(Ἀπό
τό βιβλίο του ΤΑ
ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ, ἐκδ. Πορφύρα)
Τό
καλοκαίρι εἶναι μιά ἐποχή ἀποκαλύψεων. Κάτι ἡ ζέστη, κάτι ἡ χαλάρωση τῶν ρυθμῶν
τοῦ χειμώνα, ἔρχεται καί ἡ θερινή ἄδεια καί γίνονται ὁρατά πολλά ἀπ’ ὅσα μένουν
κρυμμένα τούς ὑπόλοιπους μῆνες τοῦ χρόνου.
Τό
θέαμα, τίς περισσότερες φορές, εἶναι δυσάρεστο, μερικές φορές μάλιστα καί
ἀποκρουστικό. Αὐτό ἰσχύει καί γιά τά σώματα, πού ἡ θερινή ζέστη τά
ἀπελευθερώνει ἀπό τά πολλά ροῦχα, ἰσχύει καί γιά τίς κρυφές γωνίες τοῦ
χαρακτήρα τῶν ἀνθρώπων. ᾿Ιδιαίτερα τοῦ χαρακτήρα τῶν ἀνθρώπων τῶν μεγάλων
πόλεων. ᾿Από αὐτές μάλιστα τίς τελευταῖες... ἀποκαλύψεις ἀναδύεται ὁ χαρακτήρας
καί ἡ ποιότητα αὐτοῦ τοῦ ἀνθρωπίνου... χυλοῦ, πού καταχρηστικά ὀνομάζουμε πόλη.
Μιά
πόλη σάν τήν ᾿Αθήνα ἤ σάν τόν Πειραιᾶ δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνας χῶρος συνύπαρξης.
Εἶναι ἕνας χῶρος διαμόρφωσης ἀνθρώπων μέ βάση συγκεκριμένες συνθῆκες. Τό μικρό
αὐτό κείμενο δέ φιλοδοξεῖ, οὔτε νά ἀναλύσει, οὔτε νά ψυχαναλύσει. Περιορίζεται
νά παρατηρήσει καί, ὅσο μπορεῖ, νά συνδέσει πράγματα φαινομενικά ἀσύνδετα
μεταξύ τους. Σκέφτομαι, λοιπόν, πώς δέν εἶναι δυνατόν νά μένει ἡ ἀνθρώπινη ψυχή
ἀνεπηρέαστη ἀπό αὐτό πού τήν περιτριγυρίζουν.
Σέ
μιά μεγάλη πόλη βασιλεύουν ὑλικά σκληρά καί σχήματα ἄκαμπτα. Βασιλεύει τό
τσιμέντο καί ἡ ἄσφαλτος, βασιλεύουν οἱ εὐθεῖες και οἱ γωνίες. Λίγο πιό ἔξω, ἕνα
δέντρο θ’ ἀνοίξει διάλογο καί μέ τήν παραμικρότερη πνοή τοῦ ἀέρα. Τό χῶμα εἶναι
πάντα ἕτοιμο νά ὑποδεχτεῖ μέ εὐγνωμοσύνη τήν κάθε ψιχάλα. ῾Ο κύκλος τοῦ καιροῦ
χρωματίζει λουλούδια καί οὐρανό. Οἱ πολυκατοικίες ὅμως μένουν ἀδιάφορες, ἀκόμη
καί στή θύελλα, ἡ ἄσφαλτος δίνει μιά καί πετάει μέ περιφρόνηση στίς ἄκρες της
τό νερό τῆς βροχῆς, τά τσιμέντα δέ βρέθηκε τρόπος ἀκόμη ν’ ἀνθίζουν. Τά σχήματα
καί οἱ κατασκευές ἐκπέμπουν μία ἀποκρουστική ὑπεροψία, μνημεῖα κι αὐτά ἑνός
«πολιτισμοῦ», πού ἔχει θεοποιήσει τή δύναμη καί τήν ἀλαζονική ἐξουσία.
Δημιουργοῦμε
τίς πόλεις πού μᾶς ἀξίζουν, ἤ εἴμαστε οἱ μικρές ἔμψυχες ἀπεικονίσεις τους; Δέν
ἔχει καί τόση σημασία. Σημασία ἔχει πώς οἱ μεγάλες πόλεις φαίνεται νά ἀποτελοῦν
τόν καρκίνο τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ. ῾Η ἀκαμψία, τό πέτρωμα καί ἡ
στεγανοποίηση φαίνεται νά διαποτίζει τίς ἀνθρώπινες ψυχές καί νά διαμορφώνει
ἀνθρώπους μόνους, σκληρούς καί ἀγενεῖς. ῾Η αὐτάρκεια δέν ἔχει λόγους νά
ἀναζητήσει κώδικες συνύπαρξης. ᾿Αντιθέτως ἔχει λόγους νά ἀπομακρύνει τόν
«πλησίον», πού ἔχει μεταβληθεῖ ἁπλῶς σέ ἕναν ἐνοχλητικό. Στίς μεγάλες πόλεις ἡ
μοναξιά δέν ἐχοχλεῖ πλέον. ᾿Αντιθέτως, εἶναι ἐπιθυμητή. Οἱ παρενέργειές της,
σωματικές καί ψυχικές, εἶναι ὑπό ἔρευνα, ὅμως ἕνας Θεός ξέρει πόσες γενεές
ἀστῶν θά χαντακωθοῦν, μέχρι νά βγοῦν «ἐπιστημονικῶς» ἔγκυρα συμπεράσματα.
῾Η
ζωή σέ μιά μεγάλη πόλη στηρίζεται σέ δυό ποδάρια, σέ δυό πράξεις, σέ δυό
ρήματα· «ἀγοράζω» καί «πουλάω». ῞Ολα ἔχουν τιμή. ῞Ολα εἶναι διαθέσιμα, ἀρκεῖ νά
μπορεῖς νά καλύψεις τήν τρέχουσα ἀξία τους. ῾Ο κάτοικος μιᾶς πόλης - ὁ ὅρος
«πολίτης» ἀποφεύγεται συστηματικά, γιά νά μήν τρελαθοῦμε ἐντελῶς - εἶναι κυρίως
ἕνας καταναλωτής. ῾Ικανοποιημένος ἄν κατάφερε νά ἀγοράσει αὐτό πού ἤθελε στήν
καλύτερη τιμή ἤ ἀνικανοποίητος, ἄν
βλέπει τίς διαφημίσεις νά τοῦ προτείνουν πράγματα, πού δέ μπορεῖ νά ἀγοράσει.
Μέ
αὐτά τά χαρακτηριστικά - πού δέν εἶναι βέβαια τά μόνα- ὁ κάτοικος τῆς πόλης θά
πάρει κάποτε τήν ἄδειά του. ῾Ο κάτοικος τῆς πόλης σέ ἄδεια ὀνομάζεται
«τουρίστας». Δέν ξέρω τήν ἐτυμολογία τῆς λέξεως, μέ καλύπτει ὅμως ἡ ἔννοια πού
ἀποδίδει σ’ αὐτήν ὁ Νεοέλληνας. «Τουρίστας» εἶναι μεταφορικά ὁ ἄσχετος, ὁ
ἀδιάφορος, ὁ ξένος καί συνοδεύεται συνήθως ἀπό ἀπαξιωτικό κούνημα τοῦ κεφαλιοῦ
καί τράβηγμα τῶν χειλιῶν πρός τά κάτω.
Μιά
στρατιά τουριστῶν, ἀδιάφορων, τρελαμένων ἀπό τό τσιμέντο καί τήν ἄσφαλτο 11
μηνῶν, σκληρῶν, ρηχῶν, ἀχόρταγων καταναλωτῶν, ξένων μέ ὅλα, ἀκόμη καί μέ τήν
ψυχή τους, περιμένουν οἱ μικροί παράδεισοι τῆς ῾Ελλάδας. Βασικό χαρακτηριστικό
τῆς στρατιᾶς αὐτῆς εἶναι ἡ ἀγένεια καί ἡ ἀδιακρισία. Τά περισσότερα μέλη αὐτῆς
τῆς στρατιᾶς θά εἰσβάλουν, θά συλήσουν καί θά ἀποχωρήσουν ἀφήνοντας πίσω
τους... ἰθαγενεῖς νά μαζέψουν τά σκουπίδια τους καί νά ἐπιδιορθώσουν ὅσες ἀπό τίς
ζημιές ἐπιδιορθώνονται. Βέβαια, οἱ ἰθαγενεῖς αὐτοί θά χαροῦν γιατί ἡ βιομηχανία
τῆς βαρβαρότητας -τουρισμός ὀνομάζεται- πῆγε καί φέτος καλά. ῎Αλλωστε, τό
ἀληθινό κόστος αὐτοῦ τοῦ «καλά» θά τό πληρώσουν δυό-τρεῖς γενεές ἀργότερα. Δέ
θά καταλάβουν, ὅμως, πώς ὁ καρκίνος τῶν πόλεων καταστρέφει τά κύτταρά τους,
ὅπως καί τοῦ τόπου τους. ῾Η παιδεία ἄλλωστε πού τούς παρεσχέθη, κατασκευασμένη
σέ πολυτελῆ ὑπουργικά γραφεῖα, στό κέντρο φυσικά τοῦ «κέντρου», ἔχει φροντίσει,
ὥστε νά αἰσθανθοῦν καί περήφανοι, πού ἡ πρόοδος κέρδισε καί φέτος ἀκόμη ἕνα
βῆμα, ἀφοῦ, καί νέο μπητς-μπαρ φτιάχτηκε, καί τή Γιουροβίζιον εἴδαμε ἀπό ὀθόνη
λεντ.
Κάποιοι
ὅμως ἀπό τή στρατιά θά προλάβουν νά μεταβληθοῦν ἀπό τουρίστες σέ ἐπισκέπτες.
῎Αν ὁ ὅρος «τουρίστας» συνδυάζεται μέ τόν ἀγενῆ ἐπιδρομέα, ὁ ὅρος «ἐπισκέπτης»
φέρνει στό νοῦ τό διακριτικό κτύπημα στήν πόρτα καί τή συνεσταλμένη ἐρώτηση·
«᾿Επιτρέπετε»;
῾Ο
ἐπισκέπτης εἶναι πάντα χαρά γιά ἕνα σπίτι. Θεωρεῖ τιμή του πού τόν δέχτηκαν καί
συγχρόνως ἀποτελεῖ τιμή γιά τούς οἰκοδεσπότες. ῾Ο ἐπισκέπτης σέβεται. Σέβεται
τό χῶρο καί τά πράγματα. Σέβεται τά ὅρια. Δέν αἰσθάνεται νά τόν περιορίζουν,
ἀντίθετα, βρίσκει ἄκρως ἐνδιαφέρον τό νά ἀκολουθήσει, ἔστω καί γιά λίγο,
διαφορετικούς ρυθμούς, ἐμπλουτίζοντας τούς δικούς του καί ἀνοίγοντας τή ματιά
του σέ νέες ἐξηγήσεις καί ἀντιδράσεις γιά τή δική του καθημερινότητα. Θέλει καί
ξέρει νά φιλοξενεῖ σπίτι του κι ἔτσι ἔχει τήν ἔννοια, χωρίς νά χάνει τήν
ἀξιοπρέπειά του, νά προσαρμοστεῖ στό σπίτι πού βρέθηκε καί νά κάνει τούς
νοικοκυραίους νά ποῦν γι’ αὐτόν «χαλάλι».
῾Ο
ἐπισκέπτης δέν καταναλώνει φαΐ, θέαμα καί ὑπηρεσίες. Σηκώνει τό πέπλο τῆς
πρώτης ἐντύπωσης, γοητεύεται ἀπό τό πῶς ἡ ψυχή τῶν ἀνθρώπων ἀποτυπώθηκε στά
κτήρια καί τίς συνήθειές τους, κρεμάει κομμάτια τῆς ψυχῆς του ἀπό τά κλαδιά τῶν
δέντρων, ἀφήνει τό νοῦ του νά ταξιδεύει στό παρελθόν καί ἀγωνιᾶ γιά τό μέλλον
τοῦ τόπου πού βρέθηκε, δέ διστάζει νά μαζέψει τό σκουπιδάκι ἀπό κάτω, ἔστω κι
ἄν δέν τό ’ριξε αὐτός, ἔστω κι ἄν δέν ξαναπατήσει ποτέ πιά ἐδῶ.
῾Ο
ἐπισκέπτης ξέρει νά συμπονάει τά ἄψυχα καί τά ζωντανά. Πῶς τά κατάφερε καί δέν
τόν ἔπνιξαν τά τσιμέντα καί οἱ ἄσφαλτοι; Μπορεῖ νά συνήθισε ν’ ἀκούει
«καλημέρα» ἀπό ἕνα δέντρο κάθε πρωί, μπορεῖ νά βρέθηκε στήν πορεία τῆς ζωῆς του
κάποιος πού νά τόν ἔμαθε νά προσηλώνει ἐπίμονα τό βλέμμα του κάπου καί νά μήν
τό ἀποτραβήξει πρίν ἡ εἰκόνα περάσει στήν ψυχή του. Μπορεῖ, τέλος, νά πετύχει
νά αἰσθάνεται μέρος ἑνός συνόλου, ἑνός κόσμου, καί νά ἀγωνιᾶ ἄν θά ζήσει σά
στολίδι ἀντάξιό του.
῞Ο,τι
κι ἄν συμβαίνει, ὁ ἐπισκέπτης ἀπολαμβάνει κάθε στιγμή τόν ἐμπλουτισμό τῆς ψυχῆς
του μέ νέες ἐμπειρίες, παραστάσεις καί σχέσεις, πλουτίζοντας τά γύρω του μέ τήν
παρουσία του, τήν ἴδια ὥρα πού ὁ τουρίστας ἀναζητᾶ τρόπους νά τά διαποτίσει μέ
τή μιζέρια του.
῾Η
εἰκονίτσα πού μοῦ ἔρχεται στό νοῦ δέν εἶναι βυζαντινή. ῎Εχει ἕναν ξανθό Χριστό
μέ λευκό χιτώνα νά κτυπάει διακριτικά μιά χοντρή, ξύλινη καί χορταριασμένη
πόρτα. Μ’ ἀρέσει αὐτή ἡ εἰκόνα τοῦ ἐπισκέπτη Χριστοῦ, τοῦ εὐγενοῦς καί
διακριτικοῦ ἐπισκέπτη Χριστοῦ. ῾Ο τρόπος πού «ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους» εἶναι
πρότυπο συμπεριφορᾶς, πρότυπο σεβασμοῦ στό διαφορετικό, πρότυπο ἔννοιας γιά τόν
ξένο. Καί μάλιστα, ὄχι ἔννοιας ἁπλῆς, ἀλλά ἀγκαλιάσματος τοῦ ξένου, κόπου γιά
τόν ξένο, λύτρωσής του. ῞Οποιος ἔνιωσε τό διακριτικό χτύπημα τοῦ Χριστοῦ στήν
πόρτα τῆς ψυχῆς του καί πολύ περισσότερο, ὅποιος τήν ἄνοιξε, τό πιθανότερο
εἶναι νά γευτεῖ χίλια δυό πράγματα. ᾿Εξίσου ὅμως πιθανό εἶναι πώς καί οἱ γύρω
του καί τά γύρω του θά βροῦν σ’ αὐτόν παρηγοριά καλαισθησίας, εὐγένειας καί
διακριτικότητας. ῎Ισως αὐτός εἶναι ὁ μόνος δρόμος, γιά νά ξαναζωντανέψει ἡ
ἀρχοντιά στά λόγια, ἡ ἀρχοντιά στούς τρόπους, ἡ ἀρχοντιά στή φιλοξενία, ἡ
ἀρχοντιά πού τόσο μᾶς ἔχει λείψει.