Παρασκευή 29 Ιουνίου 2018

Γιάννη Τσέντου, Ἡ ἀλήθεια γιά τήν Ὑπατία, Α'


ΓΙΑΝΝΗ Κ. ΤΣΕΝΤΟΥ

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΑΤΙΑ
Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΤΙΑΣ
ΣΤΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΑΓΑΝΙΣΜΟΥ

ΜΕΡΟΣ Α΄

Ἀκτῖνες (2010) 174-183


          Σὲ προηγούμενη μελέτη μας ἀπὸ τὶς σελίδες τῶν Ἀκτίνων, παρακολουθήσαμε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἔχει προσεγγισθεῖ καὶ χρησιμοποιηθεῖ διαχρονικὰ ἡ τραγικὴ ἱ­στο­ρία τῆς Ὑπατίας, ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς ἐποχῆς τοῦ Διαφωτισμοῦ μέχρι καὶ σήμερα.  Δια­πιστώσαμε ὅτι ἡ Ὑπατία χρησιμοποιήθηκε ἐπίμονα ὡς σύμβολο στὸ πλαίσιο τῆς ἀντι­χριστιανικῆς πολεμικῆς.  Καὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ Ὑπατία ἔπαυσε νὰ εἶναι μία ἱστο­ρικὴ προ­σω­πι­κότητα καὶ ἔγινε ἕνα σύμβολο, ὁ καθένας μπο­ροῦσε νὰ δεῖ σὲ αὐτὴν σχε­δὸν ὁτι­δή­πο­τε, ἀνά­λο­γα μὲ τὰ παραμορφωτικὰ γυαλιὰ ποὺ θὰ ἐπέλεγε νὰ φορέσει, μὲ ἕναν ὅμως πά­ντα κοι­νὸ παρονομαστή: τὴν ἀντιχριστιανικὴ πολεμική.  Μὲ δεδομένο λοι­πὸν τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο εἴδαμε ὅτι ἔχει προσεγγισθεῖ τὸ θέμα τῆς Ὑ­πατίας κα­τὰ καιρούς, εἶναι λογικὸ καὶ ἀναμενόμενο ἡ κοινὴ εἰκόνα ποὺ ἔχουμε σχη­μα­τίσει γι’ αὐ­τὴν νὰ εἶναι οὕτως ἢ ἄλλως γεμάτη ἀπὸ κάθε λογῆς ἀνακρίβειες.
          Μ’ ὅλες ὅμως τὶς ἀνακρίβειες τῆς εἰκόνας μας γιὰ τὴν Ὑπατία, ὑπάρχει ἕνα τοὐ­λά­χιστον ση­μεῖο ποὺ σχεδὸν οὐδεὶς διανοεῖται νὰ ἀμφισβητήσει: ὅτι ἡ Ὑπατία ἦταν μία μάρτυς τῆς εἰ­δωλολατρικῆς παρατάξεως στὴ σύγκρουση χριστιανισμοῦ καὶ πα­γα­νι­σμοῦ. Ὅπως σχο­λιάζει ὁ Henri Irenée Marrou, τὸ ἐπεισόδιο τῆς δολοφονίας τῆς Ὑ­πα­τίας ἔχει γίνει στὴ γενική μας συνείδηση καὶ στὴν παράδοση τῆς δυτικῆς γραμ­μα­τεί­ας σύμβολο τοῦ ἀγῶ­να στὶς ἀρχὲς τοῦ πέμπτου αἰῶνα μ.Χ. ἀνάμεσα στὸν θνῄσκοντα πα­γανισμὸ καὶ τὴ θρι­αμβεύουσα Ἐκκλησία.1 Ἀκόμη καὶ καθ’ ὅλα ἔγκριτοι σύγχρονοι στο­χαστὲς ἀδυ­να­τοῦν νὰ ξεφύγουν ἀπὸ αὐτὴ τὴν παγιωμένη ἀντίληψη. Will Durant γρά­φει χα­ρα­κτηριστικὰ ὅτι οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἀλεξανδρείας ἔβλεπαν τὴν Ὑπατία μὲ μῖ­σος, «διότι ἦτο ὄχι μόνον μία θελκτικὴ ἄπιστος, ἀλλὰ ἐπίσης φίλη τοῦ Ὀρέστη, τοῦ εἰ­δωλολάτρου ἐπάρ­χου τῆς πόλεως».2
          Ὅλα ὅμως τὰ παραπάνω καταρρέουν, εὐθὺς μόλις ἀφήσουμε στὴν ἄκρη τὸ πα­ρα­­μορφωτικὸ κάτοπτρο τοῦ μύθου, καὶ τολμήσουμε νὰ θέσουμε τὸ ἑξῆς ἁπλὸ ἐρώτημα: Ἦ­­ταν πράγματι ἡ Ὑπατία ἐθνική (εἰδωλολάτρις); καὶ πῶς μποροῦμε νὰ τὸ γνωρίζουμε αὐ­­τό; Ὅσο παράδοξο καὶ ἂν φαντάζει αὐτό, ὁ Toland, ὁ Βολταῖρος, ὁ Laconte de Lisle, ὁ Kings­ley, ὁ Barrès καὶ ὅλοι ὅσοι ἔκτισαν καὶ ἐξέθρεψαν ἐπὶ αἰῶνες τὸν μῦθο τῆς Ὑ­πα­­τί­ας δὲν εἶχαν στὰ χέρια τους καμμία ἀπολύτως πηγὴ ποὺ νὰ βεβαιώνει ὅτι ἡ Ὑ­πα­τία ἦταν ἐθνική!3
          Ἂν ἡ Ὑπατία ἦταν πράγματι ἐθνική, αὐτὸ θὰ μπορούσαμε νὰ τὸ συμπεράνουμε εἴ­­τε α) ἀπὸ τὴ διδασκαλία της καὶ τὸν κύκλο τῶν μαθητῶν της, εἴτε β) ἀπὸ τὴ δράση της, εἴτε γ) ἂν διαπιστώναμε ὅτι οἱ εἰδωλολάτρες σύγχρονοί της τὴν ἐξυμνοῦν, ἐνῷ οἱ χρι­στιανοὶ τὴν κατακρίνουν ἢ τὴν ἀμφισβητοῦν, εἴτε δ) ἂν βρίσκαμε ἔστω καὶ μία πε­ρί­πτωση ἐθνικοῦ συγγραφέα ἐκεί­νης τῆς ἐποχῆς πού «διεκδικεῖ» τὴν Ὑπατία γιὰ λο­γα­ρια­σμὸ τῆς εἰδωλολατρικῆς πα­ρατάξεως στὴ σύγκρουση χριστιανισμοῦ καὶ πα­γα­νι­σμοῦ. Ὅμως, ὅπως θὰ δοῦμε ἀνα­λυτικώτερα εὐθὺς ἀμέσως, τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν συμ­βαί­νει.

Εἰς ἀναζήτησιν ἐνδείξεων:
α) Ἡ διδασκαλία καὶ ὁ κύκλος τῶν μαθητῶν τῆς Ὑπατίας
          Σὲ ὅ,τι ἀφορᾷ τὴ διδασκαλία τῆς Ὑπατίας, ἀτυχῶς δὲν σῴζονται σήμερα ἔργα τῆς Ἀλεξανδρινῆς φιλοσόφου, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ ἀναζητήσουμε σὲ αὐτὰ τὴ θρη­σκευ­τική της ταὐτότητα.  Καὶ ἄν, ὅπως εἰκάζεται ἀπὸ μερικούς, ἡ Ὑπατία θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶναι ἡ πραγματικὴ συγγραφέας κάποιων μαθηματικῶν πραγματειῶν ποὺ σῴ­ζο­νται μέχρι σήμερα, ἀτυχῶς σὲ αὐτὲς δὲν ὑπάρχει ἡ παραμικρὴ ἔνδειξη γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἔβλεπε εἴτε τὸν χριστιανισμὸ εἴτε τὸν παγανισμό.
          Ὅσο καὶ ἂν ἐμεῖς, ὅμως, δὲν μποροῦμε νὰ διαπιστώσουμε ἰδίοις ὄμ­μα­σιν ἂν ὑ­πῆρ­χε στὴ διδασκαλία τῆς Ὑπατίας κάποια συνηγορία ὑπὲρ τῆς εἰδωλολατρίας ἢ ἐπί­θε­ση κατὰ τοῦ χριστιανισμοῦ, τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι οἱ σύγχρονοί της δὲν φαίνεται νὰ εἶ­χαν ἀντιληφθεῖ κἄτι τέ­τοιο.  Πλῆθος χριστιανῶν μαθητῶν συνωστίζονταν περὶ τὴν Ἀ­λε­ξανδρινὴ φιλόσοφο, καὶ εἶναι προφανὲς ὅτι αὐτοὶ δὲν ἔβρισκαν στὴ διδασκαλία τῆς Ὑ­πατίας τίποτε ποὺ προσ­έβαλλε τὴ χριστιανική τους πίστη.
          Ὅσο μάλιστα καὶ ἂν αὐτὸ φαντάζει παράδοξο, ὁ περιφημότερος καὶ πιὸ ἀφο­σι­ω­μένος μαθητὴς τῆς Ὑπατίας ἦταν ὁ Συνέσιος Κυρήνης, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο βα­πτί­σθη­κε χριστιανός, ἀλλὰ τὸ 410-412 ἔγινε καὶ ἐπίσκοπος Πτολεμαΐδος κατόπιν τῆς ἔντονης πα­­ρότρυνσης τοῦ πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Θεοφίλου – ὁ ὁποῖος, προφανῶς, παρὰ τὸν σθε­ναρὸ ἀγῶνα ποὺ εἶχε ἀναλάβει κατὰ τοῦ παγανισμοῦ, δὲν διέκρινε στὴν προ­σή­λω­ση τοῦ Συνεσίου στὴν Ὑπατία τίποτε τὸ ἀντιφατικὸ πρὸς τὸν ἰδιότητα τοῦ χριστιανοῦ ἐπι­σκόπου, καὶ αὐτὸ ἴσως γιὰ τὸν ἁπλούστατο λόγο ὅτι δὲν διέκρινε τίποτε τὸ ἀντι­χρι­στιανικὸ στὴν Ὑπατία. Ἡ προσχώρηση τοῦ Συνε­σί­ου στὸν χριστιανισμὸ δὲν τὸν ἐμ­πό­δισε νὰ τιμᾷ ἀπεριόριστα τὴ διδάσκαλό του Ὑ­πα­τία, νὰ τὴν προσφωνεῖ σὲ ἐπι­στο­λές του «μητέρα καὶ ἀδελφὴ καὶ διδάσκαλο... καὶ ὅ,τι ἄλλο καλό»,4 καὶ ἀλλοῦ «δέ­σποι­να σεβασμία» καί «θειοτάτη ψυχή»,5 νὰ βλέπει τὰ χέρια της ὡς «ἱερά»,6 νὰ τὴν ὀνο­μάζει «ἄσυλον ἀγαθὸν»7 καί «θεοφιλέστατη καὶ σε­βασμιώτατη φιλόσοφο», οἱ μα­θη­τὲς τῆς ὁποίας ἀπολαμβάνουν τὸν θεσπέσιο λόγο της,8 καὶ νὰ δηλώνει πα­ρα­φρά­ζο­ντας τὰ λόγια τοῦ Ἀχιλλέα γιὰ τὸν Πάτροκλο9 ὅτι ἀκό­μη καὶ στὸν ᾍδη θὰ θυμᾶται τὴν ἀγαπημένη του Ὑπατία.10  Εἶναι ἴσως εὐ­τύχημα ὅτι ὁ Συνέσιος πρόλαβε νὰ φύγει ἀπὸ τὴ ζωὴ ἕνα χρόνο πρὶν τὴ δολοφονία τῆς Ὑπατίας, καὶ ἔτσι δὲν εἶδε τὸ τραγικὸ τέ­λος τῆς ἀγαπημένης του διδασκάλου.
          Πέρα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀπε­ριόριστη καὶ ἀνυπόκριτη ἀγάπη γιὰ τὴ διδάσκαλό του, ὁ Συνέσιος πίστευε ἀκρά­δαν­τα καὶ στὴν ἀξία της ὡς φιλοσόφου.  Χαρακτηριστικὸ μά­λι­στα εἶναι ὅτι σὲ μιά του ἐπι­στολή, ἀντιδιαστέλλοντας τὴ γερασμένη καὶ πα­ρηκ­μα­σμέ­νη πλέον ᾿Αθήνα πρὸς τὴ σφύ­ζουσα ἀπὸ πνευματικὴ ζωὴ ᾿Αλεξάνδρεια, γράφει ὅτι ἡ Αἴγυπτος εἶναι ἐκείνη πιὰ ποὺ τρέ­φει τὴ φιλοσοφία χάριν στή «γενιὰ τῆς ῾Υπατίας», ἐνῷ ἡ ᾿Αθήνα, πάλαι ποτὲ ἑστία σο­φῶν, δὲν μπορεῖ πλέον νὰ καυχηθεῖ παρὰ γιὰ τοὺς με­λισσουργούς της.11  Εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ Συνέσιος δὲν ἔβλεπε στὴν Ὑπατία τίποτε ποὺ ἐρχόταν σὲ σύγ­κρουση μὲ τὴ χριστιανική του πίστη.
          Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον ὁ Συνέσιος.  Σὲ μιὰ ἐπι­στο­λή του ὁ Συνέσιος στέλνει χαι­ρε­τισμοὺς σὲ ἕναν ἄλλο μαθητὴ τῆς Ὑπατίας, ὁ ὁποῖος ἦταν διάκονος.12 Ἐξάλλου, καὶ πολ­λοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τῆς Ὑπατίας ποὺ γνω­ρί­ζουμε ἀνῆλθαν σὲ ὑψηλὰ πολιτικὰ ἢ ἐκ­κλησιαστικὰ ἀξιώματα· δύο μάλιστα ἀπὸ αὐ­τοὺς ἔγιναν ἐπίσκοποι.  Εἶναι ἐπίσης πι­θα­νὸν τὰ μαθήματα τῆς Ὑπατίας νὰ πα­ρα­κο­λού­θησε καὶ ὁ Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης.13  Καὶ γενικά, γνωρίζουμε πολὺ πε­ρισ­σό­τε­ρους χριστιανοὺς μαθητὲς τῆς Ὑπατίας παρὰ ἐθνι­κούς.  Καὶ εἶναι προφανὲς ὅτι ὅλοι αὐ­τοὶ οἱ χριστιανοὶ δὲν ἔβρισκαν στὴ δι­δα­σκα­λία τῆς Ὑπατίας τίποτε ποὺ ἐρχόταν σὲ σύγ­κρουση μὲ τὴ χριστιανική τους πίστη. Ἡ Σταυ­ρούλα Λαμπροπούλου ἐκτιμᾷ ὅτι ἡ Ὑ­πα­τία εἶναι ἀπίθανο νὰ εἶχε πεῖ δημοσίως κἄ­τι γιὰ τὸν χριστιανισμό.14 Henri Ire­née Marrou μάλιστα σημειώνει ὅτι, ἐξ ὅσων μπο­ροῦμε νὰ κρίνουμε ἀπὸ τὴν ἀν­τα­νά­κλα­ση τῆς διδασκαλίας τῆς Ὑπατίας στὸν μα­θη­τή της Συνέσιο,15 φαίνεται ὅτι αὐτὴ εἶ­χε ἤδη ἐγκαινιάσει ἀπὸ τὸ 390-400 μία ἀντί­δρα­ση ἐνάντια στὸν ἐξτρεμισμὸ καὶ ἐν­άν­τια στὶς πιὸ σκοτεινὲς ὄψεις τοῦ πα­γα­νι­σμοῦ.16  Καὶ γενικά, τίποτε στὴ διδασκαλία τῆς Ὑπατίας δὲν φαίνεται νὰ συνηγορεῖ ὑπὲρ τοῦ ὅτι αὐτὴ ἦταν ὑπέρμαχος τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας ἢ πολεμία τοῦ χριστιανισμοῦ.

Εἰς ἀναζήτησιν ἐνδείξεων:
β) Ἡ παρουσία καὶ ἡ δράση τῆς Ὑπατίας στὴν Ἀλεξάνδρεια
          Ἂν στὴ διδασκαλία τῆς Ὑπατίας δὲν ὑπάρχει καμμία ἀπολύτως ἔνδειξη ὅτι αὐ­τὴ ἦταν ἐθνική, τότε θὰ ἀνέμενε ἴσως κανεὶς νὰ βρεῖ κάποια τέτοια ἔνδειξη στὴ δρά­ση της. Ἄλλωστε, δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε ὅτι ἡ Ἀλεξάνδρεια ἐκείνης τῆς ἐποχῆς εὐ­νο­οῦ­σε μία ἔμπρακτη ἐκδήλωση τῶν θρησκευτικῶν φρονημάτων, καθὼς χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν κατ’ ἐξοχὴν ἀπὸ μία ὀξύτατη θρησκευτικὴ πόλωση.  Σύμφωνα μάλιστα μὲ τὸν Σω­κρά­τη τὸν Σχο­λα­στικό, ὁ λαὸς τῆς Ἀλεξανδρείας ἀρεσκόταν στὶς ταραχὲς πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπὸ κάθε ἄλλον καί, ἂν συνέβαινε νὰ βρεῖ ἀφορμή, γινόταν αἴτιος με­γάλων δει­νῶν καὶ δὲν σταματοῦσε, παρὰ μό­νον ἀφοῦ χυνόταν ἄφθονο αἷμα.17 Robert Brow­ning πα­ρα­τη­ρεῖ συναφῶς ὅτι στὴν Ἀλε­ξάν­δρεια καὶ οἱ δύο πλευρές, καὶ οἱ χριστιανοὶ καὶ οἱ ἐθνι­κοί, ἦταν φανατισμένες, παθιασμένες καὶ ἕτοιμες νὰ κα­τα­φύγουν στὴ βία.18
          Μία σημαντικὴ λεπτομέρεια εἶναι ὅτι στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 390, ὅταν ἡ Ὑ­­πατία ἦταν ἤδη φημισμένη ὡς διδάσκαλος τῆς φιλοσοφίας, ἡ τόσο ὀξεῖα θρη­σκευ­τι­κὴ πόλωση στὴν Ἀλεξάνδρεια εἶχε ξεσπάσει σὲ ἀνοικτὴ ρήξη ἀνάμεσα στὶς δύο κοι­νό­τη­τες, τὴ χριστιανικὴ καὶ τὴν εἰδωλολατρική. Ἀναφερόμαστε βεβαίως στὰ γεγονότα τὰ Σα­ραπείου, τὰ ὁποῖα διεξήλθαμε σὲ δύο παλαιότερα ἄρθρα ἀπὸ τὶς στῆλες τῶν ­κτί­νων:19  Μὲ ἀφορμὴ μιὰ κίνηση ποὺ θεώρησαν ὡς πρόκληση εἰς βάρος τους, οἱ ἐθνι­κοὶ τῆς πόλεως ἐπιτέθηκαν στοὺς χριστιανούς, φόνευσαν πολλούς, συνέλαβαν ἄλλους, καὶ κα­τέφυγαν ὁμαδικὰ στὸν λόφο ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὀρθωνόταν ὁ περικαλλὴς ναὸς τοῦ Σα­ρα­πείου.  Γιὰ τοὺς ἐθνικοὺς τῆς Ἀλεξανδρείας ἡ συγκεκριμένη χρονικὴ στιγμὴ ἦταν ἡ στιγ­μὴ τοῦ ὑπὲρ πάντων ἀγῶνος.  Σύσσωμη ἡ εἰδωλολατρικὴ κοινότητα τῆς πόλεως ὀχυ­­ρώθηκε στὸ Σαραπεῖο.  Καὶ σημειωτέον ὅτι δὲν μιλᾶμε ἐδῶ ἁπλῶς καὶ μόνον γιὰ τὶς λαϊ­­κὲς μᾶζες τῶν πιστῶν τοῦ ἀρχαίου θρησκεύματος· ἀκόμη καὶ πνευματικοὶ ἄν­θρω­ποι, λόγιοι καὶ διδάσκαλοι τῆς φιλοσοφίας ἔσπευσαν στὸ Σαραπεῖο, γιὰ νὰ συμ­με­τά­σχουν ἐνεργὰ σὲ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα γιὰ τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια τῆς πίστεώς τους. Ἕνας μά­λι­­στα φιλόσοφος ὀνόματι Ὀλύμπιος, γιὰ τὸν ὁποῖο μαθαίνουμε ἀπὸ τὸν Σῳζομενὸ20 καὶ τὸν Δαμάσκιο,21 ἄνθρωπος μὲ ἰσχυρὴ προσωπικότητα, ἀνεδείχθη σὲ ἡγέτη τῶν ὀχυ­­ρωμένων στὸ Σαραπεῖο ἐθνικῶν, προτρέποντάς τους νὰ μὴν ἐγκαταλείψουν τὴν πά­­τρια θρησκεία, ἀλλὰ καί, ἂν χρει­α­ζό­ταν, νὰ πεθάνουν γι’ αὐτήν.  Πέρα ἀπὸ τὸν Ὀ­λύμ­­πιο, σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ Σωκράτους τοῦ Σχολαστικοῦ, στὸ Σαραπεῖο ἔ­σπευ­­σαν καὶ δύο διδάσκαλοι τῆς ρητορικῆς κοντὰ στοὺς ὁποίους μαθήτευσε ἀργότερα καὶ ὁ ἴδιος ὁ Σωκράτης, ὁ Ἑλλάδιος καὶ ὁ Ἀμμώνιος22 (αὐτοὶ μετὰ τὸ πέρας τῶν γε­γο­νό­­των καὶ τὴν ἀμνήστευση τῶν πρωταιτίων κατέφυγαν στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ ἐξακολούθησαν νὰ διδάσκουν· εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Ἑλλάδιος ἐκαυ­χᾶ­το ὅτι στὶς συμπλοκὲς εἶχε σκοτώσει ὁ ἴδιος μὲ τὰ χέρια του ἐννέα χριστιανούς,23 καὶ μο­­λα­ταῦ­τα ὄχι μόνο δὲν διώχθηκε ποινικά, ὄχι μόνο ἀφέθηκε ἀνενόχλητος στὰ δι­δα­κτι­κά του καθήκοντα, ἀλλὰ καὶ τιμήθηκε γιὰ τὶς ἐπιδόσεις του τὸ 425, εἰς πεῖσμα ὅσων θέ­­λουν νὰ κάνουν λόγο γιὰ ἀπηνῆ διωγμὸ τῶν ἐθνικῶν, ὁ ὁποῖος ἐγγίζει τὰ ὅρια γε­νο­κτο­­νίας)...
          Μὲ δεδομένη λοιπὸν τὴ συμμετοχὴ σύσσωμης σχεδὸν τῆς εἰδωλολατρικῆς κοι­νό­τη­­τας τῆς Ἀλεξανδρείας, συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν λογίων καὶ διδασκάλων τῆς φι­­λο­σοφίας, στὰ γεγονότα τοῦ Σαραπείου, ἡ σκέψη μας πάει αὐτομάτως στὴν Ὑπατία, ἡ ὁποία ἄλλωστε τότε, στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 390, ἦταν ἤδη φημισμένη ὡς δι­δά­σκα­­λος τῆς φιλοσοφίας:  Τί ἔκανε τότε, στὰ γεγονότα τοῦ Σαραπείου, ἡ ἐξυμνούμενη ὡς «μάρτυς τοῦ ἑλληνισμοῦ» Ὑπατία; ἔσπευσε ἆραγε καὶ αὐτὴ στὸ Σαραπεῖο, γιὰ νὰ δια­­δηλώσει τὰ θρησκευτικὰ της φρονήματα καὶ νὰ συμμετάσχει στὸν ὑπὲρ πάντων ἀγῶ­­να γιὰ τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια τοῦ παγανισμοῦ; ἡγήθηκε τῶν ὀχυρωμένων στὸ Σα­ρα­πεῖο ἐθνικῶν, ὅπως ἔπραξαν ὁ Ὀλύμπιος, ὁ Ἀμμώνιος, ὁ Ἑλλάδιος καὶ τόσοι ἄλλοι δια­­νοούμενοι τῆς εἰδωλολατρικῆς κοινότητας;
          Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι τίποτε ἀπὸ τὰ παραπάνω δὲν συνέβη. Ἡ Ὑπατία οὔτε ἔ­σπευ­σε στὸ Σαραπεῖο, οὔτε καὶ ἐθεάθη πουθενὰ στὰ πε­δία τῶν συγκρούσεων μεταξὺ ἐ­θνι­κῶν καὶ χριστιανῶν.  Στὸ πάνδημο αὐτὸ εἰ­δω­λο­λα­τρι­κὸ προσκλητήριο, ἡ Ὑπατία ἔλαμ­ψε διὰ τῆς ἀπουσίας της· καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ εἰ­δω­λολατρικὴ κοινότητα τῆς Ἀλε­ξαν­δρείας ἔδινε τὸν ὑπὲρ πάντων ἀγῶνα, ἡ Ὑπατία ἁπλῶς ἀπεῖχε. Ἐξ οὗ ἄλλωστε καὶ ἡ Ὑπατία δὲν ὑπέστη καμμία ἀπολύτως συνέπεια ἀπὸ τὴν ἀτυχῆ γιὰ τοὺς ἐθνικοὺς κα­τά­ληξη τῶν γεγονότων τοῦ Σαραπείου.  Σύμφωνα μὲ τὴ Maria Dzielska, ἡ Ὑπατία, ἐκ­τι­μώμενη ἀπὸ τὴν κυβερνῶσα ἐλίτ, βλέποντας μὲ συμ­πάθεια τοὺς χριστιανούς, πα­ρα­μέ­νο­ντας ἀδιάφορη πρὸς τὶς παγανιστικὲς λατρεῖες καὶ οὐδέτερη στὶς θρησκευτικὲς συγ­κρού­σεις καὶ διενέξεις, ἔζησε στὴν Ἀλεξάνδρεια ἐπὶ μακρόν, ἀπολαμβάνοντας τὸν σε­βα­σμὸ τῶν ἡγετῶν τῆς πόλεως καὶ τὴν ἀγάπη τῶν μα­θητῶν της.24
          Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ εἰδωλολατρικὴ κοινότητα τῆς Ἀλεξανδρείας δὲν εἶχε κανένα λό­γο νὰ θεωρεῖ τὴν Ὑπατία δική της, ἐνθυμούμενη μάλιστα τὴν εὔγλωττη ἀπου­σία της ἀπὸ τὴν πρόσφατη ἀναμέτρησή της μὲ τὸν χριστιανισμό· διότι ἡ ἀπουσία τῆς Ὑπατίας ἀπὸ τὸ Σαραπεῖο ἦταν μία ἔμπρακτη διαφοροποίησή της ἀπὸ τὴν εἰδω­λο­λα­τρικὴ κοι­νό­τητα τῆς Ἀλεξανδρείας. Ἀκόμη ὅμως καὶ ἂν αὐτὴ ἡ ἀπουσία δὲν δη­λώ­νει μία ἀπο­δο­κι­μασία τοῦ παγανισμοῦ ἐκ μέρους τῆς Ἀλεξανδρινῆς φιλοσόφου, πάν­τως ἡ Ὑπατία φαί­νεται νὰ συγκαταλέγεται στοὺς πνευματικοὺς ἐκείνους ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι, σύμ­φω­να μὲ τὴν πολὺ ὡραία εἰκόνα τοῦ Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, μοιά­ζουν μὲ τὶς ὑψηλὲς βουνοκορφὲς ποὺ ἀπολαμβάνουν τὸν αἴθριο οὐρανό, ἀκόμη καὶ ὅταν κάτω ἀπὸ αὐτὲς μαίνεται σφοδρὴ καταιγίδα.25 Ἐν πάσῃ δὲ περιπτώσει, ὅπως ἀκρι­βῶς δὲν βρί­σκουμε στὴ διδασκαλία καὶ στὸν κύκλο τῶν μαθητῶν τῆς Ὑπατίας καμμία ἀπο­λύ­τως ἔνδειξη ὅτι αὐτὴ ἦταν ἐθνική, ἔτσι δὲν βρίσκουμε καὶ στὴν παρουσία καὶ στὴ δρά­ση της στὴν Ἀλεξάνδρεια.

Εἰς ἀναζήτησιν ἐνδείξεων:
γ) Οἱ ὑμνητὲς τῆς Ὑπατίας
          Ἀδυνατώντας λοιπὸν νὰ βροῦμε εἴτε στὴ διδασκαλία εἴτε στὴ δράση τῆς Ὑ­πα­τί­ας ὁποιαδήποτε ἔνδειξη ὅτι αὐτὴ ἦταν ἐθνική, στρεφόμαστε πλέον στὸ τρίτο σημεῖο στὸ ὁποῖο θὰ μπορούσαμε νὰ ἀναζητήσουμε μία τέτοια ἔνδειξη:  Μὲ δεδομένη τὴ συμ­βο­­λικὴ διάσταση ποὺ ἔχει προσλάβει ἡ δολοφονία τῆς ῾Υπατίας στὸ πλαίσιο τῆς σύγ­κρου­­σης τοῦ χριστιανισμοῦ μὲ τὸν παγανισμό, θὰ ὑπέθετε κανεὶς λογικὰ ὅτι οἱ μὲν χρι­στια­­νικὲς πηγὲς θὰ προσπαθοῦσαν νὰ ὑποβαθμίσουν τὴν ἀξία τῆς ῾Υπατίας, ἐνῷ οἱ ἐθνι­κὲς πηγὲς θὰ προέβαλλαν μία ἀψεγάδιαστη καὶ ἐξιδανικευμένη εἰκόνα τῆς ᾿Αλε­ξαν­­δρινῆς φιλοσόφου.
          Καὶ ὅμως, ἂν ἀναγνώσει κανεὶς τὶς πηγές, θὰ ἐκπλαγεῖ διαπιστώνοντας πόσο πα­­νηγυρικὰ διαψεύδεται αὐτὴ ἡ «λογική» ὑπόθεση.  Παραδόξως, ὁ μεγαλύτερος ἐπαι­νέ­­της τῆς ῾Υπατίας δὲν εἶναι ὁ ἐθνικὸς Δαμάσκιος (ἡ μόνη ἐθνικὴ πηγὴ στὴν ὁποία γί­νε­­ται λόγος γιὰ τὴν Ὑπατία26), ἀλλὰ ὁ χριστιανὸς ἐκκλησιαστικὸς ἱστορικὸς Σω­κρά­της ὁ Σχολαστικός, ὁ ὁποῖος γράφει γιὰ τὴν ᾿Αλεξανδρινὴ φιλόσοφο:
«῾Υπῆρχε κάποια γυναῖκα στὴν ᾿Αλεξάνδρεια μὲ τὸ ὄνομα ῾Υπατία· αὐτὴ ἦ­ταν κόρη τοῦ φιλοσόφου Θέωνος· ἔφθασε δὲ σὲ τέτοιο σημεῖο παιδείας, ὥσ­τε νὰ ξεπεράσει τοὺς φιλοσόφους τῆς ἐποχῆς της καὶ νὰ διαδεχθεῖ τὴν πλα­τωνικὴ μελέτη ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὸν Πλωτῖνο καὶ νὰ παραδίδει σὲ ὅ­σους ἤθελαν ὅλα τὰ φιλοσοφικὰ μαθήματα· ἐξ οὗ καὶ αὐτοὶ ποὺ ἤθελαν νὰ φιλοσοφοῦν ἀπὸ παντοῦ ἔτρεχαν σὲ αὐτήν.  Χάριν στὴ λαμπρὴ παρ­ρη­σία ποὺ εἶχε ἀπὸ τὴν παιδεία, συναντοῦσε κατὰ πρόσωπον σωφρόνως καὶ τοὺς ἄρ­χοντες· καὶ δὲν ἦταν ντροπὴ νὰ βρίσκεται αὐτὴ ἐν μέσῳ ἀνδρῶν· για­τὶ ὅλοι τὴ σέβονταν περισσότερο καὶ θαμπώνονταν μαζί της γιὰ τὴν ὑπερ­βάλ­λου­σα σωφροσύνη της».27
          Σημειωτέον δὲ ὅτι αὐτὸ τὸ ἐγκώμιο τῆς ῾Υπατίας ἀπὸ ἕνα χριστιανὸ συγγραφέα δὲν εἶναι μεμονωμένη περίπτωση.  Μὲ ἀνάλογη ἐκτίμηση περιβάλλουν τὴν ῾Υπατία καὶ ἄλ­­λοι χριστιανοὶ συγγραφεῖς στὸ διάβα τῶν αἰώνων: ὁ ᾿Ιωάννης Μαλάλας τὴ μνη­μο­νεύ­ει ὡς «ξακουστὴ φιλόσοφο, ποὺ εἶχε μεγάλη φήμη»·28 ἀρκετὰ ἀργότερα, ὁ Νι­κη­φό­ρος Γρηγορᾶς, ἐξυμνώντας τὴν Εὐδοκία Παλαιολογίνα, ἀναφέρει ὅτι οἱ μορφωμένοι σύγ­­χρονοί της τὴν παραλλήλιζαν μὲ τὴν Πυθαγορικὴ Θεανὼ καὶ τὴν Ὑπατία·29 ὁ Νι­κη­φόρος Κάλλιστος-Ξανθόπουλος γράφει ὅτι ἡ Ὑπατία εἶχε διακριθεῖ τόσο πολύ, ὥσ­τε δὲν ξεπερνοῦσε μόνο τοὺς συγχρόνους της φιλοσόφους, ἀλλὰ καὶ τοὺς πολὺ προ­γε­νέ­στερους·30 περιττὸ δὲ νὰ ἐπαναλάβουμε μὲ πόση ἐκτίμηση καὶ ἀγάπη τὴν περιέβαλλε ὁ ἀφοσιωμένος της μαθητὴς Συνέσιος Κυρήνης.
          Διαπιστώνουμε λοιπὸν μὲ ἔκπληξη ὅτι οἱ μεγάλοι ἐπαινέτες καὶ ὑμνητὲς τῆς Ὑ­πα­­τίας εἶναι οἱ χριστιανοί.  Καὶ αὐτὸ εἶναι μόνον τὸ πρῶτο παράδοξο.  Τὸ δεύτερο –καὶ μεγαλύτερο– παράδοξο εἶναι ὅτι, ἂν κάποιος μειώνει τὴν ἀξία τῆς ῾Υπατίας, αὐτὸς εἶ­­ναι ὁ ἐθνικὸς καὶ πολέμιος τοῦ χριστιανισμοῦ Δαμάσκιος!  Περιττὸ νὰ ποῦμε ὅτι κα­νο­νικὰ θὰ ἀναμέναμε ὁ ἐθνικὸς καὶ πολέμιος τοῦ χριστιανισμοῦ Δαμάσκιος νὰ προ­βάλ­λει μία ἐξιδανικευμένη εἰκόνα τῆς δολοφονημένης φιλοσόφου, ἡ ὁποία σήμερα ἐξυ­μνεῖ­ται ὡς «μάρτυς τοῦ ἑλληνισμοῦ».  Παρὰ πᾶσαν ὅμως προσδοκίαν, ὁ Δαμάσκιος ἀφή­νει νὰ διαφανεῖ χωρὶς δυσκολία πόσο χαμηλὰ κατατάσσει τὴν ῾Υπατία ὡς φι­λό­σο­φο. ᾿Ενῷ δηλαδὴ ἐξαίρει τὸ ἦθος καὶ τὴ σωφροσύνη τῆς ῾Υπατίας,31 ὅταν φέρνει τὸν λό­γο στὴν ἐκτίμηση ποὺ ἔτρεφαν γι’ αὐτὴν ὑψηλὰ ἱστάμενα πρόσωπα,32 προσθέτει τὸ ἑξῆς καυστικὸ σχόλιο:
«Διότι, ἂν καὶ ἡ οὐσία τῆς φιλοσοφίας εἶχε χαθεῖ, ἀλλὰ τὸ ὄνομα τοὐ­λά­χι­στον τῆς φιλοσοφίας φαινόταν ἀκόμη ὅτι ἦταν μεγαλοπρεπὲς καὶ ἀξιοθαύ­μα­στο σὲ αὐτοὺς ποὺ βρίσκονταν στὰ ὑψηλότερα ἀξιώματα τῆς πο­λι­τεί­ας».33
          ῞Οπως καὶ ἂν διαβάσουμε αὐτὸ τὸ παράδοξο σχόλιο, τὸ συμπέρασμα δὲν μπο­ρεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἕνα καὶ μόνον: ὅτι κατὰ τὴν κρίση τοῦ Δαμασκίου ἡ ῾Υπατία ἦταν πε­ρισσότερο κατ᾿ ὄνομα παρὰ κατ᾿ οὐσίαν φιλόσοφος!  Καὶ ἂν αὐτὸ τὸ σχόλιο τοῦ Δα­μα­σκίου συνιστᾷ μία μόνον ἔμμεση –ἂν καὶ κατάδηλη– ὑποτίμηση τῆς ῾Υπατίας, δὲν συμ­βαίνει τὸ ἴδιο σὲ μία ἄλλη περίπτωση, ὅπου ἡ ὑποτίμηση τῆς ῾Υπατίας εἶναι πλέον ἐν­τε­λῶς ἄμεση, ρητὴ καὶ ἀπροκάλυπτη· πιὸ συγκεκριμένα, συγκρίνοντας τὴν ῾Υπατία μὲ τὸν ᾿Ισίδωρο, ὁ Δαμάσκιος γράφει τὸ ἑξῆς:
«῾Ο ᾿Ισίδωρος ἦταν πολὺ ἀνώτερος ἀπὸ τὴν ῾Υπατία, ὄχι μόνον ὅπως εἶναι φυ­σικὸ νὰ εἶναι ἀνώτερος ἕνας ἄνδρας ἀπὸ μιὰ γυναῖκα, ἀλλὰ καὶ ὅπως εἶ­ναι φυσικὸ νὰ εἶναι ἀνώτερος ἕνας γνήσιος φιλόσοφος ἀπὸ μιὰ γε­ω­μέ­τρη»...34
          Κανονικὰ δὲν θὰ χρειαζόταν νὰ κάνουμε ἐδῶ κάποιο περαιτέρω σχόλιο, καθώς, ἂν αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Δαμασκίου δὲν συνιστοῦν ὑποτίμηση τῆς ῾Υπατίας, τό­τε εἰλι­κρι­νὰ δὲν γνωρίζουμε τί θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ὡς ὑποτίμηση. Ἡ πρόσφατη ὅμως ται­νία γιὰ τὴν Ὑπατία μᾶς δίνει τὴ λαβὴ νὰ σταθοῦμε λίγο σὲ αὐτὰ τὰ λόγια.
          Κατὰ πρῶτον, στὴν ἐν λόγῳ ταινία ἐμφανίζεται ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας νὰ πέ­φτει σὲ ἕνα ἄνευ προηγουμένου μισογυνικὸ παραλήρημα, μὲ τὸ ὁποῖο καλεῖ τὸν μα­θη­τὴ τῆς Ὑπατίας καὶ ἔπαρχο τῆς πόλεως Ὀρέστη νὰ ἀποκηρύξει τὴ διδάσκαλό του· τὸ μισογυνικὸ παραλήρημα τοῦ Κυρίλλου ἐμφανίζεται νὰ ὁπλίζει τὰ χέρια τῶν φα­να­τι­σμένων μοναχῶν καὶ νὰ ὁδηγεῖ στὴν εἰδεχθῆ δολοφονία τῆς Ὑπατίας.  Τὸ μι­σο­γυ­νικὸ ὅμως αὐτὸ παραλήρημα, πρῶτον, δὲν μαρτυρεῖται πουθενὰ στὶς πηγές.  Δεύτερον, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σταθεῖ στὰ χείλη τοῦ ἐκπροσώπου τῆς θρησκείας ποὺ ἐκήρυξε τό «οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ»,35 ἑνὸς ἐπισκόπου ὁ ὁποῖος, ἐπιπλέον, φημίζεται γιὰ τὴ λο­γι­ό­τητά του.  Τρίτον, καὶ ἂν ἀκόμη ὑποθέσουμε, ὅπως θὰ ἦταν ἄλλωστε λογικό, ὅτι ἐκεί­νη τὴν ἐποχὴ δὲν εἶχαν ἀκόμη προλάβει ὅλοι οἱ χριστιανοί, ὅσο λόγιοι καὶ ἂν ἦταν, νὰ ἀ­φομοιώσουν τὸ ρηξικέλευθο κήρυγμα τοῦ χριστιανισμοῦ ποὺ καταργοῦσε τὶς δια­κρί­σεις τῶν δύο φύλων, καὶ πάλι, τὸ ἀντιχριστιανικὸ παραλήρημα τοῦ Κυρίλλου θὰ ἦταν ἡ ἀπόλυτη παραφωνία στὴ χριστιανικὴ Ἀλεξάνδρεια, ποὺ τιμοῦσε στὴν κορυφὴ τοῦ χο­ροῦ τῶν μαρτύρων της τὴν ἁγία Αἰκατερίνη.  Τὰ λόγια τοῦ ἐθνικοῦ Δαμασκίου γιὰ τὴν Ὑπατία, ἀντιθέτως, ὅτι ὁ Ἰσίδωρος ἦταν ἀνώτερος ἀπὸ τὴν Ὑπατία, «ὅπως εἶναι φυ­σικὸ νὰ εἶναι ἀνώτερος ἕνας ἄνδρας ἀπὸ μιὰ γυναῖκα», μᾶς δείχνουν ἀπὸ ποιὰ πλευ­ρὰ μποροῦμε νὰ βροῦμε τὸ μισογυνικὸ παραλήρημα.
          Ἐξίσου –ἂν ὄχι καὶ περισσότερο– ἐνδιαφέρον εἶναι καὶ τὸ σχόλιο τοῦ Δα­μα­σκί­ου ὅτι ὁ Ἰσίδωρος ἦταν ἀνώτερος ἀπὸ τὴν Ὑπατία, «ὅπως εἶναι φυσικὸ νὰ εἶναι ἀνώ­τε­ρος ἕνας γνήσιος φιλόσοφος ἀπὸ μιὰ γεωμέτρη».  Τὸ σχόλιο αὐτὸ εἶναι ἰδιαίτερα ἀ­πο­καλυπτικό, καθὼς ἀπηχεῖ τὴν ἐντελῶς ἐξωελληνικὴ κατεύθυνση πρὸς τὴν ὁποία εἶχε κι­νη­θεῖ ὁ παγανισμὸς ἐκείνη τὴν ἐποχή.  Συγκεκριμένα, γιὰ τὶς τελευταῖες γενιὲς τῶν πα­γανιστῶν, ἡ ἀληθινὴ φιλοσοφία ἦταν ἕνα συνονθύλευμα σκοταδισμοῦ, ἀπο­κρυ­φι­στι­κῶν δοξασιῶν καὶ θεουργικῶν πρακτικῶν.  Στὰ μάτια ἑνὸς ἐθνικοῦ διανοητῆ τῆς ἐπο­χῆς σὰν τὸν Δαμάσκιο, ἡ Ὑπατία, ἀφοσιωμένη καθὼς ἦταν στὴν ἐπιστήμη καὶ στὸν φι­λοσοφικὸ λόγο, δὲν ἦταν γνήσια φιλόσοφος, ἀλλὰ ἁπλῆ γεωμέτρης. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅμως, ἡ προσήλωση τῆς Ὑπατίας στὴν ἐπιστήμη καὶ ἡ ἀποστροφή της γιὰ τὸν ἀπο­κρυ­φι­σμό, αὐτὴ ἀκριβῶς ποὺ τὴ μείωνε στὰ μάτια τοῦ Δαμασκίου, τὴν ἔφερνε στὴν πραγ­μα­τικότητα πολὺ πιὸ κοντὰ στὸν χριστιανισμό, παρὰ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ πα­γα­νισμὸς κακοποιοῦσε τὴ φιλοσοφία.
          Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι ἡ συγκριτικὴ θεώρηση τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο βλέπουν τὴν Ὑπατία οἱ χριστιανικὲς καὶ οἱ ἐθνικὲς πηγὲς ἐπιβεβαιώνει πανηγυρικὰ αὐτὸ ποὺ εἴ­παμε παραπάνω· ὅτι δηλαδὴ ἐνῷ, μὲ δεδομένη τὴ συμβολικὴ διάσταση ποὺ ἔχει προσ­λά­βει ἡ δολοφονία τῆς ῾Υπα­τί­ας στὸ πλαίσιο τῆς σύγκρουσης τοῦ χριστιανισμοῦ μὲ τὸν παγανισμό, θὰ ὑπέθετε κα­νεὶς λογικὰ ὅτι οἱ χριστιανικὲς πηγὲς θὰ προσπαθοῦσαν νὰ ὑποβαθμίσουν τὴν ἀξία τῆς ῾Υπατίας καὶ οἱ ἐθνικὲς πηγὲς θὰ προέβαλλαν μία ἀψε­γά­διαστη καὶ ἐξιδανικευμένη εἰ­κό­να τῆς ᾿Αλεξανδρινῆς φιλοσόφου, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα συμβαίνει τὸ ἐντελῶς ἀν­τί­στρο­φο: ἡ ἀψεγάδιαστη καὶ σχεδὸν ἐξιδανικευμένη εἰ­κό­να τῆς ῾Υπατίας προβάλλεται ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς συγγραφεῖς, ἐνῷ ὁ ἐθνικὸς καὶ πο­λέμιος τοῦ χριστιανισμοῦ Δα­μά­σκιος δύσκολα κρύβει τὴ χαμηλή του ἐκτίμηση –ἡ ὁ­ποία φαίνεται νὰ φθάνει μέχρι καὶ τὴν εὐθεῖα περιφρόνηση– γιὰ τὴν ᾿Αλεξανδρινὴ φι­λό­σοφο. Ἂν λοιπὸν ἀνα­ζη­τού­σα­με τοὺς ὑμνητὲς τῆς Ὑπατίας, προσδοκώντας νὰ βροῦ­με τοιουτοτρόπως μιὰ ἔνδειξη ὅτι ἡ Ὑπατία ἦταν ἐθνική, τότε ὄχι μόνο δὲν θὰ βρί­σκα­με τέτοια ἔνδειξη, ἀλλὰ τοὐ­ναν­τίον θὰ ἀνακαλύπταμε σοβαρὲς ἀντενδείξεις.

_______________________________________________________________________________

          Ὅπως διαπιστώνουμε, σὲ ὅλα τὰ παραπάνω σημεῖα ἀποτύχαμε νὰ βροῦμε τὴν πα­ραμικρὴ ἔνδειξη ποὺ θὰ συνέδεε τὴν Ὑπατία, αὐτὴ τὴν ἐξυμνούμενη σήμερα ὡς «μάρτυρα τοῦ ἑλληνισμοῦ», μὲ τὸν παγανισμὸ καὶ τὴν παράταξη ποὺ στάθηκε ἀπέ­να­ντι στὸν χριστιανισμό.  Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ ὅλες οἱ ἐνδείξεις ποὺ βρήκαμε ἦταν τέτοιες, ποὺ συνδέουν τὴν Ὑπατία μᾶλλον μὲ τὸ χριστιανικό, παρὰ μὲ τὸ πα­γα­νι­στι­κὸ στρατόπεδο. Ἀκόμη περισσότερο, αὐτὸ συμβαίνει, ὅταν ἀναζητήσουμε ποιοὶ εἶ­ναι ἐκεῖνοι πού «διεκδικοῦν» τὴν Ὑπατία, προσδοκώντας ἴσως νὰ βροῦμε ἔστω καὶ μία περίπτωση ἐθνικοῦ συγγραφέα ἐκεί­νης τῆς ἐποχῆς πού «διεκδικεῖ» τὴν Ὑπατία γιὰ λο­γαριασμὸ τῆς εἰδωλολατρικῆς πα­ρατάξεως στὴ σύγκρουση χριστιανισμοῦ καὶ πα­γα­νι­σμοῦ. Ἐκεῖ πιὰ ἡ ἀποκάλυψη εἶναι ἐντελῶς ἀνατρεπτική. Ἀλλὰ αὐτὰ θὰ τὰ δοῦμε προ­σεχῶς, στὴ συνέχεια τοῦ παρόντος ἄρθρου.



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

         1.    Henri Irenée Marrou, “Synesius of Cyrene and Alexandrian Neoplatonism”, ἐν Arnaldo Momigliano (ed.), The conflict between paganism and Christianity in the fourth century, Clarendon Press, Oxford 1963, σελ. 126-127.
         2.    Will Durant, Παγκόσμιος ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ, τόμ. Δ΄, μετάφρ. Νικ. Κ. Παπαρρόδου, Ἀδελ­φοὶ Συρόπουλοι, Ἀθήνα 1969, σελ. 149.
         3.    Σήμερα ἔχουμε μία τέτοια πηγή, τὸ Χρονικὸν τοῦ Ἰωάννου Νικίου, τὸ ὁποῖο ἔφθασε στὰ χέρια μας ἀπὸ μία αἰθιοπικὴ ἀντιγραφὴ ἑνὸς ἀραβικοῦ κειμένου, ποὺ προφανῶς ἀντέγραφε τὸ πρωτότυπο, τὸ ὁ­ποῖο θὰ ἦταν ἑλληνικὸ ἢ κοπτικό. Ὁ Ἰωάννης Νικίου εἶναι ἡ μόνη πηγὴ ποὺ ἐμφανίζει τὴν Ὑπατία ὡς πα­γανίστρια φιλόσοφο καὶ μάγισσα (Ἰωάννου Νικίου, Χρονικόν, ed. R. H. Charles, LXXXIV.87), ἀλλὰ ἡ μαρτυρία του δὲν ἀποδεικνύει τίποτε, ἰδιαίτερα μάλιστα ἂν συνυπολογισθεῖ ἡ μαρτυρία τῶν ὑπό­λοι­πων πηγῶν· πιθανόν, ἐντούτοις, νὰ ἀπηχεῖ τὴ συκοφαντία ποὺ ὁδήγησε στὴ δολοφονία τῆς Ὑπατίας: ὅτι δηλαδὴ ἡ Ὑπατία ἐπιδίδετο στὴ μαγεία καὶ τὶς ἀπόκρυφες ἐπιστῆμες.
         4.    Συνεσίου Κυρήνης, Τῇ φιλοσόφῳ (Ἐπιστολὴ ΙϚ΄), ed. R. Hercher, 1-4: «Κλινοπετὴς ὑπηγόρευσα τὴν ἐπιστολήν, ἣν ὑγιαίνουσα κομίσαιο, μῆτερ καὶ ἀδελφὴ καὶ διδάσκαλε καὶ διὰ πάντων τούτων εὐ­ερ­γε­τικὴ καὶ πᾶν ὅ τι τίμιον καὶ πρᾶγμα καὶ ὄνομα».
         5.    Συνεσίου Κυρήνης, Τῇ φιλοσόφῳ ῾Υπατίᾳ (᾿Επιστολὴ Ι΄), ed. R. Hercher, 2, 13.
         6.    Συνεσίου Κυρήνης, Ὀλυμπίῳ (Ἐπιστολὴ ΡΛΓ΄), ed. R. Hercher, 21-24: «Ταύτην γέ τοι τὴν ἐπι­στο­λὴν Πέτρον οἶμαι διακομιεῖν, παρὰ μέσης λαβόντα τῆς ἱερᾶς χειρός· στέλλω γὰρ αὐτὴν ἀπὸ Πεν­τα­πό­λε­ως ἐγὼ πρὸς τὴν διδάσκαλον τὴν κοινήν».
         7.    Συνεσίου Κυρήνης, Τῇ φιλοσόφῳ (Ἐπιστολὴ ΠΑ΄), ed. R. Hercher,15-16: «Καὶ γὰρ δὴ καὶ σὲ μετὰ τῆς ἀρετῆς ἀγαθὸν ἄσυλον ἀριθμῶ».
         8.    Συνεσίου Κυρήνης, Τῷ ἀδελφῷ Εὐοπτίῳ (Ἐπιστολὴ Δ΄), ed. R. Hercher, 304-306: «Ἄσπασε τὴν θεο­φιλεστάτην καὶ σεβασμιωτάτην φιλόσοφον, καὶ τὸν εὐδαίμονα χορὸν τὸν ἀπολαύοντα τῆς θε­σπε­σί­ας αὐδῆς».
         9.    Ὁμήρου, Ἰλιάς, ed. T. W. Allen, Χ 389-390.
      10.    Συνεσίου Κυρήνης, Τῇ φιλοσόφῳ (Ἐπιστολὴ ΡΚΔʹ), ed. R. Hercher, 1-3: «Εἰ δὲ θανόντων περ κα­τα­λήθοντ’ εἰν ἀίδαο, αὐτὰρ ἐγὼ καὶ κεῖθι τῆς φίλης Ὑπατίας μεμνήσομαι».
      11.    Συνεσίου Κυρήνης, Τῷ ἀδελφῷ (᾿Επιστολὴ ΡΛϚ΄), ed. R. Hercher, 16-20: «Νῦν μὲν οὖν ἐν τοῖς καθ᾿ ἡμᾶς χρόνοις Αἴγυπτος τρέφει [ἐνν. τὴν φιλοσοφίαν] τὰς ῾Υπατίας δεξαμένη γονάς, αἱ δὲ ᾿Αθῆναι, πά­λαι μὲν ἦν ἡ πόλις ἑστία σοφῶν, τὸ δὲ νῦν ἔχον σεμνύνουσιν αὐτὰς οἱ μελιττουργοί».
      12.    Συνεσίου Κυρήνης, Ἑρκουλιανῷ (Ἐπιστολὴ ΡΜΔ΄), ed. R. Hercher, 23: «Πρόσειπέ μοι τὸν ἱερὸν ἑταῖ­ρον τὸν διάκονον».  «Ἑταίρους» προσφωνοῦσε ὁ Συνέσιος ὅσους εἶχαν παρακολουθήσει μαζὶ μὲ αὐ­τὸν τὰ μαθήματα τῆς Ὑπατίας· βλ. γιὰ παράδειγμα, Συνεσίου Κυρήνης, Τῇ φιλοσόφῳ Ὑπατίᾳ (Ἐπι­στο­λὴ Ιʹ), ed. R. Hercher, 1-2· Τῇ φιλοσόφῳ (Ἐπιστολὴ ΙϚ΄), 11.
      13.    Τὸ ἐνδεχόμενο αὐτὸ παρουσιάζεται διεξοδικὰ ἀπὸ τὴ Maria Dzielska (Hypatia of Alexandria, σελ. 42-44).
      14.    Σταυρούλας Λαμπροπούλου, «Ὑπατία, ἡ Ἀλεξανδρινὴ φιλόσοφος», Πλάτων 57/58 (1977), σελ. 75.
      15.    Τὸ σκεπτικὸ αὐτὸ εἶναι νόμιμο, ἀφ’ ἧς στιγμῆς ὁ ἴδιος ὁ Συνέσιος σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὴν Ὑπα­τία γράφει πὼς κάνει ὅ,τι καὶ ἡ ἠχώ [Συνεσίου Κυρήνης, Τῇ φιλοσόφῳ (Ἐπιστολὴ ΛΓ΄), ed. R. Hercher, 1-2: «Ἠχοῦς ἔοικα πρᾶγμα ποιεῖν. Ἃς παρείληφα φωνὰς ἀντιδίδωμι»].
      16.    Henri Irenée Marrou, “Synesius of Cyrene and Alexandrian Neoplatonism”, ἐν Arnaldo Momigliano (ed.), The conflict between paganism and Christianity in the fourth century, Clarendon Press, Oxford 1963, σελ. 138.
      17.    Σωκράτους Σχολαστικοῦ, ᾿Εκκλησιαστικὴ ἱστορία, ed. W. Bright, Ζʹ 13.5-8: «Ὁ Ἀλεξανδρέων δῆ­μος πλέον τῶν ἄλλων δήμων χαί­ρει ταῖς στάσεσιν· εἰ δέ πο­τε καὶ προφάσεως ἐπιλάβηται, εἰς ἀφόρητα κα­ταστρέφει κακά· δίχα γὰρ αἵματος οὐ παύεται τῆς ὁρμῆς».
      18.    Robert Browning, The emperor Julian, Weidenfeld and Nicolson, London 1976, σελ. 161.
      19.    Ἰωάννη Κ. Τσέντου, «Ἡ καταστροφὴ τοῦ Σαραπείου. Μέρος Α΄: Τὸ σκηνικό», Ἀκτῖνες 632 (Ἰού­νι­ος 2002), σελ. 197-202 κα«Ἡ καταστροφὴ τοῦ Σαραπείου. Μέρος Β΄: Τὰ γεγονότα», Ἀκτῖνες 633 (Ἰού­λιος-Σεπτέμβριος 2002), σελ. 228-234.
      20.    Σῳζομενοῦ, Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ed. J. Bidez καὶ G. C. Hansen, Ζʹ 15, 6.2-7.1.
      21.    Δαμασκίου, Βίος Ἰσιδώρου, ed. C. Zintzen, ἀπ. 91-97.
      22.    Σωκράτους Σχολαστικοῦ, ᾿Εκκλησιαστικὴ ἱστορία, ed. W. Bright, Ε΄ 16.25 κ..
      23.    Σωκράτους Σχολαστικοῦ, .π., Ε΄ 16.41-42: «Ἑλλάδιος δὲ παρά τισιν ηὔχει, ὡς ἐννέα εἴη ἄν­δρας ἐν τῇ συμπληγάδι φονεύσας».
      24.    Maria Dzielska, Hypatia of Alexandria, σελ. 46.
      25.    Κωνσταντίνου Παπαρρηγοπούλου, Ἱστορία τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους, τόμος 4, Ἐκδοτικὸς Οἶκος «­­λευ­θερουδάκη» Α.Ε., ἐν Ἀθήναις 19326, σελ. 10.
      26.    Ὑπάρχει καὶ ἕνα ποίημα τοῦ Παλλαδᾶ (Παλατινὴ Ἀνθολογία, ed. H. Beckby, Θʹ 400), ἀλλὰ ἀμ­φι­σβη­τεῖται ἂν ἡ Ὑπατία ποὺ μνημονεύεται στὸ ποίημα εἶναι ἡ Ἀλεξανδρινὴ φιλόσοφος.
      27.    Σωκράτους Σχολαστικοῦ, ᾿Εκκλησιαστικὴ ἱστορία, ed. W. Bright, Ζ΄ 15.2-12: «῏Ην τις γυνὴ ἐν τῇ ᾿Αλε­ξανδρείᾳ, τοὔνομα ῾Υπατία· αὕτη Θέωνος μὲν τοῦ φιλοσόφου θυγάτηρ ἦν· ἐπὶ τοσοῦτον δὲ προὔβη παι­δείας, ὡς ὑπερακοντίσαι τοὺς κατ᾿ αὐτὴν φιλοσόφους, τὴν δὲ Πλατωνικὴν ἀπὸ Πλωτίνου κα­τα­γο­μέ­νην διατριβὴν διαδέξασθαι, καὶ πάντα τὰ φιλόσοφα μαθήματα τοῖς βουλομένοις ἐκτίθεσθαι· διὸ καὶ οἱ πανταχόθεν φιλοσοφεῖν βουλόμενοι κατέτρεχον παρ᾿ αὐτήν.  Διὰ τὴν προσοῦσαν αὐτῇ ἐκ τῆς παι­δεύ­σεως σεμνὴν παρρησίαν καὶ τοῖς ἄρχουσι σωφρόνως εἰς πρόσωπον ἤρχετο· καὶ οὐκ ἦν τις αἰσχύνη ἐν μέσῳ ἀνδρῶν παρεῖναι αὐτήν· πάντες γὰρ δι᾿ ὑπερβάλλουσαν σωφροσύνην πλέον αὐτὴν ᾐδοῦντο καὶ κα­τεπλήττοντο».
      28.    ᾿Ιωάννου Μαλάλα, Χρονογραφία, ed. L. Dindorf, 359.13-14: «Ὑπατίαν τὴν περιβόητον φιλό­σο­φον, περὶ ἧς μεγάλα ἐφέρετο».
      29.    Νικηφόρου Γρηγορᾶ, Ῥωμαϊκὴ ἱστορία, Λόγος Α΄, ed. L. Schopen καὶ I. Bekker, vol. 1, 294.4-7: «Ἦν γὰρ ἰδεῖν αὐτὴν πάντα καὶ παντοῖα ῥᾳδίως κατὰ καιρὸν ἐν τῇ ὁμιλίᾳ διὰ γλώττης προφέρουσαν, ὅσα τε αὐτὴ δι’ ἑαυτῆς ἀνεγνώκει καὶ ὅσα λεγόντων ἄλλων ἀκήκοεν, ὡς Θεανώ τινα Πυθαγορικὴν καὶ Ὑ­πατίαν ἄλλην ὀνομάζεσθαι ταύτην πρὸς τῶν ἐφ’ ἡμῶν σοφωτέρων».
      30.    Νικηφόρου Καλλίστου-Ξανθοπούλου, Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ΙΓ΄, ιϛ΄, ed. J.- P. Migne, PG 146, 1106 BC: «Ἐν Ἀλεξανδρείᾳ γυνή τις Ὑπατία ἦν, πατέρα μὲν αὐχήσασα Θέωνα τὸν φιλόσοφον, μα­θη­τευ­θεῖ­σα δὲ καλῶς τῷ πατρί· ἐπὶ τόσον παρήνεγκε τοῖς μαθήμασιν, ὡς ὑπερβῆναι μήτοι γε τοὺς κατ’ αὐτὴν φι­λοσόφους, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐκ πολλοῦ γεγενημένους· χρηματίσαι δὲ καὶ διάδοχον τῆς Πλατωνικῆς ἀπὸ Πλω­τίνου καταγομένης διατριβῆς.  Πρόχειρος δ’ ἦν πᾶσι τοῖς βουλομένοις τὴν τῶν μαθημάτων γνῶσιν ἐκ­τίθεσθαι· ὅθεν καὶ ὅσοι φιλοσοφεῖν ἐρωτικῶς εἶχον, παρ’ αὐτὴν ἔτρεχον, οὐ μόνον διὰ τὴν προσ­οῦ­σαν αὐτῇ σεμνὴν παῤῥησίαν, ἀλλ’ ὅτι καὶ τοῖς ἄρχουσι σωφρόνως προσήρχετο».
      31.    Δαμασκίου, Βίος ᾿Ισιδώρου, ed. C. Zintzen, ἀπ. 102.7-20.
      32.    Στὴν ἴδια ἐκτίμηση εἴχαμε δεῖ νὰ ἀναφέρεται καὶ ὁ Σωκράτης ὁ Σχολαστικός (᾿Εκκλησιαστικὴ ἱστο­ρία, ed. W. Bright, Ζ΄ 15.8-12).
      33.    Δαμασκίου, Βίος ᾿Ισιδώρου, ed. C. Zintzen, ἀπ. 102.25-27: «εἰ γὰρ καὶ τὸ πρᾶγμα ἀπόλωλεν, ἀλλὰ τό γε ὄνομα φιλοσοφίας ἔτι μεγαλοπρεπές τε καὶ ἀξιάγαστον εἶναι ἐδόκει τοῖς μεταχειριζομένοις τὰ πρῶ­τα τῆς πολιτείας».
      34.    Δαμασκίου, ὅ.π., ἀπ. 164.1-2: «῾Ο ᾿Ισίδωρος πολὺ διαφέρων ἦν τῆς ῾Υπατίας, οὐ μόνον οἷα γυ­ναι­κὸς ἀνήρ, ἀλλὰ καὶ οἷα γεωμετρικῆς τῷ ὄντι φιλόσοφος».
      35.    Γαλ., γ΄ 28.



ΥΓ.  Στὸ χριστιανικὸ ἔργο εἴχαμε τὴν τύχη νὰ γνωρίσουμε γυναικεῖες μορφὲς ποὺ θὰ νιώθαμε τὴν ἀνάγ­κη νὰ προ­σφω­νή­σουμε μὲ τὰ λόγια ἀκριβῶς μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Κυρήνης Συνέσιος προσφωνοῦσε τὴ σε­βα­στὴ δι­δά­σκα­λό του Ὑπατία, «μητέρα καὶ ἀδελφὴ καὶ διδάσκαλο... καὶ ὅ,τι ἄλλο καλό», «δέ­σποι­να σε­βασμία» καί «θειοτάτη ψυχή», γυναῖκες – ζωντανὰ παραδείγματα πίστεως, ποὺ ἔλαμψαν μὲ τὴν ἱλα­ρότητα τῆς μορφῆς τους, τὴν ὑπομονὴ τῆς ἀγάπης τους, τὴν ἐπιμονὴ τοῦ ἀγῶνα τους.  Στὴ μνή­μη αὐ­τῶν ἀ­κρι­βῶς ἀφιερώνουμε τὴν παροῦσα μελέτη.  Δὲν θὰ μνημονεύσουμε τὸ ὄνομά τους – ἴσως νὰ μὴν τὸ ἐπι­θυμοῦσαν κιόλας. Ἄλλωστε, τὸ ὑψηλότερο ἐγκώμιο εἶναι ὅταν, διαβάζοντας κα­νεὶς αὐτὲς τὶς γραμ­μές, αὐθορμήτως ἀναφωνεῖ: «Νά, γι’ Αὐτὴν γίνεται λόγος!».






Δεν υπάρχουν σχόλια: