἶναι ἀγώνας καὶ προσπάθεια, ἀνάπτυξη καὶ προαγωγή – καὶ ἡ ἀνάλυση εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ μέσα ποὺ μπορεῖ νὰ βοηθήση στὴ διαδικασία αὐτή»[77].



[1] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 12.

[2] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 13.

[3] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 21.

[4] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 33.

[5] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 34.

[6] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 35.

[7] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 36.

[8] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 37.

[9] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 41.

[10] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 43.

[11] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 45.

[12] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 45.

[13] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 51.

[14] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 64.

[15] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 80.

[16] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 91.

[17] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 105.

[18] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 107.

[19] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 111.

[20] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 114.

[21] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 115.

[22] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 120.

[23] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 125-126.

[24] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 129.

[25] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 133.

[26] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 134.

[27] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 135.

[28] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 138.

[29] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 143.

[30] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 143.

[31] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 144.

[32] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 162.

[33] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 164.

[34] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 170.

[35] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 177.

[36] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 178.

[37] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 204.

[38] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 208.

[39] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 211.

[40] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 212.

[41] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 212-213.

[42] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 213.

[43] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 214.

[44] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 215.

[45] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 216.

[46] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 218.

[47] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 220.

[48] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 226.

[49] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 229.

[50] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 238.

[51] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 252.

[52] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 258.

[53] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 261.

[54] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 267-268.

[55] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 273.

[56] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 275.

[57] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 276.

[58] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 279.

[59] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 282.

[60] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 285.

[61] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 294.

[62] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 301.

[63] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 304.

[64] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 309.

[65] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 310.

[66] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 313.

[67] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 315.

[68] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 319.

[69] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 320.

[70] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 321.

[71] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 324.

[72] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 328.

[73] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 331.

[74] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 333.

[75] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 335.

[76] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 342.

[77] Karen Horney, Αὐτοανάλυση (Λευκωσία: Ταμασός, 1982), σ. 351.