Δημήτρη
Γιαννάτου, Κοινωνιολόγου, Σύμβουλου ἀπεξάρτησης στὸ Κέντρο Θεραπείας Ἐξαρτημένων
ἀτόμων (ΚΕΘΕΑ)
«Ἐκπαίδευση»
χωρὶς Παιδεία, μελέτη χωρὶς βιβλία, Ἱστορία δίχως μνήμη
Ἡ ἐξάλειψη τῆς μνήμης καὶ τῆς ἱστορίας εἶναι ἡ
νέα μορφὴ πνευματικῆς ὑποδούλωσης
Τὰ τελευταῖα
χρόνια, στὴν Ἑλλάδα, γινόμαστε μάρτυρες μιᾶς τεράστιας παιδαγωγικῆς ἀντιμεταρρύθμισης
στὸν χῶρο τῆς ἐκπαίδευσης. Ἡ συνειδητοποίησή της εἶναι κάτι περίπλοκο, ἐπειδὴ
πολλοὶ Ἕλληνες (γονεῖς, καθηγητές, φοιτητές, πολιτικοὶ) θεωροῦν ὅτι τὸ
κατάντημα τῆς ἐκπαίδευσης, ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἐφαρμόζονται οἱ ὑπερμοντέρνες
παιδαγωγικὲς καὶ πολιτικές, ποὺ ζηλεύουν σὲ ἄλλες προηγμένες χῶρες. Μήπως, ὅμως
χρειάζεται νὰ καταλάβουμε ὅτι ἡ κρίση στὴν ἐκπαίδευση, εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ ἀναθεώρηση
καὶ ὑποτίμηση τῆς Παιδείας μας, λόγω τῆς ἀσύντακτης καὶ λαίμαργης εἰσαγωγῆς τῆς
λεγόμενης «μετα-μοντέρνας» κατάρτισης τῶν δεξιοτήτων;
Τὸ 2006, θὰ
μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι πραγματοποιεῖται ἡ πρώτη συμβολικὴ καὶ οὐσιαστικὴ πράξη
τῆς συγκεκριμένης ἀντιμεταρρύθμισης, μὲ τὴν εἰσαγωγὴ τῶν βιβλίων οὐδέτερης ἱστορίας
στὴν ΣΤ΄ Δημοτικοῦ καὶ στὴν Γ΄ Γυμνασίου, τὰ ὁποῖα ἀποσύρθηκαν ὑπὸ τὴν πίεση
λαϊκῶν ἀντιδράσεων. Ὅμως ἡ κορύφωση τῆς ἀντιμεταρρύθμισης αὐτῆς, συντελεῖται τὴν
τελευταία τριετία, μὲ ἐγκυκλίους ποὺ φοροῦν τὴ μάσκα τῆς «προόδου», ἐνῶ στὴν
πραγματικότητα ἀποτελοῦν μέρος τῆς πλανητικῆς πολιτικῆς προσπάθειας δημιουργίας
τοῦ ἀνέστιου τύπου ἀνθρώπου τοῦ 21ου αἰώνα.
Στὴν οὐσία ἐπιχειρεῖται
ἡ ἀλλαγὴ τοῦ πολιτισμικοῦ παραδείγματος, ἔτσι ὥστε τὸ καπιταλισμικὸ (καπιταλισμὸς
σὺν πολιτισμὸς) σύστημα νὰ βρεῖ τὰ ἀπαραίτητα «καύσιμα» (ἀνθρώπους, οἰκονομία,
κοινωνικὲς σχέσεις, ἐπικοινωνία , νέες «θρησκεῖες», κ.ἄ.) καὶ νὰ συνεχίσει νὰ ἐπιβιώνει.
Στὴν προσπάθεια αὐτὴ ἀξιοποιεῖ τὴν τεχνολογικὴ ὑπερχείλιση τῶν ἀνακαλύψεων τοῦ
20ου αἰώνα καὶ τὴν ἔμφυτη ἀνθρωπιά μας, τὴν ὁποία μεταλλάσει σὲ «ἀνθρωπισμὸ» καὶ
σὲ ἕναν κόσμο προόδου «χωρὶς ὅρια» καὶ χωρὶς βέβαια κανένα συνεκτικὸ ὀντολογικὸ
κέντρο.
Ἡ νέα
παιδαγωγική, κολύμπησε στὰ βαθιὰ νερὰ τῆς παγκόσμιας ἀμφισβήτησης τοῦ ΄60 καὶ υἱοθετώντας
τὰ ἀρχικὰ ἀναγκαῖα μηνύματά της - ἐνάντια στὴν αὐταρχικὴ παιδεία -στὴ συνέχεια
τὰ ἐνσωμάτωσε σὲ μεθόδους μιᾶς νέας βιοπολιτικῆς, οἰκονομικῆς καὶ πολιτισμικῆς
κυριαρχίας καὶ παγκόσμιων ἀνισοτήτων. Ἡ ἁπλοποίηση τῆς γλώσσας σὲ ἁπλὸ κώδικα ἐπικοινωνίας
χωρὶς πολιτισμικὴ κληρονομιὰ καὶ οἱ «κοίταξε καὶ πὲς» (look and say) μέθοδοι
διδασκαλίας, ἡ ἐξάπλωση τῆς μεγατεχνικῆς ὡς τῆς μόνης καὶ ἀναπόφευκτης προόδου
τοῦ ἀνθρώπου, ἡ θεοποίηση τῆς ψηφιακῆς ἐπικοινωνίας καὶ ἡ ἀμφισβήτηση σχεδὸν ἀρχετυπικῶν
μορφῶν κοινοτισμοῦ (οἰκογένεια, γειτονιά, λαϊκὴ τέχνη, συναδελφικὲς ἐπαγγελματικὲς
ἑνώσεις, πολιτιστικοὶ σύλλογοι, ἀθλητικοὶ ὅμιλοι, συνδικάτα, θρησκευτικὴ
κοινότητα, κ.ἄ.), ὁδηγοῦν στὴν κυριαρχία τοῦ μαζικοῦ ἀτόμου ἐνάντια στὸν
συλλογικὸ ἄνθρωπο.
Οἱ Η.Π.Α ἦταν
τὸ θερμοκήπιο τῶν ἰδεῶν αὐτῶν, γιὰ νὰ ἀκολουθήσει τὸ παράδειγμά τους χρόνια ἀργότερα,
ἡ Γαλλία, σὲ μιὰ ἐποχὴ μάλιστα ποὺ στὴν Ἀμερική, εἶχε ξεκινήσει ἤδη μιὰ κριτικὴ
σὲ ἕνα παιδαγωγικὸ σύστημα ποὺ γεννοῦσε ἐξειδικευμένους ἀναλφάβητους. Ἀξίζει ἐδῶ
νὰ σημειώσουμε ὅτι ἡ ὑπερμοντέρνα παιδαγωγική, εὐελπιστώντας νὰ ἀπελευθερώσει τὸ
παιδὶ ἀπὸ κάθε καθοδήγηση καὶ αὐθεντία, ἀνακάλυπτε ἐκ νέου καὶ χρησιμοποιοῦσε ἐκτεταμένα
τὴν ἴδια τὴν ἔννοια τῆς κοινότητας, τῆς οἰκογένειας καὶ τῆς ὁμάδας.
Ἡ πλήρης ἐξατομίκευση,
ἑνὸς «προοδευτικοῦ» πολιτισμικοῦ Ροβινσώνα, θὰ συντελοῦνταν μέσα ἀπὸ φύσει
παραδοσιακὰ ἀνθρώπινα στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα τὸ νέο σύστημα κυριαρχίας ἀμφισβητεῖ
μόνον ὅταν ἐντάσσονται σὲ ἕνα ἐθνικὸ ἔδαφος, ἢ ὅταν ἀποτελοῦν ἐναλλακτικὲς μορφὲς
οἰκονομίας καὶ κοινωνίας, ἐνάντια στὴ παγκοσμιοποίηση τῆς ἐκμετάλλευσης. Στὸ
πλαίσιο αὐτό, ἡ ὁμάδα καὶ ἡ κοινότητα, καταλήγουν πειραματικὰ ἐργαλεῖα
μάνατζμεντ στὶς «δημοκρατικὲς» πολυεθνικὲς ἐπιχειρήσεις, ἢ στὰ σχολεῖα, ὅπου ἀξιοποιοῦν
τὸν ἀξεπέραστο οἰκογενειακὸ δεσμό, ἀναπτύσσοντας τὶς ἀπαραίτητες στρατηγικὲς ποὺ
ὁδηγοῦν στὴν «κρατικὴ» διαπαιδαγώγηση καὶ στὴ φιλελεύθερη ὁλοκληρωτικὴ
«δημοκρατία» τῶν εἰδικῶν. Λίγο παράδοξα, θὰ λέγαμε ὅτι ἡ οἰκογένεια καὶ ἡ
σχολικὴ κοινότητα ἐνδυναμώνονται τοπικά, γιὰ νὰ καταλήξουν νὰ ἀποδυναμώνονται
συνολικά.
Οἱ μεταρρυθμίσεις
τῆς ἑλληνικῆς ἐκπαίδευσης εἶναι μέρος τῆς «μοντέρνας» μαζικῆς κοινωνίας καὶ
λειτουργοῦν ὡς ἰδεολογικοὶ μηχανισμοὶ μιᾶς ἀριστερῆς «προοδευτικῆς» ἐξουσίας, ἀνάλογης
τῆς «παραδοσιακῆς» ὁλοκληρωτικῆς δεξιᾶς κυριαρχίας. Συμπληρώνουν τὸν
διαμεσολαβητικὸ ρόλο τῶν ΜΜΕ ποὺ ἀντικαθιστοῦν ὁλοκληρωτικὰ κάθε ἀρχαϊκό,
κοινοτικὸ ἢ πνευματικὸ δεσμὸ ποὺ ἔδινε νόημα στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη.
Τὰ βιβλία καὶ ἡ μνήμη στὴν πυρὰ
Τὰ πράγματα,
εἶναι πολὺ σοβαρὰ καὶ ὅλοι μας εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικὸ νὰ νοιαζόμαστε γιὰ τὸ
μέλλον τῆς παιδείας καὶ τῶν παιδιῶν μας. Καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ ὅσον κι ἂν ἀκούγεται
ὑπερβολικό, οἱ ἐξελίξεις αὐτὲς παίρνουν τὴν ἐξελιγμένη μορφὴ ἑνὸς πανάρχαιου
τρόπου ἄσκησης τῆς συγκεντρωτικῆς ἀπολυταρχικῆς ἐξουσίας: «τὸ κάψιμο τῶν
βιβλίων» μὲ τὴ συνακόλουθη ἐξάλειψη τῆς μνήμης.
Ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους
ἱεροβασιλεῖς, στὸν τελευταῖο αὐτοκράτορα Τσὶν τὸ 213 π.Χ. καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στοὺς
Ναζί, τὸ κάψιμο τῶν βιβλίων καὶ τῆς μνήμης, ἀποτελοῦσε πάντα τὴν «τελικὴ λύση» ὅταν
ὁ ἄνθρωπος ἐπέμενε νὰ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἕνα σύνθετο δημιούργημα μὲ παρελθόν,
παρὸν καὶ μέλλον, μὲ λόγια καὶ κείμενα ποὺ εἶχαν σημασία γιὰ τὸν Ἔρωτα καὶ τὴ
ζωή, ἐνάντια στὴν ἰσοπεδωτικὴ λογικὴ τοῦ «ἐδῶ καὶ τώρα». Οἱ Ναζὶ μάλιστα, τὸ πῆγαν
πιὸ μακριά, καίγοντας ὁλόκληρα χωριὰ καὶ ὄχι μόνο ὡς ἀντίποινα. Ἔτσι ἔσβηναν τὴν
ἱστορία, τὴ μνήμη, τὴν ἱστορία ἑνὸς τόπου. Τὰ ντουβάρια τῶν σπιτιῶν, οἱ δρόμοι,
οἱ ἐκκλησίες, τὰ σχολειὰ ἔκρυβαν συναισθήματα, μικρὲς οἰκογενειακὲς συνέχειες,
κληρονομιά, παράδοση, λαϊκὴ σοφία καὶ πολιτισμὸ ποὺ ποθοῦσε νὰ ἐπιζήσει στὸ
μέλλον. Τὸ καμένο ἔδαφος ἦταν σύμβολο ἐξουσίας, ὑλικῆς καὶ πνευματικῆς
λεηλασίας, ἀλλὰ τὸ κυριότερο ἦταν γόνιμο γιὰ νὰ ξαναγραφτεῖ ἡ ἱστορία μὲ νέους
κανόνες καὶ πάντα μὲ τὸ φόβο ὅτι ὅλα εἶναι παροντικὰ καὶ προσωρινά, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ
κυρίαρχο χέρι τῆς ἀπολυταρχικῆς ἐξουσίας, ποὺ μπορεῖ νὰ ξεγράφει τὴ μνήμη καὶ νὰ
γράφει τὸ μέλλον.
Στὴ ἐποχή
μας, τὸ «κάψιμο τῶν βιβλίων καὶ τῆς μνήμης» παίρνει μιὰ ἀντιφατικὴ μορφή, καθὼς
ὑλοποιεῖται μὲ τὴν γοητευτικὴ διαμεσολάβηση τῆς ἀκαριαίας ἐπικοινωνίας, τῆς
πλούσιας ἐντυπωσιακῆς στιγμιαίας εἰκόνας καὶ τὴν ἀναζήτηση τοῦ «ἀνθρωπιστικοῦ ἰδεώδους»
μιᾶς παγκόσμιας φυλῆς οὐδέτερων ἀνθρώπων, ἑνὸς «φυλετικοῦ κομμουνισμοῦ», ὅπως τὸν
περιγράφει ὁ πατριάρχης τῆς μαζικῆς κουλτούρας τῶν ἠλεκτρονικῶν ἐπικοινωνιῶν,
φιλόσοφος Μάρσαλ Μὰκ Λούαν.
Ὁ ὁποῖος
θεωροῦσε ὅτι οἱ παραδοσιακὲς μορφὲς μάθησης ἦταν νεκρὲς καὶ πὼς ἡ
παγκοσμιοποίηση τῶν μέσων ὁδηγεῖ στὴν παγκοσμιοποίηση τῆς συνείδησης μὲ
«προοδευτικὸ» τρόπο. Ἔτσι στρώνεται ὁ … ζωτικὸς χῶρος ἑνὸς πολιτισμοῦ χωρὶς
πολιτισμικὴ κληρονομιὰ καὶ ἀκόμα πιὸ τραβηγμένα, χωρὶς ἀνθρωπολογικὰ
χαρακτηριστικά. Μέσα σὲ ἕναν κόσμο ἀνάλογο τῶν τράνζιτ τῶν ἀεροδρομίων, συνεχῶς
μετακινούμενο καὶ πολλαπλὰ ἐντέλει ὑποταγμένο στὴν ἐξουσία τοῦ τεχνοφασισμοῦ καὶ
τῆς ψηφιακῆς εἰδωλολατρίας, εἴτε μὲ τὴ μορφὴ τῆς παγκόσμιας ἀνοικτῆς ἀγορᾶς τῆς
δεξιᾶς, εἴτε στὴ μορφὴ τῆς κοσμοπολίτικης «ἀδελφοσύνης» τῆς ἀριστερᾶς.
Ὁ οἰκουμενικὸς
Ἀμερικανὸς στοχαστὴς Λουὶς Μάμφορντ, κρίνοντας τολμηρὰ τὴν «ἀπελευθερωτικὴ»
μελλοντολογία τοῦ Μὰκ Λούαν, μᾶς δείχνει τὸ μέγεθος τῆς καταστροφῆς ποὺ ὑποθάλπει,
ἀναφέροντας: «ἂν καὶ ἡ γενιά μου συνδέει συνήθως τὸ κάψιμο αὐτὸ μὲ τὶς δημόσιες
πυρὲς ποὺ ἄναβαν οἱ Ναζὶ κατὰ τὴ δεκαετία τοῦ 1930, αὐτὴ ἦταν μιὰ σχετικὰ ἀθώα ἐκδήλωση,
γιατί ξεφορτωνόταν μόνον ἕνα συμβολικὸ μέρος τοῦ παγκόσμιου ἀποθέματος βιβλίων.
Ἀλλὰ ὁ Μὰκ Λούαν ἔμελλε νὰ φανταστεῖ ὡς ἔσχατο δῶρο τῆς τεχνολογίας ἕναν πιὸ ἀπόλυτο
τρόπο ἐλέγχου: ἕναν τρόπο ποὺ θὰ πετύχει πλήρη ἀγραμματοσύνη, μὲ καμιὰ μόνιμη
καταγραφὴ ἐκτὸς ἀπὸ ἐκείνη ποὺ ἐπίσημα συνδέεται μὲ τὸν κομπιοῦτερ καὶ εἶναι ἀνοικτὴ
μόνο σὲ ἐκείνους ποὺ τοὺς ἐπιτρέπεται ἡ πρόσβαση σὲ αὐτὸ τὸ μέτρο».
Ἡ ἐξάπλωση τῆς
μονοσήμαντης ψηφιακῆς κουλτούρας, δίχως τὴ σύνθεση μὲ τοὺς παραδοσιακοὺς
τρόπους ἔκφρασης καὶ μάθησης, χωρὶς ἕνα συνεκτικὸ ἐθνικό, ἐδαφικὸ καὶ ἱστορικὸ
κέντρο, δίχως τὴ συνύπαρξη τοῦ μαυροπίνακα καὶ τῆς κιμωλίας μὲ τὸν διαδραστικὸ
πίνακα, δίχως τὴν ἰσορροπία πνεύματος καὶ τεχνικῆς, θὰ ὁδηγήσει στὴν ἐξάλειψη τῆς
πολυεγκεφαλικῆς συλλογικῆς μνήμης τοῦ ἀνθρώπου. Πολλοὶ ἀνθρωπολόγοι ἔχουν ὑποστηρίξει
ὅτι αὐτὸ θὰ ὁδηγοῦσε τὴν ἀνθρωπότητα πολὺ πίσω, σὲ μιὰ προ-πρωτόγονη κατάσταση,
καθὼς ἀκόμα καὶ οἱ προ-ἐγγράμματοι λαοὶ εἶχαν ἀναπτύξει μιὰ ἐξαιρετικὴ μνήμη καὶ
διαφύλατταν μὲ συνεχῆ ἐπανάληψη – ἀκόμα καὶ σὲ βάρος τῆς ἐπινόησης – τοὺς
χυμώδεις δεσμοὺς μὲ τὸ παρελθόν τους. «Οἱ βάρδοι αὐτῆς τῆς προφορικῆς κουλτούρας
μποροῦσαν νὰ ἀπαγγείλουν ὁλόκληρη τὴν Ἰλιάδα χωρὶς νὰ προσφύγουν οὔτε σὲ μιὰ
γραπτὴ λέξη» (Λούις Μάμφορντ).
Τὸ πρόβλημα δὲν
εἶναι ἡ καινοτομία καὶ ἡ τεχνολογικὴ ἐξέλιξη, ἀλλὰ ἡ ἄγνοια γιὰ τὸ τί ἐγκαταλείπουμε
πρὸς χάριν μιᾶς ψυχαναγκαστικῆς προσταγῆς γιὰ καινοτομία. Ἔτσι, ἡ ἀπάλειψη τῆς
γραπτῆς καταγραφῆς, τῆς ὑπομονετικῆς ἔντυπης μελέτης τῶν βιβλίων, πέρα ἀπὸ τὴν
συλλογικὴ ἀμνησία, ὁδηγεῖ καὶ στὴ μειωμένη ἐνσυναίσθηση τῶν παιδιῶν. Μουδιάζει
δηλαδὴ τὴν ἱκανότητα, νὰ μποροῦμε νὰ «μπαίνουμε στὴ θέση τοῦ ἄλλου». Ὁ
τεράστιος ὄγκος πληροφοριῶν, ἡ ἑστίαση τῆς προσοχῆς σὲ πολλαπλὰ ἀντικείμενα-προϊόντα
(διαθεματικότητα) καὶ ἡ ἀνάγκη γρήγορων ἀντιδράσεων, μειώνουν τὸ χρόνο, τὴν
προσοχὴ καὶ τὴ διεργασία ποὺ ἀπαιτεῖται ὥστε ἕνα παιδὶ νὰ μπεῖ στὸ νόημα καὶ τὴ
σημασία τῶν λέξεων καὶ τῶν φράσεων. Ὅπως δυσκολευόμαστε νὰ κατανοήσουμε τὸ
νόημα πίσω καὶ κάτω ἀπὸ τὶς λέξεις, ἀνάλογα ἀδυνατοῦμε νὰ νιώσουμε τὴν ἐμπειρία
καὶ τὸ συναίσθημα πίσω καὶ κάτω ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ συνανθρώπου μας. Ἡ ἀνάλυση σὲ
βάθος καὶ ἡ ἀφοσίωση σὲ ἕνα βιβλίο (ἀκόμα καὶ ὡς ὑλικὴ μορφή), ἐνισχύουν τὴν
κριτικὴ σκέψη καὶ τὴν ἐνσυναίσθηση, ἐνῶ τὰ προηγούμενα τὴ μειώνουν. Ἡ μνήμη καὶ
ἡ ἐνσυναίσθηση, σχετίζεται μὲ τὸν ἀναστοχασμό, τὰ συμπεράσματα, τὴν ἀνακεφαλαίωση
καὶ τὴν αἴσθηση τοῦ χώρου, τοῦ χρόνου καὶ τῆς συνέχειας, κάτι ποὺ στὸ ψηφιακό,
«οἰκουμενικὸ χωριὸ» τοῦ Μὰκ Λούαν δὲν εἶναι προτεραιότητες. Ἀλήθεια, πόσο
τραγελαφικὸ καὶ δυσοίωνο, εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ὅσο αὐξάνεται ἡ ἀπαίτηση καὶ ἡ ἀνάγκη
γιὰ περισσότερη «μνήμη-ram», στὰ τάμπλετς, τοὺς ὑπολογιστὲς καὶ τὰ κινητά μας,
τόσο περισσότερο ἐξαφανίζεται καὶ συκοφαντεῖται ἡ ἐθνικὴ καὶ συλλογική μας
μνήμη;
Μιὰ καλὴ ἀρχή,
εἶναι οἱ γονεῖς νὰ διαβάζουμε προσεκτικά τα σχολικὰ βιβλία τῶν παιδιῶν μας. Νὰ
κατανοήσουμε τί παίζεται κάτω ἀπὸ τοὺς ἐντυπωσιακοὺς τίτλους καὶ τὶς προσταγὲς
μιᾶς ὑπερμοντέρνας παιδαγωγικῆς. Ἡ ἀποδοχὴ τῆς τεχνολογικῆς τελειότητας ὡς
Μεσσία, κατασιγάζει τὸ ἄγχος μας ὡς γονεῖς γιὰ ἕνα μέλλον ποὺ διαισθανόμαστε ἐφιαλτικό.
Ἔχουμε ἀνάγκη νὰ νιώθουμε αἰσιόδοξοι, ἀλλιῶς τὸ ὑπαρξιακὸ ἀδιέξοδο τοῦ σύγχρονου
ἀνθρώπου μπορεῖ νὰ μᾶς καταπιεῖ. Ἡ ἀνάγκη αὐτὴ ὅμως δὲν ἐξαφανίζει τὸ ἄγχος καὶ
τὰ ἀδιέξοδα. Χρειάζεται πάντα καὶ ὁ διαρκὴς ἀγώνας ἐνάντια στὴν ἰσχὺ τοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ
- ποὺ ἑτοιμάζει ἤδη τὸν ὑπερτεχνολογικὸ μετάνθρωπο - θέλοντας τὰ παιδιά μας καὶ
ἐμᾶς, μοναχικοὺς Νάρκισσους, οἰκονομικὲς μονάδες παραγωγῆς καὶ ὑπηκόους.
Οἱ ταγοὶ τοῦ Ὑπουργείου
Παιδείας μας, ἀποτελοῦν τοὺς καλλίτερους πρεσβευτὲς τοῦ ὑπερμοντέρνου
παιδαγωγικοῦ σχετικισμοῦ, ποὺ καταλήγει σὲ αὐτὸ ποὺ πολλοὶ ὀνομάζουν
«γενοκτονία τῆς μνήμης». Καῖνε τὴ μνήμη καὶ ξαναγράφουν τὴν ἱστορία, σύμφωνα μὲ
τὴν νέα βιοπολιτικὴ ἐξουσία ποὺ σχεδιάζει τὴ νέα ἀνακατανομὴ κυριάρχων καὶ
κυριαρχούμενων λαῶν. Χρειάζεται νὰ κριθοῦν πολὺ αὐστηρὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς, ἔχοντας
ὑπόψιν ὅλα τα παραπάνω. Ἡ ἐξάλειψη τῆς μνήμης καὶ τῆς ἱστορίας εἶναι ἡ νέα μορφὴ
πνευματικῆς ὑποδούλωσης. Καὶ ποιὸς θὰ ἤθελε, δούλους τὰ παιδιά του;
Ἐνδεικτικὴ
βιβλιογραφία:
Μάμφορντ
Λούις, Ὁ μύθος τῆς μηχανῆς. Τὸ πεντάγωνο
τῆς ἰσχύος (2005) - Ἐκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη.
Μισεά Ζὰν
Κλώντ, Ἡ ἐκπαίδευση τῆς ἀμάθειας
(2002) – Ἐκδόσεις Βιβλιόραμα, Ἀθήνα.
Βὸλφ Μαριάν,
«Ἔντυπη ἀνάγνωση ἐναντίον ψηφιακῆς» 2018 -
https://diastixo.gr/arthra/10624-enantion-pshfiakhs-volf
Λὰς Κρίστοφερ,
Ἡ κουλτούρα τοῦ ναρκισσισμοῦ (2002) –
Ἐκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη.