ΓΙΑΝΝΗ Κ. ΤΣΕΝΤΟΥ
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΑΤΙΑ
Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΤΙΑΣ
ΣΤΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΑΓΑΝΙΣΜΟΥ
ΜΕΡΟΣ Α΄
Ἀκτῖνες (2010) 174-183
Σὲ προηγούμενη μελέτη μας ἀπὸ τὶς σελίδες τῶν Ἀκτίνων, παρακολουθήσαμε τὸν τρόπο μὲ
τὸν ὁποῖο ἔχει προσεγγισθεῖ καὶ χρησιμοποιηθεῖ διαχρονικὰ ἡ τραγικὴ ἱστορία
τῆς Ὑπατίας, ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς ἐποχῆς τοῦ Διαφωτισμοῦ μέχρι καὶ σήμερα. Διαπιστώσαμε ὅτι ἡ Ὑπατία χρησιμοποιήθηκε
ἐπίμονα ὡς σύμβολο στὸ πλαίσιο τῆς ἀντιχριστιανικῆς πολεμικῆς. Καὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ Ὑπατία
ἔπαυσε νὰ εἶναι μία ἱστορικὴ προσωπικότητα καὶ ἔγινε ἕνα σύμβολο, ὁ
καθένας μποροῦσε
νὰ δεῖ σὲ αὐτὴν σχεδὸν ὁτιδήποτε, ἀνάλογα μὲ τὰ παραμορφωτικὰ
γυαλιὰ ποὺ θὰ ἐπέλεγε νὰ φορέσει, μὲ ἕναν ὅμως πάντα κοινὸ παρονομαστή: τὴν
ἀντιχριστιανικὴ πολεμική. Μὲ δεδομένο
λοιπὸν τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο εἴδαμε ὅτι ἔχει προσεγγισθεῖ τὸ θέμα τῆς Ὑπατίας
κατὰ καιρούς, εἶναι λογικὸ καὶ ἀναμενόμενο ἡ κοινὴ εἰκόνα ποὺ ἔχουμε σχηματίσει
γι’ αὐτὴν νὰ εἶναι οὕτως ἢ ἄλλως γεμάτη ἀπὸ κάθε λογῆς
ἀνακρίβειες.
Μ’ ὅλες ὅμως τὶς ἀνακρίβειες τῆς εἰκόνας μας γιὰ τὴν Ὑπατία,
ὑπάρχει ἕνα τοὐλάχιστον σημεῖο ποὺ σχεδὸν οὐδεὶς διανοεῖται νὰ ἀμφισβητήσει:
ὅτι ἡ Ὑπατία ἦταν μία μάρτυς τῆς εἰδωλολατρικῆς παρατάξεως στὴ σύγκρουση
χριστιανισμοῦ καὶ παγανισμοῦ. Ὅπως σχολιάζει ὁ Henri Irenée Marrou, τὸ ἐπεισόδιο τῆς δολοφονίας τῆς Ὑπατίας ἔχει
γίνει στὴ γενική μας συνείδηση καὶ στὴν παράδοση τῆς δυτικῆς γραμματείας σύμβολο τοῦ ἀγῶνα στὶς ἀρχὲς τοῦ πέμπτου αἰῶνα μ.Χ. ἀνάμεσα στὸν
θνῄσκοντα παγανισμὸ
καὶ τὴ θριαμβεύουσα
Ἐκκλησία.1 Ἀκόμη καὶ καθ’ ὅλα ἔγκριτοι σύγχρονοι στοχαστὲς ἀδυνατοῦν νὰ
ξεφύγουν ἀπὸ αὐτὴ τὴν παγιωμένη ἀντίληψη. Ὁ Will Durant γράφει χαρακτηριστικὰ
ὅτι οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἀλεξανδρείας ἔβλεπαν τὴν Ὑπατία μὲ μῖσος, «διότι ἦτο ὄχι μόνον μία θελκτικὴ ἄπιστος, ἀλλὰ
ἐπίσης φίλη τοῦ Ὀρέστη, τοῦ εἰδωλολάτρου
ἐπάρχου τῆς πόλεως».2
Ὅλα ὅμως τὰ παραπάνω καταρρέουν, εὐθὺς μόλις ἀφήσουμε στὴν
ἄκρη τὸ παραμορφωτικὸ κάτοπτρο τοῦ μύθου, καὶ τολμήσουμε νὰ
θέσουμε τὸ ἑξῆς ἁπλὸ ἐρώτημα: Ἦταν πράγματι ἡ Ὑπατία ἐθνική (εἰδωλολάτρις); καὶ
πῶς μποροῦμε νὰ τὸ γνωρίζουμε αὐτό; Ὅσο
παράδοξο καὶ ἂν φαντάζει αὐτό, ὁ Toland, ὁ Βολταῖρος, ὁ Laconte de Lisle, ὁ Kingsley, ὁ Barrès καὶ ὅλοι
ὅσοι ἔκτισαν καὶ ἐξέθρεψαν ἐπὶ αἰῶνες τὸν μῦθο τῆς Ὑπατίας δὲν εἶχαν στὰ χέρια τους καμμία ἀπολύτως πηγὴ ποὺ νὰ
βεβαιώνει ὅτι ἡ Ὑπατία ἦταν ἐθνική!3
Ἂν ἡ Ὑπατία ἦταν πράγματι ἐθνική, αὐτὸ θὰ μπορούσαμε νὰ τὸ
συμπεράνουμε εἴτε α) ἀπὸ τὴ διδασκαλία της καὶ τὸν κύκλο τῶν
μαθητῶν της, εἴτε β) ἀπὸ τὴ δράση της, εἴτε γ) ἂν διαπιστώναμε ὅτι οἱ
εἰδωλολάτρες σύγχρονοί της τὴν ἐξυμνοῦν, ἐνῷ οἱ χριστιανοὶ
τὴν κατακρίνουν ἢ τὴν ἀμφισβητοῦν, εἴτε δ) ἂν βρίσκαμε ἔστω καὶ μία περίπτωση
ἐθνικοῦ συγγραφέα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς πού «διεκδικεῖ» τὴν Ὑπατία γιὰ λογαριασμὸ τῆς
εἰδωλολατρικῆς παρατάξεως στὴ σύγκρουση χριστιανισμοῦ καὶ παγανισμοῦ.
Ὅμως, ὅπως θὰ δοῦμε ἀναλυτικώτερα εὐθὺς ἀμέσως, τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν συμβαίνει.
Εἰς ἀναζήτησιν ἐνδείξεων:
α) Ἡ διδασκαλία καὶ ὁ κύκλος τῶν μαθητῶν τῆς Ὑπατίας
Σὲ ὅ,τι ἀφορᾷ τὴ διδασκαλία τῆς Ὑπατίας, ἀτυχῶς δὲν
σῴζονται σήμερα ἔργα τῆς Ἀλεξανδρινῆς φιλοσόφου, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ
ἀναζητήσουμε σὲ αὐτὰ τὴ θρησκευτική της ταὐτότητα. Καὶ ἄν, ὅπως εἰκάζεται ἀπὸ μερικούς, ἡ Ὑπατία
θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἡ πραγματικὴ
συγγραφέας κάποιων μαθηματικῶν πραγματειῶν ποὺ σῴζονται
μέχρι σήμερα, ἀτυχῶς σὲ αὐτὲς δὲν ὑπάρχει ἡ παραμικρὴ ἔνδειξη γιὰ τὸν τρόπο μὲ
τὸν ὁποῖο ἔβλεπε εἴτε τὸν χριστιανισμὸ εἴτε τὸν παγανισμό.
Ὅσο καὶ ἂν ἐμεῖς, ὅμως, δὲν μποροῦμε νὰ διαπιστώσουμε
ἰδίοις ὄμμασιν ἂν ὑπῆρχε στὴ
διδασκαλία τῆς Ὑπατίας κάποια συνηγορία ὑπὲρ τῆς εἰδωλολατρίας ἢ ἐπίθεση κατὰ
τοῦ χριστιανισμοῦ, τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι οἱ σύγχρονοί της δὲν φαίνεται νὰ εἶχαν
ἀντιληφθεῖ κἄτι τέτοιο. Πλῆθος
χριστιανῶν μαθητῶν συνωστίζονταν περὶ τὴν Ἀλεξανδρινὴ
φιλόσοφο, καὶ εἶναι προφανὲς ὅτι αὐτοὶ δὲν ἔβρισκαν στὴ διδασκαλία τῆς Ὑπατίας
τίποτε ποὺ προσέβαλλε τὴ χριστιανική τους πίστη.
Ὅσο μάλιστα καὶ ἂν αὐτὸ φαντάζει παράδοξο, ὁ περιφημότερος
καὶ πιὸ ἀφοσιωμένος μαθητὴς τῆς Ὑπατίας ἦταν ὁ Συνέσιος Κυρήνης,
ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο βαπτίσθηκε χριστιανός, ἀλλὰ τὸ 410-412 ἔγινε καὶ ἐπίσκοπος
Πτολεμαΐδος κατόπιν τῆς ἔντονης παρότρυνσης τοῦ πατριάρχη
Ἀλεξανδρείας Θεοφίλου – ὁ ὁποῖος, προφανῶς, παρὰ τὸν σθεναρὸ
ἀγῶνα ποὺ εἶχε ἀναλάβει κατὰ τοῦ παγανισμοῦ, δὲν διέκρινε στὴν προσήλωση τοῦ
Συνεσίου στὴν Ὑπατία τίποτε τὸ ἀντιφατικὸ πρὸς τὸν ἰδιότητα τοῦ χριστιανοῦ ἐπισκόπου,
καὶ αὐτὸ ἴσως γιὰ τὸν ἁπλούστατο λόγο ὅτι δὲν διέκρινε τίποτε τὸ ἀντιχριστιανικὸ
στὴν Ὑπατία. Ἡ προσχώρηση τοῦ Συνεσίου στὸν χριστιανισμὸ δὲν τὸν ἐμπόδισε νὰ
τιμᾷ ἀπεριόριστα τὴ διδάσκαλό του Ὑπατία, νὰ τὴν προσφωνεῖ σὲ ἐπιστολές του
«μητέρα καὶ ἀδελφὴ καὶ διδάσκαλο... καὶ
ὅ,τι ἄλλο καλό»,4 καὶ ἀλλοῦ «δέσποινα σεβασμία» καί «θειοτάτη
ψυχή»,5 νὰ βλέπει τὰ χέρια της ὡς «ἱερά»,6 νὰ τὴν ὀνομάζει «ἄσυλον ἀγαθὸν»7 καί «θεοφιλέστατη καὶ σεβασμιώτατη φιλόσοφο», οἱ μαθητὲς τῆς
ὁποίας ἀπολαμβάνουν τὸν θεσπέσιο λόγο της,8 καὶ νὰ δηλώνει παραφράζοντας τὰ
λόγια τοῦ Ἀχιλλέα γιὰ τὸν Πάτροκλο9 ὅτι ἀκόμη καὶ στὸν ᾍδη θὰ
θυμᾶται τὴν ἀγαπημένη του Ὑπατία.10
Εἶναι ἴσως εὐτύχημα ὅτι ὁ Συνέσιος πρόλαβε νὰ φύγει ἀπὸ τὴ ζωὴ ἕνα
χρόνο πρὶν τὴ δολοφονία τῆς Ὑπατίας, καὶ ἔτσι δὲν εἶδε τὸ τραγικὸ τέλος τῆς
ἀγαπημένης του διδασκάλου.
Πέρα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀπεριόριστη καὶ ἀνυπόκριτη ἀγάπη γιὰ τὴ
διδάσκαλό του, ὁ Συνέσιος πίστευε ἀκράδαντα καὶ στὴν ἀξία της ὡς φιλοσόφου. Χαρακτηριστικὸ μάλιστα εἶναι
ὅτι σὲ μιά του ἐπιστολή, ἀντιδιαστέλλοντας τὴ γερασμένη καὶ παρηκμασμένη πλέον
᾿Αθήνα πρὸς τὴ σφύζουσα ἀπὸ πνευματικὴ ζωὴ ᾿Αλεξάνδρεια, γράφει ὅτι ἡ Αἴγυπτος
εἶναι ἐκείνη πιὰ ποὺ τρέφει τὴ φιλοσοφία χάριν στή «γενιὰ τῆς ῾Υπατίας», ἐνῷ ἡ ᾿Αθήνα, πάλαι ποτὲ ἑστία σοφῶν, δὲν μπορεῖ
πλέον νὰ καυχηθεῖ παρὰ γιὰ τοὺς μελισσουργούς της.11 Εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ Συνέσιος δὲν ἔβλεπε στὴν
Ὑπατία τίποτε ποὺ ἐρχόταν σὲ σύγκρουση μὲ τὴ χριστιανική του πίστη.
Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον ὁ Συνέσιος. Σὲ μιὰ ἐπιστολή του ὁ Συνέσιος στέλνει χαιρετισμοὺς
σὲ ἕναν ἄλλο μαθητὴ τῆς Ὑπατίας, ὁ ὁποῖος ἦταν διάκονος.12 Ἐξάλλου,
καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τῆς Ὑπατίας ποὺ γνωρίζουμε
ἀνῆλθαν σὲ ὑψηλὰ πολιτικὰ ἢ ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα· δύο μάλιστα ἀπὸ αὐτοὺς
ἔγιναν ἐπίσκοποι. Εἶναι ἐπίσης πιθανὸν τὰ
μαθήματα τῆς Ὑπατίας νὰ παρακολούθησε καὶ ὁ Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης.13 Καὶ γενικά, γνωρίζουμε πολὺ περισσότερους
χριστιανοὺς μαθητὲς τῆς Ὑπατίας παρὰ ἐθνικούς. Καὶ εἶναι προφανὲς ὅτι ὅλοι αὐτοὶ οἱ
χριστιανοὶ δὲν ἔβρισκαν στὴ διδασκαλία τῆς Ὑπατίας τίποτε
ποὺ ἐρχόταν σὲ σύγκρουση μὲ τὴ χριστιανική τους πίστη. Ἡ Σταυρούλα
Λαμπροπούλου ἐκτιμᾷ ὅτι ἡ Ὑπατία εἶναι ἀπίθανο νὰ εἶχε πεῖ δημοσίως κἄτι γιὰ
τὸν χριστιανισμό.14 Ὁ Henri Irenée Marrou μάλιστα σημειώνει ὅτι, ἐξ ὅσων μποροῦμε νὰ κρίνουμε ἀπὸ τὴν ἀντανάκλαση τῆς
διδασκαλίας τῆς Ὑπατίας στὸν μαθητή της Συνέσιο,15 φαίνεται ὅτι αὐτὴ εἶχε ἤδη ἐγκαινιάσει ἀπὸ τὸ 390-400 μία ἀντίδραση
ἐνάντια στὸν ἐξτρεμισμὸ καὶ ἐνάντια στὶς πιὸ σκοτεινὲς ὄψεις τοῦ παγανισμοῦ.16
Καὶ γενικά, τίποτε στὴ διδασκαλία τῆς Ὑπατίας δὲν φαίνεται νὰ συνηγορεῖ
ὑπὲρ τοῦ ὅτι αὐτὴ ἦταν ὑπέρμαχος τῆς εἰδωλολατρίας ἢ πολεμία τοῦ χριστιανισμοῦ.
Εἰς ἀναζήτησιν ἐνδείξεων:
β) Ἡ παρουσία καὶ ἡ δράση τῆς Ὑπατίας στὴν Ἀλεξάνδρεια
Ἂν στὴ διδασκαλία τῆς Ὑπατίας δὲν ὑπάρχει καμμία ἀπολύτως
ἔνδειξη ὅτι αὐτὴ ἦταν ἐθνική, τότε θὰ ἀνέμενε ἴσως κανεὶς νὰ
βρεῖ κάποια τέτοια ἔνδειξη στὴ δράση της. Ἄλλωστε, δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε
ὅτι ἡ Ἀλεξάνδρεια ἐκείνης τῆς ἐποχῆς εὐνοοῦσε μία
ἔμπρακτη ἐκδήλωση τῶν θρησκευτικῶν φρονημάτων, καθὼς χαρακτηριζόταν κατ’
ἐξοχὴν ἀπὸ μία ὀξύτατη θρησκευτικὴ πόλωση.
Σύμφωνα μάλιστα μὲ τὸν Σωκράτη
τὸν Σχολαστικό, ὁ λαὸς τῆς Ἀλεξανδρείας ἀρεσκόταν στὶς ταραχὲς περισσότερο ἀπὸ
κάθε ἄλλον καί, ἂν συνέβαινε νὰ βρεῖ ἀφορμή, γινόταν αἴτιος μεγάλων δεινῶν καὶ
δὲν σταματοῦσε, παρὰ μόνον ἀφοῦ χυνόταν ἄφθονο αἷμα.17 Ὁ Robert Browning παρατηρεῖ
συναφῶς ὅτι στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ οἱ δύο πλευρές, καὶ οἱ χριστιανοὶ καὶ οἱ
ἐθνικοί, ἦταν φανατισμένες, παθιασμένες καὶ ἕτοιμες νὰ καταφύγουν στὴ βία.18
Μία σημαντικὴ λεπτομέρεια εἶναι ὅτι στὶς ἀρχὲς τῆς
δεκαετίας τοῦ 390, ὅταν ἡ Ὑπατία ἦταν ἤδη φημισμένη ὡς διδάσκαλος τῆς
φιλοσοφίας, ἡ τόσο ὀξεῖα θρησκευτικὴ πόλωση στὴν
Ἀλεξάνδρεια εἶχε ξεσπάσει σὲ ἀνοικτὴ ρήξη ἀνάμεσα στὶς δύο κοινότητες, τὴ
χριστιανικὴ καὶ τὴν εἰδωλολατρική. Ἀναφερόμαστε βεβαίως στὰ γεγονότα τὰ Σαραπείου,
τὰ ὁποῖα διεξήλθαμε σὲ δύο παλαιότερα ἄρθρα ἀπὸ τὶς στῆλες τῶν Ἀκτίνων:19 Μὲ ἀφορμὴ μιὰ κίνηση ποὺ θεώρησαν ὡς πρόκληση
εἰς βάρος τους, οἱ ἐθνικοὶ τῆς πόλεως ἐπιτέθηκαν στοὺς χριστιανούς, φόνευσαν
πολλούς, συνέλαβαν ἄλλους, καὶ κατέφυγαν ὁμαδικὰ στὸν
λόφο ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὀρθωνόταν ὁ περικαλλὴς ναὸς τοῦ Σαραπείου. Γιὰ τοὺς ἐθνικοὺς τῆς Ἀλεξανδρείας ἡ
συγκεκριμένη χρονικὴ στιγμὴ ἦταν ἡ στιγμὴ τοῦ ὑπὲρ πάντων
ἀγῶνος. Σύσσωμη ἡ εἰδωλολατρικὴ
κοινότητα τῆς πόλεως ὀχυρώθηκε στὸ Σαραπεῖο. Καὶ σημειωτέον ὅτι δὲν μιλᾶμε ἐδῶ ἁπλῶς καὶ
μόνον γιὰ τὶς λαϊκὲς μᾶζες τῶν πιστῶν τοῦ ἀρχαίου θρησκεύματος· ἀκόμη καὶ πνευματικοὶ ἄνθρωποι, λόγιοι
καὶ διδάσκαλοι τῆς φιλοσοφίας ἔσπευσαν στὸ Σαραπεῖο, γιὰ νὰ συμμετάσχουν
ἐνεργὰ σὲ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα γιὰ τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια τῆς πίστεώς τους. Ἕνας μάλιστα
φιλόσοφος ὀνόματι Ὀλύμπιος, γιὰ τὸν ὁποῖο μαθαίνουμε ἀπὸ τὸν Σῳζομενὸ20
καὶ τὸν Δαμάσκιο,21 ἄνθρωπος μὲ ἰσχυρὴ προσωπικότητα, ἀνεδείχθη σὲ
ἡγέτη τῶν ὀχυρωμένων στὸ Σαραπεῖο ἐθνικῶν, προτρέποντάς
τους νὰ μὴν ἐγκαταλείψουν τὴν πάτρια θρησκεία, ἀλλὰ καί,
ἂν χρειαζόταν, νὰ πεθάνουν γι’ αὐτήν.
Πέρα ἀπὸ τὸν Ὀλύμπιο, σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ Σωκράτους τοῦ
Σχολαστικοῦ, στὸ Σαραπεῖο ἔσπευσαν καὶ δύο διδάσκαλοι
τῆς ρητορικῆς κοντὰ στοὺς ὁποίους μαθήτευσε ἀργότερα καὶ ὁ ἴδιος ὁ Σωκράτης, ὁ
Ἑλλάδιος καὶ ὁ Ἀμμώνιος22 (αὐτοὶ
μετὰ τὸ πέρας τῶν γεγονότων καὶ τὴν ἀμνήστευση τῶν πρωταιτίων κατέφυγαν
στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ ἐξακολούθησαν νὰ διδάσκουν· εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Ἑλλάδιος ἐκαυχᾶτο
ὅτι στὶς συμπλοκὲς εἶχε σκοτώσει ὁ ἴδιος μὲ τὰ χέρια του ἐννέα χριστιανούς,23
καὶ μολαταῦτα ὄχι μόνο δὲν διώχθηκε
ποινικά, ὄχι μόνο ἀφέθηκε ἀνενόχλητος στὰ διδακτικά του καθήκοντα, ἀλλὰ καὶ
τιμήθηκε γιὰ τὶς ἐπιδόσεις του τὸ 425, εἰς πεῖσμα ὅσων θέλουν
νὰ κάνουν λόγο γιὰ ἀπηνῆ διωγμὸ τῶν ἐθνικῶν, ὁ ὁποῖος ἐγγίζει τὰ ὅρια γενοκτονίας)...
Μὲ δεδομένη λοιπὸν τὴ συμμετοχὴ σύσσωμης σχεδὸν τῆς
εἰδωλολατρικῆς κοινότητας τῆς Ἀλεξανδρείας, συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν
λογίων καὶ διδασκάλων τῆς φιλοσοφίας, στὰ γεγονότα τοῦ Σαραπείου, ἡ σκέψη
μας πάει αὐτομάτως στὴν Ὑπατία, ἡ ὁποία ἄλλωστε τότε, στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας
τοῦ 390, ἦταν ἤδη φημισμένη ὡς διδάσκαλος
τῆς φιλοσοφίας: Τί ἔκανε τότε, στὰ γεγονότα τοῦ Σαραπείου, ἡ
ἐξυμνούμενη ὡς «μάρτυς τοῦ ἑλληνισμοῦ» Ὑπατία; ἔσπευσε ἆραγε καὶ αὐτὴ στὸ
Σαραπεῖο, γιὰ νὰ διαδηλώσει τὰ θρησκευτικὰ της φρονήματα καὶ νὰ
συμμετάσχει στὸν ὑπὲρ πάντων ἀγῶνα γιὰ τὰ ἱερὰ καὶ τὰ
ὅσια τοῦ παγανισμοῦ; ἡγήθηκε τῶν ὀχυρωμένων στὸ Σαραπεῖο
ἐθνικῶν, ὅπως ἔπραξαν ὁ Ὀλύμπιος, ὁ Ἀμμώνιος, ὁ Ἑλλάδιος καὶ τόσοι ἄλλοι διανοούμενοι
τῆς εἰδωλολατρικῆς κοινότητας;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι τίποτε ἀπὸ τὰ παραπάνω δὲν συνέβη. Ἡ
Ὑπατία οὔτε ἔσπευσε στὸ Σαραπεῖο, οὔτε καὶ ἐθεάθη πουθενὰ στὰ πεδία τῶν
συγκρούσεων μεταξὺ ἐθνικῶν καὶ χριστιανῶν.
Στὸ πάνδημο αὐτὸ εἰδωλολατρικὸ προσκλητήριο, ἡ
Ὑπατία ἔλαμψε διὰ τῆς ἀπουσίας της·
καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ εἰδωλολατρικὴ κοινότητα τῆς Ἀλεξανδρείας ἔδινε τὸν
ὑπὲρ πάντων ἀγῶνα, ἡ Ὑπατία ἁπλῶς ἀπεῖχε. Ἐξ οὗ ἄλλωστε καὶ ἡ Ὑπατία δὲν ὑπέστη
καμμία ἀπολύτως συνέπεια ἀπὸ τὴν ἀτυχῆ γιὰ τοὺς ἐθνικοὺς κατάληξη τῶν
γεγονότων τοῦ Σαραπείου. Σύμφωνα μὲ τὴ Maria Dzielska, ἡ Ὑπατία, ἐκτιμώμενη
ἀπὸ τὴν κυβερνῶσα ἐλίτ, βλέποντας μὲ συμπάθεια τοὺς χριστιανούς, παραμένοντας
ἀδιάφορη πρὸς τὶς παγανιστικὲς λατρεῖες καὶ οὐδέτερη στὶς θρησκευτικὲς συγκρούσεις καὶ
διενέξεις, ἔζησε στὴν Ἀλεξάνδρεια ἐπὶ μακρόν, ἀπολαμβάνοντας τὸν σεβασμὸ τῶν
ἡγετῶν τῆς πόλεως καὶ τὴν ἀγάπη τῶν μαθητῶν της.24
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ
εἰδωλολατρικὴ κοινότητα τῆς Ἀλεξανδρείας δὲν εἶχε κανένα λόγο νὰ θεωρεῖ τὴν Ὑπατία δική της, ἐνθυμούμενη μάλιστα τὴν
εὔγλωττη ἀπουσία της
ἀπὸ τὴν πρόσφατη ἀναμέτρησή της μὲ τὸν χριστιανισμό· διότι ἡ
ἀπουσία τῆς Ὑπατίας ἀπὸ τὸ Σαραπεῖο ἦταν μία ἔμπρακτη διαφοροποίησή της ἀπὸ τὴν
εἰδωλολατρικὴ κοινότητα τῆς Ἀλεξανδρείας. Ἀκόμη ὅμως καὶ ἂν αὐτὴ ἡ
ἀπουσία δὲν δηλώνει μία ἀποδοκιμασία
τοῦ παγανισμοῦ ἐκ μέρους τῆς Ἀλεξανδρινῆς φιλοσόφου, πάντως ἡ Ὑπατία φαίνεται
νὰ συγκαταλέγεται στοὺς πνευματικοὺς ἐκείνους ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι, σύμφωνα μὲ
τὴν πολὺ ὡραία εἰκόνα τοῦ Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, μοιάζουν μὲ τὶς ὑψηλὲς
βουνοκορφὲς ποὺ ἀπολαμβάνουν τὸν αἴθριο οὐρανό, ἀκόμη καὶ ὅταν κάτω ἀπὸ αὐτὲς
μαίνεται σφοδρὴ καταιγίδα.25 Ἐν πάσῃ δὲ περιπτώσει, ὅπως
ἀκριβῶς δὲν βρίσκουμε στὴ διδασκαλία καὶ στὸν κύκλο τῶν μαθητῶν τῆς Ὑπατίας καμμία
ἀπολύτως ἔνδειξη ὅτι αὐτὴ ἦταν ἐθνική, ἔτσι δὲν βρίσκουμε καὶ στὴν παρουσία
καὶ στὴ δράση της στὴν Ἀλεξάνδρεια.
Εἰς ἀναζήτησιν ἐνδείξεων:
γ) Οἱ ὑμνητὲς τῆς Ὑπατίας
Ἀδυνατώντας λοιπὸν νὰ βροῦμε εἴτε στὴ διδασκαλία εἴτε στὴ
δράση τῆς Ὑπατίας ὁποιαδήποτε ἔνδειξη ὅτι αὐτὴ ἦταν ἐθνική,
στρεφόμαστε πλέον στὸ τρίτο σημεῖο στὸ ὁποῖο θὰ μπορούσαμε νὰ ἀναζητήσουμε μία
τέτοια ἔνδειξη: Μὲ δεδομένη τὴ συμβολικὴ διάσταση ποὺ ἔχει προσλάβει ἡ δολοφονία τῆς
῾Υπατίας στὸ πλαίσιο τῆς σύγκρουσης τοῦ χριστιανισμοῦ
μὲ τὸν παγανισμό, θὰ ὑπέθετε κανεὶς λογικὰ ὅτι οἱ μὲν χριστιανικὲς
πηγὲς θὰ προσπαθοῦσαν νὰ ὑποβαθμίσουν τὴν ἀξία τῆς ῾Υπατίας, ἐνῷ οἱ ἐθνικὲς
πηγὲς θὰ προέβαλλαν μία ἀψεγάδιαστη καὶ ἐξιδανικευμένη εἰκόνα τῆς ᾿Αλεξανδρινῆς
φιλοσόφου.
Καὶ ὅμως, ἂν ἀναγνώσει κανεὶς τὶς πηγές, θὰ ἐκπλαγεῖ
διαπιστώνοντας πόσο πανηγυρικὰ διαψεύδεται αὐτὴ ἡ «λογική» ὑπόθεση. Παραδόξως, ὁ μεγαλύτερος ἐπαινέτης τῆς
῾Υπατίας δὲν εἶναι ὁ ἐθνικὸς Δαμάσκιος (ἡ μόνη ἐθνικὴ πηγὴ στὴν ὁποία γίνεται
λόγος γιὰ τὴν Ὑπατία26), ἀλλὰ ὁ χριστιανὸς ἐκκλησιαστικὸς ἱστορικὸς Σωκράτης
ὁ Σχολαστικός, ὁ ὁποῖος γράφει γιὰ τὴν ᾿Αλεξανδρινὴ φιλόσοφο:
«῾Υπῆρχε
κάποια γυναῖκα στὴν ᾿Αλεξάνδρεια μὲ τὸ ὄνομα ῾Υπατία· αὐτὴ ἦταν κόρη τοῦ φιλοσόφου Θέωνος· ἔφθασε δὲ σὲ τέτοιο σημεῖο παιδείας, ὥστε νὰ ξεπεράσει τοὺς φιλοσόφους τῆς ἐποχῆς της
καὶ νὰ διαδεχθεῖ τὴν πλατωνικὴ μελέτη
ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὸν Πλωτῖνο καὶ νὰ παραδίδει σὲ ὅσους ἤθελαν ὅλα τὰ φιλοσοφικὰ μαθήματα· ἐξ οὗ καὶ αὐτοὶ
ποὺ ἤθελαν νὰ φιλοσοφοῦν ἀπὸ παντοῦ ἔτρεχαν σὲ αὐτήν. Χάριν στὴ λαμπρὴ παρρησία
ποὺ εἶχε ἀπὸ τὴν παιδεία, συναντοῦσε κατὰ πρόσωπον σωφρόνως καὶ τοὺς ἄρχοντες· καὶ δὲν
ἦταν ντροπὴ νὰ βρίσκεται αὐτὴ ἐν μέσῳ ἀνδρῶν· γιατὶ ὅλοι τὴ σέβονταν περισσότερο καὶ θαμπώνονταν
μαζί της γιὰ τὴν ὑπερβάλλουσα σωφροσύνη της».27
Σημειωτέον δὲ ὅτι αὐτὸ τὸ ἐγκώμιο τῆς ῾Υπατίας ἀπὸ ἕνα χριστιανὸ
συγγραφέα δὲν εἶναι μεμονωμένη περίπτωση.
Μὲ ἀνάλογη ἐκτίμηση περιβάλλουν τὴν ῾Υπατία καὶ ἄλλοι χριστιανοὶ
συγγραφεῖς στὸ διάβα τῶν αἰώνων: ὁ ᾿Ιωάννης
Μαλάλας τὴ μνημονεύει ὡς «ξακουστὴ
φιλόσοφο, ποὺ εἶχε μεγάλη φήμη»·28 ἀρκετὰ
ἀργότερα, ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾶς, ἐξυμνώντας τὴν Εὐδοκία Παλαιολογίνα,
ἀναφέρει ὅτι οἱ μορφωμένοι σύγχρονοί της τὴν παραλλήλιζαν μὲ τὴν Πυθαγορικὴ
Θεανὼ καὶ τὴν Ὑπατία·29 ὁ Νικηφόρος
Κάλλιστος-Ξανθόπουλος γράφει ὅτι ἡ Ὑπατία εἶχε διακριθεῖ τόσο πολύ, ὥστε δὲν
ξεπερνοῦσε μόνο τοὺς συγχρόνους της φιλοσόφους, ἀλλὰ καὶ τοὺς πολὺ προγενέστερους·30
περιττὸ δὲ νὰ ἐπαναλάβουμε μὲ πόση ἐκτίμηση καὶ ἀγάπη τὴν περιέβαλλε ὁ
ἀφοσιωμένος της μαθητὴς Συνέσιος Κυρήνης.
Διαπιστώνουμε λοιπὸν μὲ ἔκπληξη ὅτι οἱ μεγάλοι ἐπαινέτες
καὶ ὑμνητὲς τῆς Ὑπατίας εἶναι οἱ χριστιανοί. Καὶ αὐτὸ εἶναι μόνον τὸ πρῶτο παράδοξο. Τὸ δεύτερο –καὶ μεγαλύτερο– παράδοξο εἶναι
ὅτι, ἂν κάποιος μειώνει τὴν ἀξία τῆς ῾Υπατίας, αὐτὸς εἶναι ὁ
ἐθνικὸς καὶ πολέμιος τοῦ χριστιανισμοῦ Δαμάσκιος! Περιττὸ νὰ ποῦμε ὅτι κανονικὰ θὰ ἀναμέναμε ὁ ἐθνικὸς καὶ πολέμιος τοῦ
χριστιανισμοῦ Δαμάσκιος νὰ προβάλλει μία ἐξιδανικευμένη
εἰκόνα τῆς δολοφονημένης φιλοσόφου, ἡ ὁποία σήμερα ἐξυμνεῖται ὡς
«μάρτυς τοῦ ἑλληνισμοῦ». Παρὰ πᾶσαν ὅμως
προσδοκίαν, ὁ Δαμάσκιος ἀφήνει νὰ διαφανεῖ χωρὶς δυσκολία πόσο χαμηλὰ
κατατάσσει τὴν ῾Υπατία ὡς φιλόσοφο. ᾿Ενῷ δηλαδὴ ἐξαίρει τὸ ἦθος καὶ τὴ σωφροσύνη
τῆς ῾Υπατίας,31 ὅταν φέρνει τὸν λόγο στὴν
ἐκτίμηση ποὺ ἔτρεφαν γι’ αὐτὴν ὑψηλὰ ἱστάμενα πρόσωπα,32 προσθέτει
τὸ ἑξῆς καυστικὸ σχόλιο:
«Διότι,
ἂν καὶ ἡ οὐσία τῆς φιλοσοφίας εἶχε χαθεῖ, ἀλλὰ τὸ ὄνομα τοὐλάχιστον τῆς φιλοσοφίας φαινόταν ἀκόμη ὅτι ἦταν μεγαλοπρεπὲς
καὶ ἀξιοθαύμαστο σὲ αὐτοὺς ποὺ βρίσκονταν
στὰ ὑψηλότερα ἀξιώματα τῆς πολιτείας».33
῞Οπως καὶ ἂν διαβάσουμε αὐτὸ τὸ παράδοξο σχόλιο, τὸ συμπέρασμα
δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἕνα καὶ μόνον:
ὅτι κατὰ τὴν κρίση τοῦ Δαμασκίου ἡ ῾Υπατία ἦταν περισσότερο κατ᾿ ὄνομα παρὰ κατ᾿
οὐσίαν φιλόσοφος! Καὶ ἂν αὐτὸ τὸ σχόλιο τοῦ
Δαμασκίου συνιστᾷ μία μόνον ἔμμεση –ἂν καὶ κατάδηλη– ὑποτίμηση τῆς ῾Υπατίας, δὲν
συμβαίνει τὸ ἴδιο σὲ μία ἄλλη περίπτωση, ὅπου ἡ ὑποτίμηση τῆς ῾Υπατίας εἶναι
πλέον ἐντελῶς ἄμεση, ρητὴ καὶ ἀπροκάλυπτη· πιὸ συγκεκριμένα,
συγκρίνοντας τὴν ῾Υπατία μὲ τὸν ᾿Ισίδωρο, ὁ Δαμάσκιος γράφει τὸ ἑξῆς:
«῾Ο ᾿Ισίδωρος
ἦταν πολὺ ἀνώτερος ἀπὸ τὴν ῾Υπατία, ὄχι μόνον ὅπως εἶναι φυσικὸ νὰ εἶναι ἀνώτερος ἕνας ἄνδρας ἀπὸ μιὰ γυναῖκα,
ἀλλὰ καὶ ὅπως εἶναι
φυσικὸ νὰ εἶναι ἀνώτερος ἕνας γνήσιος φιλόσοφος ἀπὸ μιὰ γεωμέτρη»...34
Κανονικὰ δὲν θὰ χρειαζόταν νὰ κάνουμε ἐδῶ κάποιο περαιτέρω
σχόλιο, καθώς, ἂν αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Δαμασκίου δὲν συνιστοῦν ὑποτίμηση τῆς ῾Υπατίας,
τότε εἰλικρινὰ δὲν γνωρίζουμε τί θὰ μποροῦσε
νὰ θεωρηθεῖ ὡς ὑποτίμηση. Ἡ πρόσφατη ὅμως ταινία γιὰ
τὴν Ὑπατία μᾶς δίνει τὴ λαβὴ νὰ σταθοῦμε λίγο σὲ αὐτὰ τὰ λόγια.
Κατὰ πρῶτον, στὴν ἐν λόγῳ ταινία ἐμφανίζεται ὁ Κύριλλος
Ἀλεξανδρείας νὰ πέφτει σὲ ἕνα ἄνευ προηγουμένου μισογυνικὸ
παραλήρημα, μὲ τὸ ὁποῖο καλεῖ τὸν μαθητὴ τῆς
Ὑπατίας καὶ ἔπαρχο τῆς πόλεως Ὀρέστη νὰ ἀποκηρύξει τὴ διδάσκαλό του· τὸ
μισογυνικὸ παραλήρημα τοῦ Κυρίλλου ἐμφανίζεται νὰ ὁπλίζει τὰ χέρια τῶν φανατισμένων
μοναχῶν καὶ νὰ ὁδηγεῖ στὴν εἰδεχθῆ δολοφονία τῆς Ὑπατίας. Τὸ μισογυνικὸ
ὅμως αὐτὸ παραλήρημα, πρῶτον, δὲν μαρτυρεῖται πουθενὰ στὶς πηγές. Δεύτερον, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σταθεῖ στὰ χείλη
τοῦ ἐκπροσώπου τῆς θρησκείας ποὺ ἐκήρυξε τό «οὐκ
ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ»,35 ἑνὸς ἐπισκόπου ὁ ὁποῖος, ἐπιπλέον,
φημίζεται γιὰ τὴ λογιότητά του. Τρίτον,
καὶ ἂν ἀκόμη ὑποθέσουμε, ὅπως θὰ ἦταν ἄλλωστε λογικό, ὅτι ἐκείνη τὴν
ἐποχὴ δὲν εἶχαν ἀκόμη προλάβει ὅλοι οἱ χριστιανοί, ὅσο λόγιοι καὶ ἂν ἦταν, νὰ ἀφομοιώσουν
τὸ ρηξικέλευθο κήρυγμα τοῦ χριστιανισμοῦ ποὺ καταργοῦσε τὶς διακρίσεις
τῶν δύο φύλων, καὶ πάλι, τὸ ἀντιχριστιανικὸ παραλήρημα τοῦ Κυρίλλου θὰ ἦταν ἡ
ἀπόλυτη παραφωνία στὴ χριστιανικὴ Ἀλεξάνδρεια, ποὺ τιμοῦσε στὴν κορυφὴ τοῦ χοροῦ τῶν
μαρτύρων της τὴν ἁγία Αἰκατερίνη. Τὰ
λόγια τοῦ ἐθνικοῦ Δαμασκίου γιὰ τὴν Ὑπατία, ἀντιθέτως, ὅτι ὁ Ἰσίδωρος ἦταν
ἀνώτερος ἀπὸ τὴν Ὑπατία, «ὅπως εἶναι φυσικὸ νὰ εἶναι ἀνώτερος ἕνας ἄνδρας ἀπὸ μιὰ γυναῖκα», μᾶς
δείχνουν ἀπὸ ποιὰ πλευρὰ μποροῦμε νὰ βροῦμε τὸ μισογυνικὸ παραλήρημα.
Ἐξίσου –ἂν ὄχι καὶ περισσότερο– ἐνδιαφέρον εἶναι καὶ τὸ
σχόλιο τοῦ Δαμασκίου ὅτι ὁ Ἰσίδωρος ἦταν
ἀνώτερος ἀπὸ τὴν Ὑπατία, «ὅπως εἶναι
φυσικὸ νὰ εἶναι ἀνώτερος ἕνας γνήσιος φιλόσοφος ἀπὸ μιὰ γεωμέτρη». Τὸ σχόλιο αὐτὸ εἶναι ἰδιαίτερα ἀποκαλυπτικό,
καθὼς ἀπηχεῖ τὴν ἐντελῶς ἐξωελληνικὴ κατεύθυνση πρὸς τὴν ὁποία εἶχε κινηθεῖ ὁ
παγανισμὸς ἐκείνη τὴν ἐποχή. Συγκεκριμένα,
γιὰ τὶς τελευταῖες γενιὲς τῶν παγανιστῶν, ἡ ἀληθινὴ
φιλοσοφία ἦταν ἕνα συνονθύλευμα σκοταδισμοῦ, ἀποκρυφιστικῶν
δοξασιῶν καὶ θεουργικῶν πρακτικῶν. Στὰ
μάτια ἑνὸς ἐθνικοῦ διανοητῆ τῆς ἐποχῆς σὰν τὸν Δαμάσκιο, ἡ
Ὑπατία, ἀφοσιωμένη καθὼς ἦταν στὴν ἐπιστήμη καὶ στὸν φιλοσοφικὸ
λόγο, δὲν ἦταν γνήσια φιλόσοφος, ἀλλὰ ἁπλῆ γεωμέτρης. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅμως, ἡ
προσήλωση τῆς Ὑπατίας στὴν ἐπιστήμη καὶ ἡ ἀποστροφή της γιὰ τὸν ἀποκρυφισμό,
αὐτὴ ἀκριβῶς ποὺ τὴ μείωνε στὰ μάτια τοῦ Δαμασκίου, τὴν ἔφερνε στὴν πραγματικότητα
πολὺ πιὸ κοντὰ στὸν χριστιανισμό, παρὰ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ παγανισμὸς
κακοποιοῦσε τὴ φιλοσοφία.
Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι ἡ συγκριτικὴ θεώρηση τοῦ τρόπου μὲ τὸν
ὁποῖο βλέπουν τὴν Ὑπατία οἱ χριστιανικὲς καὶ οἱ ἐθνικὲς πηγὲς ἐπιβεβαιώνει πανηγυρικὰ
αὐτὸ ποὺ εἴπαμε παραπάνω· ὅτι δηλαδὴ ἐνῷ, μὲ δεδομένη τὴ
συμβολικὴ διάσταση ποὺ ἔχει προσλάβει ἡ
δολοφονία τῆς ῾Υπατίας στὸ πλαίσιο τῆς σύγκρουσης τοῦ χριστιανισμοῦ μὲ τὸν
παγανισμό, θὰ ὑπέθετε κανεὶς λογικὰ ὅτι οἱ χριστιανικὲς πηγὲς θὰ προσπαθοῦσαν νὰ
ὑποβαθμίσουν τὴν ἀξία τῆς ῾Υπατίας καὶ οἱ ἐθνικὲς πηγὲς θὰ προέβαλλαν μία ἀψεγάδιαστη καὶ
ἐξιδανικευμένη εἰκόνα τῆς ᾿Αλεξανδρινῆς φιλοσόφου, στὴν πραγματικότητα συμβαίνει
τὸ ἐντελῶς ἀντίστροφο: ἡ ἀψεγάδιαστη καὶ σχεδὸν ἐξιδανικευμένη εἰκόνα τῆς
῾Υπατίας προβάλλεται ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς συγγραφεῖς, ἐνῷ ὁ ἐθνικὸς καὶ πολέμιος τοῦ
χριστιανισμοῦ Δαμάσκιος δύσκολα κρύβει τὴ χαμηλή του ἐκτίμηση –ἡ ὁποία φαίνεται
νὰ φθάνει μέχρι καὶ τὴν εὐθεῖα περιφρόνηση– γιὰ τὴν ᾿Αλεξανδρινὴ φιλόσοφο.
Ἂν λοιπὸν ἀναζητούσαμε τοὺς ὑμνητὲς τῆς Ὑπατίας, προσδοκώντας νὰ βροῦμε
τοιουτοτρόπως μιὰ ἔνδειξη ὅτι ἡ Ὑπατία ἦταν ἐθνική, τότε ὄχι μόνο δὲν θὰ βρίσκαμε
τέτοια ἔνδειξη, ἀλλὰ τοὐναντίον θὰ ἀνακαλύπταμε σοβαρὲς ἀντενδείξεις.
_______________________________________________________________________________
Ὅπως διαπιστώνουμε, σὲ ὅλα τὰ παραπάνω σημεῖα ἀποτύχαμε νὰ
βροῦμε τὴν παραμικρὴ ἔνδειξη ποὺ θὰ συνέδεε τὴν Ὑπατία, αὐτὴ τὴν ἐξυμνούμενη
σήμερα ὡς «μάρτυρα τοῦ ἑλληνισμοῦ», μὲ τὸν παγανισμὸ καὶ τὴν παράταξη ποὺ
στάθηκε ἀπέναντι στὸν χριστιανισμό.
Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ ὅλες οἱ ἐνδείξεις ποὺ βρήκαμε ἦταν τέτοιες,
ποὺ συνδέουν τὴν Ὑπατία μᾶλλον μὲ τὸ χριστιανικό, παρὰ μὲ τὸ παγανιστικὸ
στρατόπεδο. Ἀκόμη περισσότερο, αὐτὸ συμβαίνει, ὅταν ἀναζητήσουμε ποιοὶ εἶναι
ἐκεῖνοι πού «διεκδικοῦν» τὴν Ὑπατία, προσδοκώντας ἴσως νὰ βροῦμε ἔστω καὶ μία
περίπτωση ἐθνικοῦ συγγραφέα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς πού
«διεκδικεῖ» τὴν Ὑπατία γιὰ λογαριασμὸ τῆς εἰδωλολατρικῆς παρατάξεως
στὴ σύγκρουση χριστιανισμοῦ καὶ παγανισμοῦ. Ἐκεῖ πιὰ ἡ ἀποκάλυψη εἶναι
ἐντελῶς ἀνατρεπτική. Ἀλλὰ αὐτὰ θὰ τὰ δοῦμε προσεχῶς, στὴ συνέχεια τοῦ παρόντος
ἄρθρου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Henri Irenée
Marrou, “Synesius of Cyrene and Alexandrian Neoplatonism”, ἐν Arnaldo Momigliano
(ed.), The conflict between paganism and
Christianity in the fourth century, Clarendon Press, Oxford 1963, σελ. 126-127.
2. Will Durant, Παγκόσμιος ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ, τόμ.
Δ΄, μετάφρ. Νικ. Κ. Παπαρρόδου, Ἀδελφοὶ Συρόπουλοι, Ἀθήνα 1969, σελ. 149.
3. Σήμερα ἔχουμε μία τέτοια πηγή, τὸ Χρονικὸν τοῦ Ἰωάννου Νικίου, τὸ ὁποῖο
ἔφθασε στὰ χέρια μας ἀπὸ μία αἰθιοπικὴ ἀντιγραφὴ ἑνὸς ἀραβικοῦ κειμένου, ποὺ
προφανῶς ἀντέγραφε τὸ πρωτότυπο, τὸ ὁποῖο θὰ ἦταν ἑλληνικὸ ἢ κοπτικό. Ὁ
Ἰωάννης Νικίου εἶναι ἡ μόνη πηγὴ ποὺ ἐμφανίζει τὴν Ὑπατία ὡς παγανίστρια
φιλόσοφο καὶ μάγισσα (Ἰωάννου Νικίου, Χρονικόν,
ed. R. H. Charles, LXXXIV.87),
ἀλλὰ ἡ μαρτυρία του δὲν ἀποδεικνύει τίποτε, ἰδιαίτερα μάλιστα ἂν συνυπολογισθεῖ
ἡ μαρτυρία τῶν ὑπόλοιπων πηγῶν· πιθανόν, ἐντούτοις, νὰ ἀπηχεῖ τὴ συκοφαντία
ποὺ ὁδήγησε στὴ δολοφονία τῆς Ὑπατίας: ὅτι δηλαδὴ ἡ Ὑπατία ἐπιδίδετο στὴ μαγεία
καὶ τὶς ἀπόκρυφες ἐπιστῆμες.
4. Συνεσίου
Κυρήνης, Τῇ φιλοσόφῳ (Ἐπιστολὴ ΙϚ΄), ed. R. Hercher, 1-4: «Κλινοπετὴς ὑπηγόρευσα τὴν ἐπιστολήν, ἣν
ὑγιαίνουσα κομίσαιο, μῆτερ καὶ ἀδελφὴ καὶ διδάσκαλε καὶ διὰ πάντων τούτων εὐεργετικὴ
καὶ πᾶν ὅ τι τίμιον καὶ πρᾶγμα καὶ ὄνομα».
5. Συνεσίου Κυρήνης, Τῇ φιλοσόφῳ ῾Υπατίᾳ (᾿Επιστολὴ Ι΄), ed. R. Hercher, 2, 13.
6. Συνεσίου
Κυρήνης, Ὀλυμπίῳ (Ἐπιστολὴ ΡΛΓ΄), ed. R. Hercher, 21-24: «Ταύτην γέ τοι τὴν ἐπιστολὴν Πέτρον οἶμαι
διακομιεῖν, παρὰ μέσης λαβόντα τῆς ἱερᾶς χειρός·
στέλλω γὰρ αὐτὴν ἀπὸ Πενταπόλεως ἐγὼ πρὸς τὴν διδάσκαλον τὴν κοινήν».
7. Συνεσίου
Κυρήνης, Τῇ φιλοσόφῳ (Ἐπιστολὴ ΠΑ΄), ed. R. Hercher,15-16: «Καὶ γὰρ δὴ καὶ σὲ μετὰ τῆς ἀρετῆς ἀγαθὸν
ἄσυλον ἀριθμῶ».
8. Συνεσίου
Κυρήνης, Τῷ ἀδελφῷ Εὐοπτίῳ (Ἐπιστολὴ Δ΄),
ed. R. Hercher, 304-306: «Ἄσπασε
τὴν θεοφιλεστάτην καὶ σεβασμιωτάτην φιλόσοφον, καὶ τὸν εὐδαίμονα χορὸν τὸν
ἀπολαύοντα τῆς θεσπεσίας αὐδῆς».
9. Ὁμήρου, Ἰλιάς, ed. T. W. Allen, Χ
389-390.
10. Συνεσίου Κυρήνης, Τῇ φιλοσόφῳ (Ἐπιστολὴ ΡΚΔʹ), ed. R. Hercher,
1-3: «Εἰ δὲ θανόντων περ καταλήθοντ’
εἰν ἀίδαο, αὐτὰρ ἐγὼ καὶ κεῖθι τῆς φίλης Ὑπατίας μεμνήσομαι».
11. Συνεσίου Κυρήνης, Τῷ ἀδελφῷ (᾿Επιστολὴ ΡΛϚ΄), ed. R. Hercher, 16-20:
«Νῦν μὲν οὖν ἐν τοῖς καθ᾿ ἡμᾶς χρόνοις Αἴγυπτος τρέφει [ἐνν. τὴν φιλοσοφίαν] τὰς ῾Υπατίας δεξαμένη γονάς, αἱ δὲ ᾿Αθῆναι, πάλαι μὲν ἦν ἡ πόλις ἑστία σοφῶν, τὸ δὲ νῦν ἔχον
σεμνύνουσιν αὐτὰς οἱ μελιττουργοί».
12. Συνεσίου
Κυρήνης, Ἑρκουλιανῷ (Ἐπιστολὴ ΡΜΔ΄), ed. R. Hercher, 23: «Πρόσειπέ μοι τὸν ἱερὸν ἑταῖρον τὸν
διάκονον». «Ἑταίρους» προσφωνοῦσε ὁ Συνέσιος ὅσους εἶχαν παρακολουθήσει μαζὶ
μὲ αὐτὸν τὰ μαθήματα τῆς Ὑπατίας· βλ. γιὰ παράδειγμα, Συνεσίου Κυρήνης, Τῇ φιλοσόφῳ Ὑπατίᾳ (Ἐπιστολὴ Ιʹ), ed. R. Hercher, 1-2· Τῇ φιλοσόφῳ (Ἐπιστολὴ ΙϚ΄), 11.
13. Τὸ ἐνδεχόμενο αὐτὸ παρουσιάζεται διεξοδικὰ ἀπὸ τὴ Maria Dzielska (Hypatia of Alexandria, σελ. 42-44).
14. Σταυρούλας Λαμπροπούλου, «Ὑπατία, ἡ Ἀλεξανδρινὴ
φιλόσοφος», Πλάτων 57/58 (1977), σελ.
75.
15. Τὸ σκεπτικὸ αὐτὸ εἶναι νόμιμο, ἀφ’ ἧς στιγμῆς ὁ ἴδιος ὁ
Συνέσιος σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὴν Ὑπατία γράφει πὼς κάνει ὅ,τι καὶ ἡ ἠχώ
[Συνεσίου Κυρήνης, Τῇ φιλοσόφῳ (Ἐπιστολὴ
ΛΓ΄), ed. R. Hercher, 1-2: «Ἠχοῦς ἔοικα
πρᾶγμα ποιεῖν. Ἃς παρείληφα φωνὰς ἀντιδίδωμι»].
16. Henri Irenée
Marrou, “Synesius of Cyrene and Alexandrian Neoplatonism”, ἐν Arnaldo Momigliano
(ed.), The conflict between paganism and
Christianity in the fourth century, Clarendon Press, Oxford 1963, σελ. 138.
17. Σωκράτους Σχολαστικοῦ, ᾿Εκκλησιαστικὴ ἱστορία, ed. W. Bright, Ζʹ 13.5-8: «Ὁ
Ἀλεξανδρέων δῆμος πλέον τῶν ἄλλων δήμων χαίρει ταῖς στάσεσιν· εἰ δέ ποτε καὶ προφάσεως ἐπιλάβηται, εἰς ἀφόρητα καταστρέφει κακά· δίχα γὰρ
αἵματος οὐ παύεται τῆς ὁρμῆς».
18. Robert Browning, The emperor Julian, Weidenfeld and
Nicolson, London
1976, σελ.
161.
19. Ἰωάννη Κ.
Τσέντου, «Ἡ καταστροφὴ τοῦ Σαραπείου.
Μέρος Α΄: Τὸ σκηνικό», Ἀκτῖνες 632
(Ἰούνιος 2002), σελ. 197-202 καὶ «Ἡ καταστροφὴ
τοῦ Σαραπείου. Μέρος Β΄: Τὰ γεγονότα», Ἀκτῖνες
633 (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2002), σελ. 228-234.
20. Σῳζομενοῦ, Ἐκκλησιαστικὴ
ἱστορία, ed. J. Bidez καὶ G. C. Hansen, Ζʹ 15, 6.2-7.1.
21. Δαμασκίου,
Βίος Ἰσιδώρου, ed. C. Zintzen, ἀπ.
91-97.
22. Σωκράτους Σχολαστικοῦ, ᾿Εκκλησιαστικὴ ἱστορία, ed. W. Bright, Ε΄ 16.25 κ.ἑ.
23. Σωκράτους Σχολαστικοῦ, ὅ.π., Ε΄ 16.41-42: «Ἑλλάδιος
δὲ
παρά
τισιν
ηὔχει, ὡς ἐννέα εἴη ἄνδρας
ἐν
τῇ
συμπληγάδι
φονεύσας».
24. Maria Dzielska, Hypatia of Alexandria, σελ. 46.
25. Κωνσταντίνου Παπαρρηγοπούλου, Ἱστορία τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους, τόμος 4, Ἐκδοτικὸς Οἶκος «Ἐλευθερουδάκη» Α.Ε., ἐν Ἀθήναις 19326, σελ. 10.
26. Ὑπάρχει
καὶ ἕνα ποίημα τοῦ Παλλαδᾶ (Παλατινὴ Ἀνθολογία, ed. H. Beckby, Θʹ 400), ἀλλὰ ἀμφισβητεῖται ἂν ἡ Ὑπατία
ποὺ μνημονεύεται στὸ ποίημα εἶναι ἡ Ἀλεξανδρινὴ φιλόσοφος.
27. Σωκράτους Σχολαστικοῦ, ᾿Εκκλησιαστικὴ ἱστορία, ed. W. Bright, Ζ΄ 15.2-12: «῏Ην
τις γυνὴ ἐν τῇ ᾿Αλεξανδρείᾳ, τοὔνομα ῾Υπατία· αὕτη Θέωνος μὲν τοῦ φιλοσόφου
θυγάτηρ ἦν· ἐπὶ τοσοῦτον δὲ προὔβη παιδείας,
ὡς ὑπερακοντίσαι τοὺς κατ᾿ αὐτὴν φιλοσόφους, τὴν δὲ Πλατωνικὴν ἀπὸ Πλωτίνου καταγομένην
διατριβὴν διαδέξασθαι, καὶ πάντα τὰ φιλόσοφα μαθήματα τοῖς βουλομένοις
ἐκτίθεσθαι· διὸ καὶ οἱ πανταχόθεν φιλοσοφεῖν βουλόμενοι κατέτρεχον παρ᾿
αὐτήν. Διὰ τὴν προσοῦσαν αὐτῇ ἐκ τῆς παιδεύσεως
σεμνὴν παρρησίαν καὶ τοῖς ἄρχουσι σωφρόνως εἰς πρόσωπον ἤρχετο· καὶ οὐκ ἦν τις
αἰσχύνη ἐν μέσῳ ἀνδρῶν παρεῖναι αὐτήν·
πάντες γὰρ δι᾿ ὑπερβάλλουσαν σωφροσύνην πλέον αὐτὴν ᾐδοῦντο καὶ κατεπλήττοντο».
28. ᾿Ιωάννου Μαλάλα, Χρονογραφία, ed. L. Dindorf, 359.13-14: «Ὑπατίαν
τὴν περιβόητον φιλόσοφον, περὶ ἧς μεγάλα ἐφέρετο».
29. Νικηφόρου
Γρηγορᾶ, Ῥωμαϊκὴ ἱστορία, Λόγος Α΄, ed. L. Schopen καὶ I. Bekker, vol. 1,
294.4-7: «Ἦν γὰρ ἰδεῖν αὐτὴν πάντα καὶ
παντοῖα ῥᾳδίως κατὰ καιρὸν ἐν τῇ ὁμιλίᾳ διὰ γλώττης προφέρουσαν, ὅσα τε αὐτὴ
δι’ ἑαυτῆς ἀνεγνώκει καὶ ὅσα λεγόντων ἄλλων ἀκήκοεν, ὡς Θεανώ τινα Πυθαγορικὴν
καὶ Ὑπατίαν ἄλλην ὀνομάζεσθαι ταύτην πρὸς
τῶν ἐφ’ ἡμῶν σοφωτέρων».
30. Νικηφόρου Καλλίστου-Ξανθοπούλου, Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ΙΓ΄, ιϛ΄, ed. J.- P. Migne, PG 146, 1106 BC: «Ἐν
Ἀλεξανδρείᾳ γυνή τις Ὑπατία ἦν, πατέρα μὲν αὐχήσασα Θέωνα τὸν φιλόσοφον, μαθητευθεῖσα
δὲ καλῶς τῷ πατρί· ἐπὶ τόσον παρήνεγκε τοῖς μαθήμασιν, ὡς ὑπερβῆναι μήτοι γε
τοὺς κατ’ αὐτὴν φιλοσόφους, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐκ πολλοῦ γεγενημένους· χρηματίσαι δὲ καὶ διάδοχον τῆς Πλατωνικῆς
ἀπὸ Πλωτίνου καταγομένης διατριβῆς.
Πρόχειρος δ’ ἦν πᾶσι τοῖς βουλομένοις τὴν τῶν μαθημάτων γνῶσιν ἐκτίθεσθαι·
ὅθεν καὶ ὅσοι φιλοσοφεῖν ἐρωτικῶς εἶχον, παρ’ αὐτὴν ἔτρεχον, οὐ μόνον διὰ τὴν
προσοῦσαν αὐτῇ σεμνὴν παῤῥησίαν, ἀλλ’ ὅτι καὶ τοῖς ἄρχουσι σωφρόνως
προσήρχετο».
31. Δαμασκίου, Βίος
᾿Ισιδώρου, ed. C. Zintzen, ἀπ. 102.7-20.
32. Στὴν ἴδια ἐκτίμηση εἴχαμε δεῖ νὰ ἀναφέρεται καὶ ὁ
Σωκράτης ὁ Σχολαστικός (᾿Εκκλησιαστικὴ
ἱστορία, ed. W. Bright, Ζ΄ 15.8-12).
33. Δαμασκίου, Βίος
᾿Ισιδώρου, ed. C. Zintzen, ἀπ. 102.25-27: «εἰ γὰρ καὶ τὸ πρᾶγμα ἀπόλωλεν, ἀλλὰ τό γε
ὄνομα φιλοσοφίας ἔτι μεγαλοπρεπές τε καὶ ἀξιάγαστον εἶναι ἐδόκει τοῖς μεταχειριζομένοις
τὰ πρῶτα τῆς πολιτείας».
34. Δαμασκίου, ὅ.π., ἀπ. 164.1-2: «῾Ο ᾿Ισίδωρος πολὺ διαφέρων ἦν τῆς ῾Υπατίας, οὐ μόνον οἷα γυναικὸς
ἀνήρ, ἀλλὰ καὶ οἷα γεωμετρικῆς τῷ ὄντι φιλόσοφος».
35. Γαλ., γ΄ 28.
ΥΓ. Στὸ χριστιανικὸ ἔργο εἴχαμε τὴν τύχη νὰ γνωρίσουμε γυναικεῖες
μορφὲς ποὺ θὰ νιώθαμε τὴν ἀνάγκη νὰ προσφωνήσουμε μὲ τὰ λόγια ἀκριβῶς μὲ τὰ
ὁποῖα ὁ Κυρήνης Συνέσιος προσφωνοῦσε τὴ σεβαστὴ διδάσκαλό του Ὑπατία, «μητέρα καὶ ἀδελφὴ καὶ διδάσκαλο... καὶ ὅ,τι
ἄλλο καλό», «δέσποινα
σεβασμία» καί «θειοτάτη ψυχή», γυναῖκες – ζωντανὰ
παραδείγματα πίστεως, ποὺ ἔλαμψαν μὲ τὴν ἱλαρότητα τῆς μορφῆς τους, τὴν
ὑπομονὴ τῆς ἀγάπης τους, τὴν ἐπιμονὴ τοῦ ἀγῶνα τους. Στὴ μνήμη αὐτῶν ἀκριβῶς ἀφιερώνουμε τὴν
παροῦσα μελέτη. Δὲν θὰ μνημονεύσουμε τὸ
ὄνομά τους – ἴσως νὰ μὴν τὸ ἐπιθυμοῦσαν κιόλας. Ἄλλωστε, τὸ ὑψηλότερο ἐγκώμιο
εἶναι ὅταν, διαβάζοντας κανεὶς αὐτὲς τὶς γραμμές, αὐθορμήτως ἀναφωνεῖ: «Νά,
γι’ Αὐτὴν γίνεται λόγος!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου