Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

                                          

Ἰωάννου Κ. Ἀγγελοπούλου

«Λειτουργικὴ ἀγωγὴ τοῦ μαθητοῦ»*

Κοινωνία 42 (1999) 48-52, 169-176

1. Εἰσαγωγὴ

 α. Λειτουργικὴ ὀνομάζεται ἡ ἀγωγὴ ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν ὅλη λατρεία τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Αναφέρεται στὴν ἐκπαίδευσι ποὺ παρέχεται ἢ πρέπει νὰ παρέχεται στὸν μαθητὴ γιὰ νὰ μπορέση νὰ εἰσαχθῆ στὴν λατρεία τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ νὰ τὴν βιώση στὰ πλαίσια τῶν δυνατοτήτων του.

῾Η σημασία τοῦ θέματος εἶναι προφανής. ῞Οπως καὶ γιὰ πολλὰ ἄλλα πράγματα, ἔτσι καὶ γιὰ τὴν λατρευτικὴ ζωὴ ἀπαιτεῖται ἡ προπαίδεια τοῦ χριστιανοῦ. ῞Οσοι διακονοῦμε στὸν χῶρο τῆς ἐκπαιδεύσεως διαπιστώνομε μετὰ λύπης μας ὅτι, ἰδίως σήμερα, ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴν πλειονότητα τῶν μαθητῶν ἡ αἴσθησις τοῦ τί τελεῖται κατὰ τὴν θεία λατρεία, καθὼς καὶ ἡ ἐνεργητικὴ συμμετοχή των στὰ δρώμενα.

῾Η παροῦσα εἰσήγησις γίνεται ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς λειτουργικῆς ἀγωγῆς ποὺ προσφέρεται ἢ μπορεῖ νὰ προσφερθῆ στὸν χῶρο τοῦ Σχολείου. Εἰσαγωγικῶς θὰ ἀναφερθοῦν δι᾿ ὀλίγων οἱ φορεῖς τῆς λειτουργικῆς ἀγωγῆς.

β. Φορεῖς τῆς λειτουργικῆς ἀγωγῆς στὸν ἑλληνικὸ χῶρο ἦταν γιὰ αἰῶνες ἡ οἰκογένεια, ἡ ἐνορία καὶ τὸ σχολεῖο.

Τὸ παιδὶ εἰσέρχεται στὴν ᾿Εκκλησία μὲ τὴν βούλησι τῶν γονέων του. Πολὺ πρὶν τὴν βάπτισί του δηλώνεται ἡ ἐπιθυμία εἰσόδου του στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα μὲ τὴν πρόσκλησι τοῦ ἱερέως νὰ διαβάση τὶς σχετικὲς εὐχὲς ἐπὶ τῇ γεννήσει τοῦ παιδίου, τὴν 1η ἡμέρα, καὶ ἐπὶ τῇ ὀνοματοδοσίᾳ του, τὴν 8η ἡμέρα. Τὴν 40η ἡμέρα ἔχομε τὸν πρῶτο ἐπίσημο ἐκκλησιασμὸ τοῦ παιδιοῦ. ῾Ο ἱερεὺς εὔχεται νὰ συνδεθῆ τὸ βρέφος μὲ τὴν Καθολικὴ ᾿Εκκλησία, διὰ τοῦ βαπτίσματος. ῾Η χριστιανικὴ οἰκογένεια εἶναι ὑποχρεωμένη νὰ εἰσάγη τὸ νέο μέλος της στὴν ᾿Εκκλησία καὶ τὴν λατρεία της. «῾Ο ἐθισμὸς τῶν παιδιῶν ... στὴ λατρεία τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνει ἀπὸ τὴ βρεφικὴ ἡλικία καὶ μάλιστα μέσα ἀπὸ τὴ συμμετοχή τους στὴ λατρευτικὴ ζωή της»[1].

῾Ο δεύτερος φορεὺς τῆς λειτουργικῆς ἀγωγῆς τῶν χριστιανῶν εἶναι ἡ ἐνορία, ἡ τοπικὴ ἐκκλησιαστικὴ κοινότης. Αὐτὴ ὑποδέχεται ἕκαστο παιδίον ὡς νέο μέλος της καὶ ἀναλαμβάνει, μέσῳ τῆς κατηχήσεως, ἀλλὰ καὶ μέσῳ τῆς ἰδίας τῆς λατρείας καὶ τῆς καθόλου ζωῆς της, νὰ τὸ ἐκπαιδεύση χριστιανικῶς. «᾿Αφετηρία καὶ τέλος τῆς κατήχησης εἶναι ἡ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς ᾿Εκκλησίας»[2]. ῎Ηδη ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας ἡ μεταβαπτισματικὴ κατήχησις τῶν νεοφωτίστων ἐγίνετο γιὰ νὰ χειραγωγηθοῦν «τὰ νέα μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας ἔνδον τοῦ καταπετάσματος, ὅπου τελοῦνται τὰ φρικτὰ καὶ ἀνερμήνευτα»[3]. Κύριος στόχος τῆς κατηχήσεως τῆς ἐνορίας εἶναι ἡ ἔνταξις τοῦ νέου ἀνθρώπου στὴν θεία λατρεία[4], ἀφοῦ μέσῳ αὐτῆς ὁ χριστιανὸς βιώνη τὴν χριστιανικὴ ζωὴ καὶ ἀποκτᾶ τὸ ὀρθόδοξο ἦθος. ῾Η λατρεία ἐπισφραγίζει τὴν κατηχητικὴ προσπάθεια τῆς ἐνορίας. «Μὲ τὴ συμμετοχὴ στὴ λατρευτικὴ ζωὴ τῆς ἐνοριακῆς κοινότητας τὰ παιδιὰ καὶ οἱ ἔφηβοι γνωρίζουν τὶς διάφορες λατρευτικὲς ἀκολουθίες, δημιουργοῦν προσβάσεις στὴν κατανόηση τῆς συμβολικῆς γλώσσας τῆς λατρείας, ποὺ ἐξασφαλίζει δυνατότητες ἐπικοινωνίας μὲ τὴ λατρευτικὴ κοινότητα καὶ βοηθοῦνται νὰ κάνουν τὴ λατρεία ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὴν ὕπαρξή τους. ῎Ετσι ἀποφεύγεται ὁ κίνδυνος προσπάθειες χριστιανοπαιδαγωγικὲς νὰ μείνουν ἀναποτελεσματικές»[5]. ῾Η ἐνορία γιὰ νὰ ἀναπτύσσεται πρέπει νὰ ἐμπνέη σταδιακῶς αἴσθησι εὐθύνης στοὺς νέους, ποὺ εὑρίσκωνται μέσα σ᾿ αὐτήν[6], νὰ τοὺς δραστηριοποιῆ μὲ ὑπευθυνότητες.

Γιὰ τὴν ἀποτελεσματικὴ λειτουργικὴ ἀγωγὴ τῶν μαθητῶν εἶναι ἀναγκαία ἡ συνεργασία καὶ τῶν τριῶν βασικῶν φορέων της «οἰκογενείας, ἐνορίας καὶ σχολείου). «῾Η ἐμπειρία ἀποδεικνύει πώς, ἐκτὸς ἀπὸ ἐλάχιστες περιπτώσεις, συστηματικὲς προσπάθειες μέσα ἀπὸ τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, τὴν ἐνοριακὴ ἐκκλησιαστικὴ κατήχηση ἢ ἄλλες χριστιανικὲς μορφωτικὲς εὐκαιρίες ἐλάχιστα ἀποδίδουν, ὅταν οἱ γονεῖς δὲν συνδέονται μὲ τὴν ᾿Εκκλησία ἢ ὅταν δὲν καταβάλλεται προσπάθεια γιὰ τὴν ἐπίτευξη αὐτοῦ τοῦ στόχου»[7]. Γι᾿ αὐτὸ ἀπαιτεῖται συνεργασία τῶν τριῶν βασικῶν φορέων γιὰ τὴν ἐπίτευξι τῆς λειτουργικῆς μορφώσεως τῶν μαθητῶν.

 

2. Θεολογικὴ θεμελίωσις τῆς λειτουργικῆς ἀγωγῆς

α. ᾿Εκκλησία καλοῦμε τὸ σύνολο τῶν βεβαπτισμένων χριστιανῶν. ῾Η ᾿Εκκλησία φανερώνεται κατὰ τὴν διάρκεια τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως. Κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα «σημαίνεται ... ἡ ᾿Εκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις οὐχ ὡς ἐν συμβόλοις, ἀλλ᾿ ὡς ἐν καρδίᾳ μέλη καὶ ὡς ἐν ῥίζῃ τοῦ φυτοῦ κλάδοι, καὶ καθάπερ ἔφη ὁ Κύριος, ὡς ἐν ἀμπέλῳ κλήματα. Οὐ γὰρ ὀνόματος ἐνταῦθα κοινωνία μόνον ἢ ἀναλογίας ὁμοιότης, ἀλλὰ πράγματος ταυτότης»[8]. Κατὰ τὸν ᾿Ιωάννη Ζηζιούλα «ἡ ᾿Εκκλησία εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, διότι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι αὐτὸς ὁ ἱστορικὸς Χριστός, ὁ δὲ ἱστορικὸς Χριστὸς εἶναι ἡ σὰρξ τῆς Θ. Εὐχαριστίας. ῾Η τοπικὴ ᾿Εκκλησία εἶναι, λοιπόν, ἡ ὅλη ᾿Εκκλησία οὐχὶ δι᾿ ἄλλον λόγον, ἀλλὰ διότι ὁ ὅλος ἱστορικὸς Χριστὸς ἐνσαρκοῦται ἐν αὐτῇ διὰ τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Λόγῳ ἀκριβῶς τῆς Θ. Εὐχαριστίας ἡ τοπικὴ ᾿Εκκλησία», δηλ. ἡ ἔχουσα ἴδιον ᾿Επίσκοπον, «δύναται νὰ θεωρῆται ὡς ἡ ᾿Εκκλησία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὅλη ᾿Εκκλησία»[9].

«῾Η λέξη λατρεία «ἀπ᾿ τὴν ἀρχ. λ. λάτρον (πληρωμή, μισθός) σημαίνει γενικὰ ἔμμισθη ἐργασία, ὑπηρεσία, καὶ στὴ θρησκευτικὴ γλώσσα ὑπηρεσία στὸ Θεό, ποὺ φυσικὰ ῾πληρώνεται᾿ μὲ τὴ θεία Του εὐλογία καὶ χάρη»[10]. Στὴν χριστιανικὴ θεολογία λατρεία εἶναι ἡ ἐκδήλωσις, ἔκφρασις, τῆς μεγάλης ἀγάπης τῆς χριστιανικῆς κοινότητος πρὸς τὸν Τριαδικὸ Θεό. ῾Η λατρεία ἀποτελεῖ μιὰν ἀνάγκη γιὰ τὸν ἀγαπῶντα τὸν Θεὸ χριστιανό. Γίνεται αὐθορμήτως καὶ αὐτοβούλως. ῾Η ἀρχαία ᾿Εκκλησία ἔζη «τὴν λατρείαν καὶ τὴν κλάσιν τοῦ ῎Αρτου εἰς αὐτὴν τὴν ἀτμόσφαιραν τῆς ἐξάρσεως καὶ τῆς ἐνθουσιαστικῆς ἀναμονῆς τοῦ ἠγαπημένου Μεσσίου. Τὸ σύνθημα, τὸ ὁποῖον δονεῖ τὰς ψυχάς, εἶναι· ῾ὁ Κύριος ἐγγύς᾿ «Φιλιπ. δ´ 5)»[11].

Κέντρον τῆς ὅλης χριστιανικῆς λατρείας εἶναι τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, τὸ τελούμενο κατὰ τὴν θεία Λειτουργία. ᾿Εὰν ὁλόκληρος ἡ λατρεία μὲ τὶς ἀκολουθίες καὶ τελετουργίες της μᾶς βοηθᾶ στὸν προσανατολισμὸ τῆς ζωῆς μας ἐν Χριστῷ, κατ᾿ ἐξοχὴν στὴν τέλεσι τῆς θείας Λειτουργίας ἔχομε συμμετοχὴ στὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα διαδραματίζονται ἐμπρός μας. «Οἱ πιστοὶ δὲν ἀκοῦνε ἁπλῶς, σὲ κάποια εὐρύχωρη αἴθουσα, νὰ γίνεται λόγος (διάλεξη) γιὰ κάποιο θρησκευτικὸ γεγονός, ἢ γιὰ τὴ ζωὴ κάποιου σπουδαίου ἱεροῦ προσώπου, κάτι σὰν φιλολογικὸ μνημόσυνο. Παρακολουθοῦν ἀπὸ κοντὰ καὶ συμ-μετέχουν, σὰν νὰ συμβαίνουν τώρα, στὴν ὅλη διαδικασία τῆς τελέσεως καὶ τὴν ἐκδίπλωση τῶν γεγονότων τῆς θρησκευτικῆς ἱστορίας καὶ τῆς ζωῆς τῶν ἱερῶν μορφῶν της»[12]. ῾Η θεία Χάρις καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ διοχετεύονται δι᾿ ὅλων τῶν λατρευτικῶν πράξεων καὶ τῆς κατ᾿ ἰδίαν προσευχῆς, «ἡ μετάδοση ὅμως τῆς θείας ζωῆς ἀπὸ τὴν κεφαλὴ στὰ μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας γίνεται κατεξοχὴν μὲ τὸ μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας»[13].

β. ῾Η ᾿Εκκλησία ἀνέκαθεν ἐφρόντιζε νὰ εἰσάγη τὰ μέλη της στὴν συμβολικὴ καὶ τελετουργικὴ πραγματικότητα τῆς λατρείας μὲ ἰδιαιτέρα ἐπιμέλεια. ῾Η μύησις στὴν λειτουργικὴ ζωὴ τῆς ᾿Εκκλησίας ἐχαρακτηρίζετο ὡς μυσταγωγία[14].

῾Η λειτουργικὴ ἀγωγή, ὡς ἄλλη μυσταγωγία, εἶναι τελείως ἀπαραίτητος σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ γιὰ κάθε χριστιανό. Πρέπει ὁ πιστὸς νὰ καθοδηγηθῆ γιὰ νὰ ἀνακαλύψη βιωματικῶς τὰ νοήματα καὶ τὶς πραγματικότητες τῆς θείας λατρείας. Σημειώνει ὁ ᾿Αλέξανδρος Σμέμαν· «Στὶς μέρες μας οἱ θύρες τοῦ ναοῦ εἶναι ἀνοικτὲς σ᾿ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς Λειτουργίας καὶ ὅποιος ἐπιθυμεῖ καὶ ὅταν τὸ ἐπιθυμεῖ μπορεῖ νὰ μπεῖ ἢ νὰ βγεῖ. Κι αὐτὸ συμβαίνει γιατί, κατὰ τὴ σύγχρονη ἀντίληψη, ῾ἱερουργεῖ᾿ μόνο ὁ ἱερέας καὶ ἡ Λειτουργία τελεῖται στὸ ῾Ιερὸ γιὰ ἢ ὑπὲρ τῶν λαϊκῶν, ποὺ εἶναι παρόντες σ᾿ αὐτὴν ῾ἀτομικά᾿ - μὲ τὴν προσευχή, μὲ τὴν προσοχὴ καὶ καμιὰ φορά, μὲ τὴ θεία Κοινωνία. Καὶ ὄχι μόνο οἱ λαϊκοί, ἀλλὰ καὶ οἱ ἱερεῖς ξεχνᾶνε ὅτι ἡ Εὐχαριστία ἀπὸ τὴ φύση της εἶναι κλειστὴ σύναξη τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ ὅτι σ᾿ αὐτὴ τὴ σύναξη ὅλοι μέχρι καὶ τὸν τελευταῖο εἶναι ἀφιερωμένοι καὶ ὅλοι λειτουργοῦν - καθένας στὴ θέση του - στὴ μοναδικὴ ἱερουργία τῆς ᾿Εκκλησίας. Αὐτὸς ποὺ λειτουργεῖ δὲν εἶναι, μὲ ἄλλα λόγια, οὔτε ὁ ἱερέας, κι οὔτε ἀκόμα ὁ ἱερέας μὲ τοὺς λαϊκούς, ἀλλὰ ἡ ᾿Εκκλησία τὴν ὁποία ὅλοι μαζὶ συγκροτοῦν»[15]. Καὶ συνεχίζει· «παραβιάζει τὴν οὐσία τῆς Λειτουργίας ἡ σημερινὴ ῾ἀτομικὴ᾿ εἴσοδος στὸ ναὸ σ᾿ ὁποιαδήποτε στιγμὴ τῆς θείας Λατρείας. ῞Οποιος διατηρεῖ, μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο τὴν ῾ἀτομικότητα᾿ καὶ τὴν ῾ἐλευθερία᾿ του, δὲν γνωρίζει, δὲν ἀντιλαμβάνεται τὸ μυστήριο τῆς ᾿Εκκλησίας, δὲν συμμετέχει στὸ μυστήριο τῆς σύναξης, σ᾿ αὐτὸ τὸ θαῦμα τῆς συνένωσης τῆς διαμελισμένης καὶ ἁμαρτωλῆς ἀνθρώπινης φύσης στὴ θεανθρώπινη ἑνότητα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ»[16].

῾Η προβληματικὴ τέλεσις τῆς θείας λατρείας ἀφ᾿ ἑνὸς ἀποδεικνύει τὴν ἔλλειψι ἀγωγῆς τῶν συμμετεχόντων καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου ἀποδυναμώνει τὴν εὐεργετική της προσφορά. ᾿Επισημαίνει σημερινὸς ἐπίσκοπος· «῾Η μακρὰ λειτουργία, ἡ ἀκαταστασία, ὁ θόρυβος, αἱ ἀποκρουστικαὶ ἐπιδείξεις τῶν ἱεροψαλτῶν, τὸ ἄθλιον καθεστὼς τῶν δίσκων, αἱ ἐμπορικαὶ ἐπιχειρήσεις τοῦ παγκαρίου, ἡ ἔλλειψις καταρτίσεως ἐκ μέρους τοῦ ἱερέως καὶ πολλὰ ἄλλα παρόμοια ἀπογυμνώνουν τὴν Λειτουργίαν ἀπὸ τὴν δύναμίν της καὶ δὲν τὴν ἀφίνουν νὰ προσφέρῃ εἰς τὴν κάθε ψυχὴν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔχει ἐπιφορτισθῆ ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ προσφέρῃ»[17]. Βεβαίως, γιὰ νὰ εἴμαστε δίκαιοι, παρόμοια ἐκφυλιστικὰ φαινόμενα κατὰ τὴν διάρκεια τῆς θείας Λατρείας ἐγίνοντο καὶ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Βυζαντίου. ᾿Επεσήμαινε ὁ ᾿Αναστάσιος Σιναΐτης· «Καὶ οἱ μὲν οὐ φροντίζουσι, οἵᾳ καθάρσει καὶ μετανοίᾳ τῇ ἱερᾷ τραπέζῃ προσέλθωσιν· ἀλλὰ ποίοις ἱματίοις καλλωπισθῶσιν. Οἱ δὲ ἐλθόντες, οὐ μέχρι τῆς συμπληρώσεως παρίστασθαι ἀξιοῦσιν· ἀλλὰ δι᾿ ἑτέρων ἐρωτῶσι, τί τελεῖται ἐν τῇ συνάξει, καὶ εἰ ὁ καιρὸς τῆς μεταλήψεως πάρεστι· καὶ τότε εἰσπηδῶντες δρομαίως ὡς κύνες, καὶ τὸν ἄρτον τὸν μυστικὸν ἁρπάζοντες ἐξέρχονται. ῎Αλλοι δὲ παραγενόμενοι ἐν τῷ ναῷ τοῦ Θεοῦ, οὔτε μίαν ὥραν ἠρεμοῦσι, λογολεσχοῦντες πρὸς ἀλλήλους, καὶ φλυαρίαις μᾶλλον ἢ προσευχαῖς συγκροτούμενοι»[18].

Οἱ γεμᾶτες πόνον ψυχῆς παρατηρήσεις αὐτὲς ἀναδεικνύουν τὴν ἀνάγκη καὶ τὴν ἀξία τῆς μυήσεως στὴν λατρευτικὴ ζωὴ τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Η μύησις στὴν θεία λατρεία εἶναι αὐτόχρημα καὶ μύησις στὴν χριστιανικὴ ζωή. Τὸ ἔργον τῆς λειτουργικῆς ἀγωγῆς εἶναι «νὰ χειραγωγῇ τὸ σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας πολὺ κοντὰ εἰς τὸ θυσιαστήριον, ὅπως πολὺ κοντὰ εἰς τὸν ᾿Αμνὸν εὑρίσκονται αἱ μερίδες τῶν μελῶν του εἰς τὸ ἱερὸν Δισκάριον καὶ νὰ τὸ βοηθῇ νὰ ζῇ ἐν τῇ Λειτουργίᾳ - καὶ διὰ τῆς Λειτουργίας εἰς τὴν ζωήν του - τὴν κοινωνίαν μετὰ τῆς Κεφαλῆς καὶ τὴν λυτρωτικὴν θυσίαν»[19].

Νὰ σημειώσωμε ἐδῶ ὅτι ἡ ἰδία ἡ λατρεία, τελουμένη ὀρθῶς, μυσταγωγεῖ τοὺς χριστιανοὺς στὰ νοήματά της καὶ τοὺς ἐκπαιδεύει λειτουργικῶς. «Γενεὲς πολλὲς ὀρθοδόξων δὲν ἄκουσαν κήρυγμα στὴν ᾿Εκκλησία, οὔτε διδάχτηκαν τὰ ῾ἱερὰ γράμματα᾿ σὲ κάποιας βαθμίδας σχολεῖο. ῞Ομως ἔφτανε ἡ στενὴ σύνδεσή τους μὲ τὴν λατρευτικὴ ζωὴ τῆς ᾿Εκκλησίας, ἡ ἐξοικείωσή τους μὲ τὶς ἱερὲς μορφὲς τῆς ἁγιογραφίας»[20]. ῾Η ἀτμόσφαιρα τῆς θείας Λειτουργίας, «ἡ ἐν αὐτῇ ὑπερφυσικὴ παρουσία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, οἱ ὕμνοι, ὅλα αὐτὰ συνθέτουν ἕνα σύνολον, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον ἡ ψυχὴ τροφοδοτεῖται, ἐμπνέεται, διδάσκεται, μεταρσιώνεται»[21].

 γ. Στὴν ὀρθόδοξο Παράδοσι τὰ παιδιὰ συμμετεῖχαν στὴν κοινὴ λατρεία τῆς ᾿Εκκλησίας. Στὴν ἀρχαία ᾿Εκκλησία ὑπῆρχαν ἰδιαίτερες θέσεις στὸν ναὸ γιὰ τοὺς νέους καὶ τὰ παιδιά. Διαβάζομε στὶς Διαταγὲς τῶν ᾿Αποστόλων· «ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ οἱ μὲν νεώτεροι ἰδίᾳ καθεζέσθωσαν, ἐὰν ᾖ τόπος, εἰ δὲ μή, στηκέτωσαν ὀρθοί· οἱ δὲ τῇ ἡλικίᾳ ἤδη προβεβηκότες καθεζέσθωσαν ἐν τάξει, τὰ δὲ παιδία ἑστῶτα προσλαμβανέσθωσαν αὐτῶν οἱ πατέρες καὶ αἱ μητέρες»[22]. Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο· «τὰ παιδία δὲ στηκέτωσαν πρὸς τῷ βήματι, καὶ διάκονος αὐτοῖς ἕτερος ἔστω ἐφεστώς, ὅπως μὴ ἀτακτῶσιν»[23]. Βλέπομε δηλ. μιὰν ἰδιαιτέρα φροντίδα καὶ μέριμνα τοῦ κλήρου γιὰ τὴν εὐταξία καὶ ὀρθὴ συμμετοχὴ καὶ τῶν παίδων στὴν τέλεσι τῆς θείας Λειτουργίας.

῾Η τελετουργία τῆς θείας Λειτουργίας γίνεται γιὰ τὰ παιδιὰ μιὰ ἐποπτικὴ διδασκαλία τοῦ δόγματος καὶ τοῦ ἤθους τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας. ᾿Ιδιαιτέρως οἱ ἐμπειρίες τῶν παιδιῶν μέσα στὸν ναό συνδυάζουν τὴν διδαχὴ μὲ τὴν λαχτάρα των «γιὰ κίνηση, δράση καὶ χρήση ἐποπτικῶν στοιχείων»[24]. Σ᾿ αὐτὴν μαθαίνουν μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ὑπολοίπους χριστιανοὺς νὰ ἀναθέτουν ὅλα τὰ προβλήματα, τὰ τραύματα τῆς ψυχῆς, τοὺς πόνους, τὶς πικρίες των καὶ νὰ δέχωνται ἀντὶ αὐτῶν τὴν χαρά, εἰρήνη, ἠρεμία, χάρι καὶ ἔλεος τοῦ Θεοῦ[25].

᾿Ιδιαιτέρως μπορεῖ νὰ θελχθῆ ὁ νέος ἀπὸ τὴν συμμετοχικὴ καὶ κοινοτικὴ διάστασι τῆς θείας Λειτουργίας, ὅπως τὴν ἀπαιτεῖ ἡ ὀρθόδοξος Παράδοσις. Μαθαίνει ὁ νέος ὅτι στὴν Λειτουργία συμμετέχουν ὅλοι οἱ χριστιανοί (ἀκόμη καὶ οἱ ἀπόντες!). ῾Η συμμετοχικὴ καὶ κοινοτικὴ διάστασις τῆς θείας Λειτουργίας ἀποτυπώνεται μὲ ἔξοχο λογοτεχνικὸ τρόπο σὲ ἀρκετὰ διηγήματα τοῦ ᾿Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη. ᾿Επισημαίνει ὁ Κωστὴς Παπαγιώργης· «ἡ λειτουργία δέχεται τὸν πιστό, ὅποιος κι ἂν εἶναι, καὶ τοῦ προσφέρει τὰ λόγια της γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει νὰ πλησιάσει τὴν ψυχή του ... Στὰ περισσότερα διηγήματα, εἰδικὰ σὲ ἐκεῖνα ὅπου ἀναδεικνύονται νοσταλγικὰ τὰ προσκυνητάρια τῶν παιδικῶν του χρόνων, ὁ Παπαδιαμάντης γράφει μὲ τὴ συγκίνηση ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἱερουργεῖ ... Εἶναι μέγα σφάλμα νὰ πιστεύουμε ὅτι ἡ λειτουργία ἀρχίζει καὶ τελειώνει μέσα στοὺς τέσσερις τοίχους τοῦ ναοῦ ... Λειτουργία χωρὶς μιὰ ἔκτακτη ὁμοψυχία καὶ κάποια μυστικὰ τῶν ἐκκλησιαζομένων τί νόημα θὰ εἶχε; ... Θέλοντας νὰ δείξει ὅτι ἡ θρησκευτικὴ γιορτὴ εἶναι αὐθόρμητη ἀνάγκη, ἐνδιάθετο φρόνημα ὅλων, φροντίζει νὰ τὴ συνδέσει ὁμαλὰ μὲ ἕνα ἔκτακτο περιστατικό, ὅπως ὁ ἀποκλεισμὸς κάποιων συγχωριανῶν σὲ ἕνα ὀρεινὸ μέρος μέσα στὸ καταχείμωνο ... ᾿Ενόσω ἡ ἔξοδος ἀποφασίζεται, ἡ λειτουργία ἔχει κιόλας ἀρχίσει ... Τὸ ῾θάλπος᾿ καὶ ἡ ῾ἄφατος γλυκύτητα᾿ τῶν ἐνοριτῶν - ποὺ εἶναι καὶ ἡ οὐσία τῆς λειτουργίας - ἔχει πάντα σχέση μὲ τὸ πρόσωπο, τὸ ἀντίκρισμα τοῦ ἄλλου. ᾿Ανθρώπου ἢ ῾Αγίου»[26].

Στὴν ὀρθόδοξο Παράδοσί μας ἡ θεία Λειτουργία εἶναι πράγματι ἔργο τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ πληρώματος δηλ. τῆς ᾿Εκκλησίας, κλήρου καὶ λαοῦ. Εἶναι συμμετοχὴ κι ὄχι παρακολούθησις. ῞Ολοι συμμετέχουν. Κάποιοι προσφέρουν τὰ τίμια δῶρα, τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο. Κάποιοι ἄλλοι τὸ λάδι καὶ τὸ λιβάνι. ῎Αλλοι συμβάλλουν μὲ τὸ ψάλσιμο, ἄλλοι μὲ τὴν διακονία στὸ ῾Ιερό, ὅλοι μὲ τὴν συμμετοχή, συμπροσευχή, κοινωνία τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου μας.

 

3. ῾Η λειτουργικὴ ἀγωγὴ στὴν ἑλληνικὴ ἐκπαίδευσι

α. Στὴν νεωτέρα ῾Ελλάδα ἡ σχολικὴ θρησκευτικὴ παιδεία συμπεριέλαβε μαζὶ μὲ τὰ θεωρητικὰ μαθήματα καὶ τὴν βιωματικὴ ἀγωγὴ τῶν μαθητῶν στὴν λειτουργικὴ ζωὴ τῆς ᾿Εκκλησίας. Αὐτὸ ἐγίνετο στὴν ἀρχὴ τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους μὲ τὴν ὑποχρέωσι τοῦ Σχολείου νὰ ἐκκλησιάζεται κάθε Κυριακὴ καὶ κάθε ἑορτὴ καὶ μετὰ τὸ πέρας τῆς Λειτουργίας νὰ ἀρχίζουν, τὶς καθημερινές, τὰ μαθήματα. Διαβάζομε σὲ διάταγμα τοῦ 1830· «τὰς δὲ λοιπὰς ἑορτασίμους ἡμέρας, τὰς μὴ σημειουμένας ἐνταῦθα, μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τῆς ἱερᾶς λειτουργίας συνέρχονται οἱ μαθηταὶ εἰς τὸ σχολεῖον, καὶ μετὰ τὴν ἐξήγησιν τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου καὶ τοῦ ᾿Αποστόλου τῆς ἡμέρας γίνεται ἡ συνήθης παράδοσις»[27].

᾿Απὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Βαυαροκρατίας καὶ ἐντεῦθεν οἱ σχετικὲς ἐγκύκλιοι τοῦ ῾Υπουργείου Παιδείας περὶ ἐκκλησιασμοῦ τῶν μαθητῶν κινοῦνται σὲ ἕνα κλίμα ξένο πρὸς τὴν ὀρθόδοξο Παράδοσι περὶ συμμετοχικῆς καὶ κοινοτικῆς λατρείας. ῾Ο ἐκκλησιασμὸς πλέον γίνεται ἐξωτερικὴ ὑποχρέωσις μαθητῶν καὶ διδασκάλων. Διαβάζομε σὲ ἐγκύκλιο τοῦ 1898· «᾿Εντελλόμεθα ὑμῖν νὰ ἐπιβάλλητε εἰς τοὺς μαθητὰς τὸν ἐκκλησιασμὸν ὁρίζοντες τὴν ἐκκλησίαν ἤ, ἐὰν ἡ πόλις ἔχη μεγάλην ἔκτασιν, τὰς ἐκκλησίας, εἰς ἃς ὀφείλουσι νὰ ἐκκλησιάζωνται ἐπιτηρούμενοι ὑφ᾿ ὑμῶν ἤ τινος τῶν κ.κ. καθηγητῶν ἐναλλάξ. Κρίνομεν δὲ περιττὸν νὰ ἐπιβάλωμεν ἢ καὶ νὰ προτρέψωμεν ὑμᾶς πρὸς τακτικὸν ἐκκλησιασμόν, φρονοῦντες, ὅτι κατανοεῖτε τὴν ἠθικὴν ταύτην ὑποχρέωσιν, καὶ ὅτι τὸ παράδειγμα ὑμῶν τὰ μέγιστα ἐπιδρᾷ εἰς τὴν θρησκευτικὴν οὐ μόνον τῶν μαθητῶν ἀλλὰ καὶ τῆς κοινωνίας μόρφωσιν. ῎Ετι δὲ κρίνομεν ὠφέλιμον πρὸς θρησκευτικὴν καὶ ἠθικὴν μόρφωσιν τῶν μαθητῶν κατὰ Σάββατον, μετὰ τὸ πέρας τῶν μαθημάτων, νὰ ἑρ-μηνεύηται εἰς τοὺς μαθητάς, παρόντος τοῦ συλλόγου, ἡ περικοπὴ τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς καὶ νὰ γίνηται ὁμιλία παραινετικὴ ὑπὸ τοῦ καθηγητοῦ τῶν ἱερῶν ἢ ἄλλου τινὸς τῶν κ. κ. καθηγητῶν καὶ διδασκάλων ἢ ὑπὸ τοῦ ἱεροκήρυκος ἢ ἄλλου πεπαιδευμένου κληρικοῦ ἢ καὶ ὑπ᾿ αὐτοῦ τοῦ ᾿Αρχιερέως, ἐὰν εὐδοκῇ ἡ Α. Σεβασμιότης»[28]. Μὲ τὴν πάροδον τῶν ἐτῶν ὁ κυριακάτικος ἐκκλησιασμὸς τῶν μαθητῶν ἀντικατεστάθη μὲ τὸν ἐκκλησιασμὸ σὲ ἐργάσιμο ἡμέρα[29]. Αὐτὸ ἐξυπηρετοῦσε κυρίως τοὺς ἐκπαιδευτικοὺς ἐκείνους, ποὺ «δὲν εἶχαν τὴν προθυμία νὰ συνοδεύσουν τὰ παιδιὰ τὴν Κυριακὴ στὴν ᾿Εκκλησία»[30].

῾Η ἰσχύουσα νομοθεσία, Σύνταγμα, γενικοὶ νόμοι περὶ παιδείας, δέχονται ὅτι μέσα στοὺς στόχους τῆς ἐκπαιδεύσεως ἐντάσσεται καὶ ἡ θρησκευτικὴ (ἑλληνορθόδοξος) ἀγωγὴ τῶν μαθητῶν. Στὰ πλαίσια αὐτὰ ἐξεδόθη τὸ 1977 καὶ ἰσχύει μέχρι σήμερα μία ἐγκύκλιος ἀπὸ τὸ ῾Υπουργεῖο Παιδείας περὶ τοῦ ἐκκλησιασμοῦ τῶν μαθητῶν[31]. Στὴν ἐγκύκλιο αὐτή, ἡ ὁποία δίνει γενικὲς κατευθύνσεις καὶ ὁδηγίες, γίνεται λόγος γιὰ τακτικὸ ἀνὰ δεκαπενθήμερο κυριακάτικο ἐκκλησιασμὸ τῶν μαθητῶν, μὲ τὴν προϋπόθεσι ὑπάρξεως συνοδῶν καθηγητῶν. Γιὰ τὶς μεγάλες πόλεις προτείνεται ἐκκλησιασμὸς σὲ ἡμέρες λειτουργίας τοῦ σχολείου «μὲ μιὰ μικρὴ συντόμευση τῶν ὡρῶν διδασκαλίας, ὥστε νὰ καλύπτονται ὅλες οἱ διδακτικὲς ὧρες τῆς ἡμέρας αὐτῆς». ῾Ως ἐκκλησιασμὸς θεωρεῖται κατ᾿ ἐξοχὴν ἡ συμμετοχὴ στὴν θεία Λειτουργία, ἀλλὰ ἀναφέρονται καὶ ἄλλες λατρευτικὲς ᾿Ακολουθίες, ὅπως ἡ ἑσπερινὴ Προηγιασμένη θεία Λειτουργία, ἡ ᾿Ακολουθία τοῦ ᾿Ακαθίστου ῞Υμνου, κ.ἄ.

Στὰ ἀναλυτικὰ προγράμματα τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν γίνεται εἰδικὸς λόγος γιὰ τὴν λατρεία τῆς ᾿Εκκλησίας μόνον στὴν Α' Λυκείου, σὲ ἕνα τρίμηνο. Στὰ ὑπόλοιπα χρόνια τοῦ Γυμνασίου καὶ τοῦ Λυκείου, ἐπαφίεται στὴν φιλοτιμία τοῦ διδάσκοντος ἡ ἀναφορὰ καὶ ἡ σύνδεσις τῶν γνωστικῶν ἀντικειμένων μὲ τὴν λατρεία τῆς ᾿Εκκλησίας μας. Οἱ ἀναφορὲς γιὰ τὴν ὀρθόδοξο λατρεία, ποὺ γίνονται στὰ ἀναγνωστικὰ τοῦ Δημοτικοῦ εἶναι ἐλάχιστες[32].

β. Παρὰ τὴν ὕπαρξι νόμων καὶ διατάξεων ποὺ ἐπιτρέπουν, ἂν δὲν ἐπιβάλλουν τὸν ἐκκλησιασμὸ τῶν μαθητῶν, αὐτὸς στὴν σχολικὴ πρᾶξι τὰ τελευταῖα χρόνια, μετὰ τὴν μεταπολίτευσι, ἕνεκα πολλῶν λόγων ὑπεβαθμίσθη καὶ σὲ ὡρισμένα σχολεῖα κατηργήθη.

Μερὶς ἐκπαιδευτικῶν, ἐπηρεασμένη ἀπὸ συγκεκριμένη ἀθεϊστικὴ ἰδεολογία, ἀρνεῖται καὶ ἐναντιώνεται στὸν μαθητικὸ ἐκκλησιασμὸ καὶ στὴν γενικώτερη λειτουργικὴ ἀγωγὴ τῶν μαθητῶν, ἐπικαλούμενη τὴν ἐλευθερία συνειδήσεως, τὴν πρόοδο τῆς ἐποχῆς μας καὶ τὴν ἀνεξαρτησία τοῦ κράτους ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία. ᾿Επὶ παραδείγματι τὸ 1983 τὸ Δ.Σ. τῆς Ο.Λ.Μ.Ε. προτείνει «ὁ ἐκκλησιασμὸς τῶν μαθητῶν νὰ εἶναι προαιρετικὸς καὶ ἐλεύθερος γιὰ τοὺς μαθητές, νὰ γίνεται μιὰ φορὰ τὸν μῆνα ἐκτὸς τῶν ἡμερῶν λειτουργίας τῶν σχολείων σὲ μέρα, ποὺ ὁ σύλλογος τῶν καθηγητῶν σὲ συνεργασία μὲ τὸ σύλλογο γονέων καὶ κηδεμόνων θὰ ὁρίζει»[33].

Μιὰ ἄλλη παράμετρος, ἡ ὁποία συνέβαλε στὴν ὑποβάθμισι τοῦ ἐκκλησιασμοῦ, εἶναι ἡ γενικώτερη ἀλλαγὴ - ἀλλοίωσις τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας καὶ ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξο Παράδοσι. ῞Οσο οἱ ἑλληνικὲς οἰκογένειες ἀποκόπτονται ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ λατρευτικὴ ζωή, τόσο εὐκολώτερα ἀνέχονται τὴν μὴ ὑλοποίησι ἐκ μέρους τοῦ σχολείου τῶν κειμένων διατάξεων περὶ ἐκκλησιασμοῦ τῶν μαθητῶν.

Τρίτη αἰτία, ἡ ὁποία σὲ ὀλίγα χρόνια θὰ προσλάβη μεγαλύτερες διαστάσεις, εἶναι ἡ ἀλλοίωσις τῆς θρησκευτικῆς ὁμοιογενείας τοῦ μαθητικοῦ δυναμικοῦ. ᾿Απὸ τὶς ὀλίγες, ἀλλὰ ὄχι ἀμελητέες, ἑλληνικὲς οἰκογένειες, οἱ ὁποῖες ἀποκόπτονται ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία μὲ τὴν τέλεσι πολιτικοῦ γάμου καὶ τὴν μὴ βάπτισι τῶν παιδιῶν τους, ἔχομε στὰ σχολεῖα μας ἄθρησκους μαθητές. Σ᾿ αὐτοὺς προστίθενται καὶ τὰ παιδιὰ ἀλλοθρήσκων καὶ ἀλλοεθνῶν μεταναστῶν, αὐξάνοντας τὸν συν-ολικὸ ἀριθμὸ τῶν ἀβαπτίστων μαθητῶν. ῾Η σχολικὴ λειτουργικὴ ἀγωγὴ σὲ μερικὰ χρόνια θὰ συναντήσει μεγαλύτερες δυσκολίες, ἀφοῦ μὲ τὴν καθιερούμενη διαπολιτισμικὴ ἐκπαίδευσι θὰ ἐπέλθη σὲ ἕνα βαθμὸ θρησκευτικὸς ἀποχρωμα-τισμὸς τοῦ ἑλληνικοῦ σχολείου. ῞Οσο ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία θὰ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν ἑλληνορθόδοξο παράδοσι τοῦ ἔθνους, τόσο νέα ἤθη, κώδικες συμπεριφορᾶς καὶ ἀξίες θὰ γίνωνται ἀποδεκτὲς ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ ἐκπαίδευσι.

γ. ῾Η λειτουργικὴ ἀγωγὴ στὰ σχολεῖα ὁριοθετεῖται ἀπὸ τὰ ἀναλυτικὰ προγράμματα καὶ τὶς σχετικὲς ἐγκυκλίους γιὰ τὸν ἐκκλησιασμὸ τῶν μαθητῶν. Γιὰ τὴν θεωρητικὴ κατάρτισι τῶν μαθητῶν οἱ ἀναφορὲς καὶ οἱ ὧρες ποὺ διατίθενται γιὰ τὴν ὀρθόδοξο λατρεία εἶναι ἀνεπαρκεῖς. Γιὰ τὴν ἐμπειρικὴ βίωσι τῆς ὀρθοδόξου λατρείας στὰ σχολεῖα σήμερα γίνεται καθημερινὴ προσευχὴ πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῶν μαθημάτων καὶ ἀνὰ διαστήματα ἐκκλησιασμὸς τῶν μαθητῶν σὲ ἐργάσιμο ἡμέρα, στὰ πλαίσια τοῦ ὡρολογίου προγράμματος. Τὸ μυστήριο τῆς Μετανοίας διενεργεῖται σὲ ἐλάχιστα σχολεῖα καὶ μὲ πολλὲς δυσκολίες[34].

Τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ἐκ τῆς φύσεώς του πρέπει νὰ συνδέεται μὲ τὴν λειτουργικὴ ζωὴ τῆς ᾿Εκκλησίας, γιὰ νὰ γίνεται πλέον ἀποτελεσματικό. «Τὸ σύγχρονο σχολεῖο προσφέρει σὲ θεωρητικὸ κυρίως ἐπίπεδο μὲ τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν τὰ βασικὰ γύρω ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ζωὴ μορφωτικὰ ἀγαθά. ῾Η ἀποτελεσματικότητα ὅμως αὐτῆς τῆς προσφορᾶς αὐξάνει μὲ τὴν παράλληλη σύνδεση τῶν μαθητῶν μὲ τὶς λατρευτικὲς συνάξεις, τὸν ἐκκλησιασμό τους καὶ γενικότερα τὴ συμμετοχή τους στὴ λατρευτικὴ ζωὴ τῆς ᾿Εκκλησίας»[35]. ῾Η ἀντίθετος ἄποψις, ἡ ὁποία ὑποστηρίζεται καὶ ἀπὸ θεολογικοὺς κύκλους, ὅτι δηλ. τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν θὰ πρέπει νὰ περιορίζεται στὴν προσφορὰ θεωρητικῶν γνώσεων καὶ μόνον, παραθεωρεῖ τὴν οὐσία τῆς ᾿Ορθοδοξίας, ἡ ὁποία εἶναι ζωὴ κι ὄχι γνῶσις, καὶ προϋποθέτει ὠργανωμένη καὶ συστηματικὴ κατήχησι ἐκ μέρους τῆς ἐνορίας, ἡ ὁποία σήμερα, ἐν πολλοῖς, δὲν ὑφίσταται.

῾Ο ἐκκλησιασμὸς τῶν μαθητῶν σὲ ἐργάσιμο ἡμέρα δημιουργεῖ κάποια προβλήματα. Τὸ πρῶτο εἶναι «ὅτι μπορεῖ νὰ φέρει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο ἀποτέλεσμα ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ἐπιδιώκουμε. ᾿Αντὶ δηλαδὴ νὰ ἐθίσει τοὺς μαθητὲς νὰ ἐκκλησιάζονται, ὑπάρχει φόβος νὰ τοὺς ἀποκόψει τελείως ἀπὸ τὸν κυριακάτικο ἐκκλησιασμό»[36]. ῞Ενα δεύτερο πρόβλημα εἶναι ὅτι «ὁ ὀρθόδοξος χῶρος δὲν γνωρίζει ἰδιαίτερες λατρευτικὲς συνάξεις καὶ θεῖες λειτουργίες γιὰ παιδιὰ καὶ νέους»[37]. «Τὰ παιδιὰ στὴν ᾿Εκκλησία μας εἶναι πλήρη μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἔχουμε εἰδικὲς ἀκολουθίες γιὰ παιδιά, ἐπειδὴ γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἐμπειρία τῶν λειτουργικῶν ἀκολουθιῶν δὲν εἶναι ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον λογική. ᾿Ακόμα κι ἂν ἕνα παιδὶ δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει ὅλα ὅσα συμβαίνουν, μπορεῖ νὰ δεῖ, νὰ ἀκούσει, νὰ ὀσφρανθεῖ, νὰ γευθεῖ, νὰ ἀγγίξει ... καὶ νὰ ἀποκτήσει ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος»[38]. Αὐτὴ ἡ τοποθέτησις κάνει ὡρισμένους θεολόγους καὶ κληρικοὺς νὰ ἀρνοῦνται ἕνα σχολικὸ ἐκκλησιασμὸ σὲ μὴ ἑορταστικὴ ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία δὲν θὰ παραβρίσκονται καὶ ἄλλοι ἐνορῖτες στὸν ναό· γι᾿ αὐτὸ προτείνεται νὰ ἐκμεταλλεύεται τὸ σχολεῖο τὶς ἑορτὲς ποὺ συμπίπτουν σὲ ἐργάσιμες ἡμέρες[39]. Τὰ παιδιὰ δὲν θὰ πρέπει νὰ ἐκκλησιάζωνται μόνα τους. «῾Η κατηχητικὴ διακονία καλεῖται νὰ βοηθήσει τὰ παιδιὰ νὰ μποροῦν νὰ προσεύχονται, νὰ ὑμνοῦν καὶ νὰ εὐχαριστοῦν, ἀντιμετωπίζοντας τὴ λατρεία καὶ εἰδικότερα τὴ θεία λειτουργία ὡς κάτι δικό τους, μέρος τῆς ζωῆς του καὶ τὸ περιβάλλον τῆς λατρείας οἰκεῖο γι᾿ αὐτούς. ῾Η αὐτονόητη συμμετοχή τους στὴ λατρευτικὴ ζωὴ τῆς ᾿Εκκλησίας πρέπει νὰ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἴδια τους τὴ θέληση, ἀκόμη καὶ ὅταν οἱ συνθῆκες λατρείας δὲν εἶναι τόσο ἱκανοποιητικές. ῞Ολα αὐτὰ μαρτυροῦν πὼς δὲν μποροῦμε νὰ ἔχουμε λατρευτικὲς συνάξεις διαφορετικὲς γιὰ τοὺς νέους ἀπ᾿ αὐτὲς ποὺ ἔχουν θεσμοθετηθεῖ ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία γιὰ ὅλες τὶς ἡλικίες»[40]. ῾Η προσωπική μου ἄποψις ἐπὶ τοῦ θέματος εἶναι ὅτι δογματικῶς δὲν εἶναι λανθασμένος ὁ ἐκκλησιασμὸς μόνον μαθητῶν σὲ ἕνα ναό. Οἱ μαθητὲς ἀποτελοῦν μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ στὴν Παράδοσί μας πολλάκις εἴχαμε λατρευτικὲς συνάξεις τμημάτων καὶ ὄχι τοῦ συνόλου μιᾶς ἐνορίας[41]. Τρανὸ παράδειγμα ἀποτελοῦν τὰ Μοναστήρια. ᾿Απὸ πλευρᾶς παιδαγωγικῆς νομίζω ὅτι εἶναι ὀρθότερο νὰ γίνεται ἐκκλησιασμὸς μόνον μαθητῶν γιὰ νὰ ὑπάρχη μεγαλύτερη ἄνεσις, ἀλλὰ καὶ συμμετοχὴ μὲ τὴν ἀνάληψι εὐθυνῶν καὶ συγκεκριμένων διακονιῶν. Βεβαίως ἐπ᾿ οὐδενὶ θὰ πρέπει νὰ θεωρῆται ἢ νὰ γίνεται, αὐτὸς ὁ μαθητικὸς ἐκκλησιασμός, ὑποκατάστατο τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως τῆς ἐνορίας κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς.

῾Η ἐνορία ποὺ ὀργανώνει τὸν μαθητικὸ ἐκκλησιασμὸ θὰ πρέπει νὰ εἶναι πολὺ προσεκτική, γιατὶ συχνὰ τὰ παιδιὰ ἀπομακρύνονται ἕνεκα σκανδαλισμοῦ. «Οἱ ψάλτες, οἱ ἀναγνῶστες, ὅσοι ὑπηρετοῦν στὸν ναὸ ἢ συμμετέχουν στὴν κοινὴ προσευχὴ πρέπει νὰ ἐκτελοῦν τὸ διακόνημά τους μὲ τρόπο ἀντάξιο τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ ἐμπνέουν τοὺς παρόντες, καί, πάνω ἀπ᾿ ὅλα, νὰ μὴ διώχνουν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τὰ παιδιὰ ἢ τοὺς ἄλλους παρόντες ποὺ δὲν εἶναι σταθερὰ μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας»[42]. ῞Ολοι μας ἔχομε ἐμπειρίες ἀπὸ ἀνάρμοστο συμπεριφορὰ ὑπευθύνων τῆς ἐνορίας, ἢ καὶ ἁπλῶν πιστῶν, πρὸς μαθητὲς καὶ παιδιά. Κατὰ τὸν ᾿Ιωάννη Κογκούλη «ἡ ἐνορία εἶναι ἀνέτοιμη γιὰ μιὰ οὐσιαστικὴ συνεργασία μὲ τὸ σχολεῖο. ... ᾿Απαιτεῖται ἑπομένως μιὰ ἀφύπνιση τῶν ἐφημερίων ... ῾Η ἀφύπνιση τῶν ἐνοριακῶν ἐφημερίων καὶ τῶν ἄλλων ὑπευθύνων πρέπει νὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ἀφύπνιση ὅλων τῶν ἐνοριτῶν ... γιατὶ κύριος φορέας τῆς κατηχητικῆς διακονίας εἶναι ὁλόκληρη ἡ ἐνοριακὴ κοινότητα»[43].

Τὸ κύριο ὅμως μέλημα τοῦ σχολικοῦ ἐκκλησιασμοῦ πρέπει νὰ εἶναι ἡ ὤθησις σὲ μιὰ συμμετοχικὴ λατρεία. ῾Ο παθητικὸς ἐκκλησιασμός, («πᾶμε νὰ παρακολουθήσωμε τὴν θεία Λειτουργία»), εἶναι ἀνορθόδοξος. ῾Η θεωρητικοποίησις τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ ὁ ὁμαδικὸς ὑποχρεωτικὸς ἐκκλησιασμὸς κατέστησαν τοὺς μαθητὲς ἀνικάνους νὰ συμμετέχουν ἐνεργῶς στὴν τέλεσι τῆς θείας Λειτουργίας[44]. ᾿Απὸ ψυχολογικῆς πλευρᾶς «οἱ μαθητὲς ζητοῦν ἐκτὸς ἀπὸ θεωρητική, ἐπιστημονική, ἐκπαιδευτικὴ κατάρτιση, τὴν ἀποδοχή τους σὲ μιὰ ὁμάδα ἢ κοινότητα»[45]. ᾿Ιδίως «οἱ νέοι ποὺ ἀναγεννῶνται μὲ τὴν ᾿Εξομολόγηση χρειάζονται μιὰ ᾿Ενοριακὴ Κοινότητα μὲ πληρότητα θείας ζωῆς ἡ ὁποία βιώνεται τόσο στὴ Θεία Λατρεία, ὅσο καὶ στὴν κοινωνικὴ ζωὴ καὶ τὸ φιλανθρωπικὸ καὶ ἱεραποστολικὸ ἔργο»[46]. Μέσα στὴν ἐνοριακὴ κοινότητα ὁ νέος θὰ ἀνακαλύψη καὶ θὰ ἀξιοποιήση τὰ προσωπικά του χαρίσματα, μὲ τὴν ἐνεργὸ συμμετοχὴ καὶ δρᾶσι του.

῾Η ὀργάνωσις ἑνὸς μαθητικοῦ ἐκκλησιασμοῦ ἀπὸ πλευρᾶς τοῦ θεολόγου καθηγητοῦ ἀντιμετωπίζει πλῆθος δυσκολιῶν. ᾿Αναφέρω δειγματοληπτικῶς μερικές, ἐξ ἰδίας δυστυχῶς ἐμπειρίας. ῎Αρνησι τοῦ Συλλόγου τῶν διδασκόντων νὰ ἐγκρίνη καὶ νὰ προγραμματίση τοὺς ἐκκλησιασμούς. Δυσκολία συνεννοήσεως μὲ τοὺς ἐφημερίους. Μεγάλοι ἢ μικροὶ ναοί, ποὺ δυσκολεύουν τὴν εἴσοδο καὶ παραμονὴ τῶν μαθητῶν σ᾿ αὐτούς. Κακὴ ἄρθρωσις ψαλτῶν καὶ ἱερέων, ποὺ κάνει ἀκατανόητα τὰ οὕτως ἢ ἄλλως δυσνόητα λειτουργικὰ κείμενα. ᾿Αψυχολόγητες ἐνέργειες τῶν ὑπευθύνων τῆς ἐνορίας πρὸς τοὺς μαθητές. ᾿Απροθυμία συναδέλφων νὰ συνοδεύσουν στὸν ναὸ τοὺς μαθητές, κ.ἄ.

4. Προοπτικὲς καὶ προτάσεις γιὰ τὴν λειτουργικὴ ἀγωγὴ τοῦ μαθητοῦ

῾Η λειτουργικὴ ἀγωγὴ τοῦ μαθητοῦ γιὰ νὰ εἶναι ἐπιτυχὴς ἀπαιτεῖ νὰ συνεργάζωνται καὶ οἱ τρεῖς φορεῖς της (οἰκογένεια, ἐνορία καὶ σχολεῖο). ᾿Εὰν δὲν ὑπάρχη αὐτὴ ἡ συνεργασία τὰ ἀποτελέσματα θὰ εἶναι πτωχά.

Τὸ σχολεῖο, ἐὰν θέλη νὰ κάνη συστηματικὴ λειτουργικὴ ἀγωγή, θὰ πρέπει νὰ φέρη τὸν μαθητὴ σὲ βιωματικὴ γνωριμία μὲ τὴν προσευχή, τὶς πλέον κοινὲς λατρευτικὲς τελετές (θεία Λειτουργία, ὄρθρο, ἑσπερινό, ἀπόδειπνο, μικρὴ παράκλησι, ἀκάθιστο ὕμνο, προηγιασμένη θεία Λειτουργία, εὐχέλαιο, ἁγιασμό) καὶ μὲ τὴν μυστηριακὴ Μετάνοια. Αὐτὸ θὰ γίνη μὲ τὴν προαιρετικὴ συμμετοχὴ τῶν μαθητῶν καὶ σὲ ὁμάδες μικροῦ ἀριθμοῦ (τμήματα ἢ μικρὲς τάξεις, ὄχι ὅλο τὸ σχολεῖο μαζί).

῾Η καθημερινὴ προσευχὴ τοῦ σχολείου μπορεῖ νὰ ἐμπλουτισθῆ καὶ μὲ ἄλλες μικρὲς προσευχὲς ἀπὸ αὐτὲς ποὺ χρησιμοποιεῖ ἡ ᾿Εκκλησία μας στὴν λατρεία. (Βασιλεῦ οὐράνιε, Παναγία Τριάς, Χριστὲ τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, κ.ἄ).

Γιὰ τοὺς ἐκκλησιασμοὺς θὰ πρέπει νὰ γίνεται προγραμματισμὸς τῶν ἐκκλησιασμῶν - λατρευτικῶν εὐκαιριῶν ὅλου τοῦ σχολικοῦ ἔτους ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς χρονιᾶς[47]. Πρέπει νὰ γίνεται ἕνας γενικὸς σχεδιασμὸς ὰνὰ τάξι καὶ ἀνὰ εἶδος λατρευτικῆς τελετῆς (θεία Λειτουργία, ῾Εσπερινό, Χαιρετισμοί, κ.λπ.). ῾Ο σχεδιασμὸς αὐτὸς θὰ πρέπει νὰ λαμβάνη ὑπ᾿ ὄψιν του τὶς ἰδιαιτερότητες τοῦ σχολείου, τὸ ὡράριό του, τὴν θέλησι τῶν συναδέλφων, κ.ἄ. ᾿Εν συνεχείᾳ θὰ πρέπει νὰ γίνεται καθορισμὸς τῶν ἡμερομηνιῶν σὲ συνεργασία μὲ τοὺς ἐφημερίους καὶ νὰ ἐκδίδεται κοινὸ πρόγραμμα (τριμηνιαῖο ἢ ἑξαμηνιαῖο), ποὺ θὰ ἀναρτᾶται καὶ στὸν ναὸ καὶ στὸ σχολεῖο.

῾Ο κυριακάτικος ἐκκλησιασμὸς μπορεῖ νὰ ἀναβιώση, ἐὰν ὑπάρχη διάθεσις ἐκ μέρους διευθυντῶν, διδασκόντων καὶ μαθητῶν, μὲ ἄλλη μορφὴ ἀπ᾿ ὅ,τι παλαιά. Μπορεῖ νὰ προγραμματίζωνται, σὲ προαιρετικὴ βάσι, κυριακάτικοι ἐκκλησιασμοὶ τμημάτων ἢ τάξεων τοῦ σχολείου, πάλι μὲ ἐνημέρωσι τῶν οἰκείων ἐφημερίων. ῾Ο κυριακάτικος αὐτὸς σχολικὸς ἐκκλησιασμὸς καλὸ θὰ ἦταν νὰ ἀκολουθῆται ἀπὸ προσφορὰ πρωινοῦ σὲ αἴθουσα τῆς ἐνορίας καὶ συναναστροφὴ τῶν μαθητῶν μεταξύ τους καὶ μὲ τὸ ὑπόλοιπο ἐκκλησίασμα.

Πολὺ καλὴ ἰδέα εἶναι καὶ οἱ λατρευτικὲς εὐκαιρίες σὲ ἐξωκκλήσια, συνδυαζόμενες μὲ μιὰ μικρὴ ἐκδρομή, σὲ ὧρες ἐξωδιδακτικές[48]. Τὰ σχετικὰ διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη μποροῦν νὰ μᾶς ἐμπνεύσουν ἰδέες γιὰ συνδυασμὸ λατρείας καὶ ἐπαφῆς μὲ τὴν φύσι.

῾Η προετοιμασία τῶν μαθητῶν γιὰ κάθε ἐκκλησιασμὸ πρέπει νὰ γίνεται μὲ ἰδιαίτερη μέριμνα. Στὴν προετοιμασία, ἀλλὰ καὶ στὴν γενικωτέρα λειτουργικὴ ἀγωγή, μποροῦν νὰ συμβάλλουν καὶ ἐποπτικὲς ἐπισκέψεις στὸν ναό, ἀνὰ τμήματα, γιὰ «νὰ ἀγγίξει, νὰ δεῖ, νὰ ἐρευνήσει καὶ νὰ θέσει τὶς δικές του ἐρωτήσεις»[49] ὁ μαθητής. Σὲ κάποια ἀπ᾿ αὐτὲς μποροῦν τὰ παιδιὰ νὰ δοῦν τὰ ἱερατικὰ ἄμφια καὶ τὰ λειτουργικὰ σκεύη τῆς ᾿Εκκλησίας μας καὶ νὰ μάθουν ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς τοὺς συμβολισμούς των. «Τὸ ἰδανικὸ θὰ ἦταν ἐὰν τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς Λειτουργικῆς ἀγωγῆς μέσα στὴν τάξη ἀποτελοῦσε εἴτε τὴν προετοιμασία γιὰ κάποια ᾿Ακολουθία ποὺ θὰ παρακολουθήσουν τὰ παιδιὰ εἴτε τὴν ἐπεξήγηση γιὰ κάποια ποὺ ἤδη παρακολούθησαν»[50].

᾿Ιδιαίτερο βάρος πρέπει νὰ ρίπτεται στὴν συμμετοχὴ τῶν μαθητῶν σὲ κάθε ἐκκλησιασμό. Πέρα ἀπὸ τὴν παρουσία των πρέπει νὰ αἰσθάνωνται ὅτι πράγματι λειτουργοῦν. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθῆ μὲ τὸ ἐγκόλπιο τῆς θείας Λειτουργίας[51], γιὰ νὰ κατανοοῦν τὰ λεγόμενα· μὲ τὴν διακονία στὸ ῾Ιερό· μὲ τὴν παρασκευὴ καὶ προσφορὰ τοῦ προσφόρου· μὲ τὴν προσφορὰ οἴνου καὶ ἐλαίου· μὲ τὸ ἄναμμα τοῦ κεριοῦ· μὲ τὸν ἀσπασμὸ τῶν εἰκόνων· μὲ τὴν ψαλμωδία καὶ συμψαλμωδία· μὲ τὴν ἀνάγνωσι τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος[52] ἢ καὶ γραπτοῦ κηρύγματος· μὲ τὴν συμμετοχὴ τοῦ σώματος καὶ τοῦ πνεύματός των στὴν λατρευτικὴ προσευχὴ τῆς ᾿Εκκλησίας· μὲ τὴν τέλεσι τῆς θείας Εὐχαριστίας ἐκτὸς τοῦ ῾Ιεροῦ, στὸν κυρίως ναό, ἐπὶ κινητῆς τραπέζης[53]· μὲ κάθε πρόσφορο μέσο ποὺ ἡ ἀγάπη καὶ ἔγνοια ἐφημερίων καὶ καθηγητῶν θὰ ἀνακαλύψη γιὰ νὰ μυηθοῦν οἱ μαθητές μας στὴν λογικὴ λατρεία τῆς ᾿Εκκλησίας.

Τὰ παιδιά μας ἀντιμετωπίζουν στὸν ἐκκλησιασμὸ προβλήματα ἐξωτερικὰ καὶ ἐσωτερικά. Χρειάζεται νὰ τὰ γνωρίζωμε γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ τὰ ἀντιμετωπίζωμε μαζί των. Γιὰ τὰ ἐξωγενῆ προβλήματα ἐνδιαφέρον θὰ ἦταν νὰ ζητάγαμε τὴν γνώμη των γιὰ τὰ πρόσωπα ποὺ ἐνεργοῦν στὶς ἐνοριακὲς δραστηριότητες (ἱερεῖς, ψάλτες, νεωκόρους, κατηχητές, ἐπιτρόπους, κυρίες φιλοπτώχου κ.λπ.), ἀλλὰ καὶ γιὰ μορφὲς εὐσεβείας καὶ ζωῆς μελῶν τῆς ἐνορίας των[54]. Αὐτὴ ἡ ἔρευνα θὰ ἐπεσήμαινε πολλὰ κακῶς κείμενα τῆς ἐνοριακῆς λατρείας, τὰ ὁποῖα γίνονται ἐνίοτε προσκόμματα γιὰ τὴν ἔλευσι τῶν παιδιῶν καὶ τῶν νέων στὸν ναό. Γιὰ τὰ ἐσωγενῆ προβλήματα ἡ πεῖρα μᾶς διδάσκη ὅτι ἀπαιτοῦν ἐγρήγορσι καὶ προσευχή, ἀνάθεσί των δηλ. στὸν Θεό, γιατὶ τὶς περισσότερες φορὲς εἶναι πειρασμοὶ δαιμονικοί. «Τὰ παιδιὰ ποὺ αἰσθάνονται πλήξη στὴν ἐκκλησία, θὰ τὴν ξεπεράσουν εὐκολότερα, ἂν δὲν φοβοῦνται νὰ μιλήσουν γι᾿ αὐτήν. Μποροῦμε νὰ τὴν ἀναφέρουμε ὡς πειρασμό, ὁ ὁποῖος ἐνοχλεῖ καὶ τοὺς μεγάλους. (Τὰ παιδιὰ τοὺς βλέπουν νὰ κοιτάζουν τὸ ρολόϊ τους, νὰ κουβεντιάζουν ... ). Μποροῦμε ἐπίσης νὰ ἐνθαρρύνουμε τὰ παιδιὰ νὰ μιλοῦν στὸν Χριστὸ γιὰ τὰ προβλήματα καὶ τὶς χαρές τους κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀκολουθίας, ἂν εἶναι κουρασμένα καὶ δὲν μποροῦν νὰ τὴν παρακολουθήσουν - κι ἀκόμη νὰ τοῦ μιλοῦν γιὰ τὴν πλήξη τους καὶ νὰ ζητοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τὰ βοηθήσει νὰ αἰσθανθοῦν τὴν ἀκολουθία»[55], συμβουλεύει ἡ μοναχὴ Μαγδαληνή.

Γιὰ τὸ Μυστήριο τῆς Μετανοίας, ὅπου τελεῖται σὲ σχολεῖο, θὰ πρέπει νὰ προηγῆται ἐπίσκεψι τοῦ Πνευματικοῦ γιὰ μιὰ πρώτη γνωριμία μὲ τοὺς μαθητές. Καλὸ εἶναι νὰ ἐντάσσεται στὶς περιόδους νηστείας τῆς ᾿Εκκλησίας μας, πρὸ τῶν Χριστουγέννων καὶ πρὸ τοῦ Πάσχα. Νὰ συμμετέχουν καὶ οἱ μαθητὲς μὲ παρουσίασι τῶν παραβολῶν τῆς μετανοίας ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια, μὲ ἰδιαιτέρα συζήτησι γιὰ τὴν ἔννοια καὶ τὶς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, γιὰ τὴν οὐσία τῆς Μετανοίας, κ.λπ[56].

Στοὺς φωτισμένους κληρικοὺς καὶ καθηγητὲς ἐπαφίεται ἡ πρωτοβουλία νὰ εἰσάγουν τοὺς νέους μας στὸν λατρευτικὸ πλοῦτο τῆς ᾿Ορθοδοξίας. ῞Οπως προτρέπει ὁ φιλόσοφος Φίλων καὶ ἀντιγράφει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ διδάσκων πρέπει νὰ προσαρμόζεται στὶς ἀνάγκες καὶ ἰδιαιτερότητες τοῦ μαθητοῦ. «Οὐχ ὡς διδάσκειν ὁ διδάσκαλος, οὕτω καὶ μανθάνειν ὁ γνώριμος. ᾿Επειδὴ ὁ μὲν τέλειος, ὁ δὲ ἀτελής ἐστιν. ῞Οθεν προσήκει στοχάζεσθαι τῆς τοῦ παιδευομένου δυνάμεως. ᾿Επίστησον ὁ διδάσκων καὶ ἐξέτασον ἀκριβῶς ἀκοὴν τοῦ μανθάνοντος. Εὐήθης γὰρ ὁ κουφῷ διαλεγόμενος καὶ μάταιος ὁ λίθος νουθετῶν. Καὶ σὺ ἔνοχος ἁμαρτίας σεαυτῷ ἔσῃ, ὁ μὴ ἐπισκεψάμενος, ὅπως καὶ ὁπηνίκα καὶ πότε δεῖ λόγον ἔσθαι σοφίας»[57]!

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Κυρίλλου ῾Ιεροσολύμων, Μυσταγωγικαὶ Κατηχήσεις. ΒΕΠ 39,247-262.

Μαξίμου ῾Ομολογητοῦ, Μυσταγωγία. PG 91,657-717.

Νικολάου Καβάσιλα, ῾Ερμηνεία τῆς θείας Λειτουργίας. SC 4bis.

 

Βασιλειάδη Πέτρου, «῾Η εὐχαριστιακὴ προοπτικὴ τῆς ἀποστολῆς τῆς ᾿Εκκλησίας», Σύναξη 61/1997  29-43.

Βασιλείου ἀρχιμανδρίτου, Εἰσοδικόν, ῞Αγιον ῎Ορος· ῾Ι.Μ.Σταυρονικήτα, 1987.

Γ' Θεολογικὸ Συνέδριο Ε.ΘΕ.Β.Ε.· «῾Η ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ στὰ σχολεῖα», Κοινωνία 31 (1988) 17-217.

Γρηγορίου ἱερομονάχου, ῾Η θεία Λειτουργία, ᾿Αθήνα· Δόμος, 1987.

Γρηγορίου ἱερομονάχου, ῾Ο ἐκκλησιασμός, ῞Αγιον ῎Ορος· ῾Ι.Κ.῾Αγ.᾿Ιωάννου, 1992.

(Γκατζιρούλη) Νικοδήμου, Λειτουργικὴ ἀγωγή, ᾿Αθῆναι· Σπορά, 1980.

Εὐδοκίμωφ Παύλου, ῾Η προσευχὴ τῆς ᾿Ανατολικῆς ᾿Εκκλησίας, ᾿Αθῆναι· ᾿Αποστ. Διακονία, 1980.

῾Ι.Μ.Δημητριάδος - Π.Ε.Θ. Μαγνησίας, «Σχολικὸς ἐκκλησιασμός· ᾿Αδιέξοδα, προβληματισμοί, προτάσεις», Κοινωνία 38 (1995) 430-434.

Κεσελόπουλου ᾿Ανέστη, Ἡ λειτουργικὴ παράδοση στὸν ᾿Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Θεσσαλονίκη· Πουρναρᾶς, 1994.

Κογκούλη ᾿Ιωάννη - Οἰκονόμου Χρήστου - Σκαλτσῆ Παναγιώτη, ῾Η θεία Λειτουργία τοῦ ἁγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Θεσσαλονίκη· Λυδία, 19954.

Κογκούλη ᾿Ιωάννη, ῾Ο ἐκκλησιασμὸς τῶν μαθητῶν, Θεσσαλονίκη· Κυριακίδη, 1992.

Κουλόμζιν Σοφίας, Τὸ ὀρθόδοξο βίωμα καὶ τὰ παιδιά μας, ᾿Αθήνα· ᾿Ακρίτας, 1989.

Μαγδαληνῆς, Σκέψεις γιὰ τὰ παιδιὰ στὴν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία σήμερα, ῎Εσσεξ· ῾Ι.Μ.Τ.Προδρόμου, 19943.

Νευράκη Νικολάου, «῾Ο ἐκκλησιασμὸς τῶν μαθητῶν», Κοινωνία 30 (1987) 69-74.

Παπαευαγγέλου Παναγιώτου, «᾿Ορθόδοξη λατρεία καὶ θρησκευτικὴ ἀγωγή», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 70 (1987) 324-360.

Παπαευαγγέλου Παναγιώτου, «Τὸ πρόβλημα τοῦ ἐκκλησιασμοῦ τῶν μαθητῶν στὴν δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 70 (1987) 583-603.

Πετριτσοπούλου ᾿Ελευθερίου, «῾Ο ἐκκλησιασμὸς τῶν σχολείων», Κοινωνία 30 (1987) 75-78.

Σμέμαν ᾿Αλεξάνδρου, Εὐχαριστία, ᾿Αθήνα· ᾿Ακρίτας, 1987.

Φίλια Νικολάου, «῾Ο ἐκκλησιασμὸς τῶν σχολείων», Κοινωνία 30 (1987) 63-68.

 



* Εἰσήγησις σὲ Ἡμερίδα Θεολόγων καὶ Κληρικῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Περιστερίου (12.5.1998).

[1] Ἰωάννη Κογκούλη, Ὁ ἐκκλησιασμὸς τῶν μαθητῶν (Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη, 1992), σ. 189.

[2] Ἰωάννη Κογκούλη, Ὁ ἐκκλησιασμὸς τῶν μαθητῶν (Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη, 1992), σ. 77. Πρβλ. καὶ σ. 17.

[3] Νικοδήμου (Γκατζιρούλη), Λειτουργικὴ ἀγωγὴ (Ἀθῆναι: Σπορά, 1980), σ. 13.

[4] Ἰωάννη Φουντούλη, «Ἡ Λειτουργικὴ στὸ πρόγραμμα τῶν Σχολείων», Κοινωνία 32 (1988), σ. 67.

[5] Ἰωάννη Κογκούλη, Ὁ ἐκκλησιασμὸς τῶν μαθητῶν (Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη, 1992), σ. 154.

[6] Πρβλ. Ἰωάννη Κογκούλη, Ὁ ἐκκλησιασμὸς τῶν μαθητῶν (Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη, 1992), σ. 142.

[7] Ἰωάννη Κογκούλη, Ὁ ἐκκλησιασμὸς τῶν μαθητῶν (Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη, 1992), σ. 184.

[8] Νικολάου Καβάσιλα, Ἑρμηνεία τῆς θείας Λειτουργίας, ΛΗ´ 1 (SC 4,230).

[9] Ἰωάννου Ζηζιούλα, Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καὶ τῷ ἐπισκόπῳ (Ἀθῆναι: Γρηγόρης, 19902), σ. 96.

[10] Βασιλείου Μπιλάλη, Τί πιστεύω (Ἀθῆναι: Γρηγόρης, χ.χ.), σ. 169.

[11] Νικοδήμου (Γκατζιρούλη), Λειτουργικὴ ἀγωγὴ (Ἀθῆνα: Σπορά, 1980), σ. 16.

[12] Παναγιώτου Παπαευαγγέλου, «Ὀρθόδοξη λατρεία καὶ θρησκευτικὴ ἀγωγή», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 70 (1987), σ. 333.

[13] Ἰωάννη Κογκούλη, Ὁ ἐκκλησιασμὸς τῶν μαθητῶν (Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη, 1992), σ. 75.

[14] Πρβλ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Μυσταγωγία (PG 91,657-717), Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Μυσταγωγικαὶ Κατηχήσεις (ΒΕΠ 39,247-262).

[15] Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, Εὐχαριστία (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1987), σ. 95.

[16] Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, Εὐχαριστία (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1987), σ. 95.

[17] Νικοδήμου (Γκατζιρούλη), Λειτουργικὴ ἀγωγὴ (Ἀθῆνα: Σπορά, 1980), σ. 43-44.

[18] Ἀναστασίου Σιναΐτου, Περὶ τῆς ἁγίας συνάξεως (PG 89,829 C), παρά: Κοινωνία 36 (1993), σ. 78.

[19] Νικοδήμου (Γκατζιρούλη), Λειτουργικὴ ἀγωγὴ (Ἀθῆνα: Σπορά, 1980), σ. 25.

[20] Παναγιώτου Παπαευαγγέλου, «Ὀρθόδοξη λατρεία καὶ θρησκευτικὴ ἀγωγή», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 70 (1987), σ. 327.

[21] Νικοδήμου (Γκατζιρούλη), Λειτουργικὴ ἀγωγὴ (Ἀθῆνα: Σπορά, 1980), σ. 42.

[22] Διαταγαὶ τῶν Ἀποστόλων, Β´ 57,12 (ΒΕΠ 2,53). Πρβλ. Ἰωάννη Κογκούλη, Ὁ ἐκκλησιασμὸς τῶν μαθητῶν (Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη, 1992), σ. 35.

[23] Διαταγαὶ τῶν Ἀποστόλων, Η´ 11,10 (ΒΕΠ 2,150). Πρβλ. Ἰωάννη Κογκούλη, Ὁ ἐκκλησιασμὸς τῶν μαθητῶν (Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη, 1992), σ. 35.

[24] Ἰωάννη Κογκούλη, Ὁ ἐκκλησιασμὸς τῶν μαθητῶν (Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη, 1992), σ. 17.

[25] Νικοδήμου (Γκατζιρούλη), Λειτουργικὴ ἀγωγὴ (Ἀθῆνα: Σπορά, 1980), σ. 27.

[26] Κωστῆ Παπαγιώργη, Ἀλέξανδρος Ἀδαμαντίου Ἐμμανουὴλ (Ἀθήνα: Καστανιώτης, 19972), σσ. 151-154. Βλ. γενικώτερον, Ἀνέστη Κεσελόπουλου, Ἡ λειτουργικὴ παράδοση στὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη (Θεσσαλονίκη: Πουρναρᾶς, 1994).

[27] Ἀ. Δασκαλάκη, Κείμενα - Πηγαὶ τῆς ἱστορίας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, σειρὰ τρίτη, Τὰ περὶ παιδείας (Ἀθῆναι 1968), σ. 713, παρά: Ἰωάννη Κογκούλη, Ὁ ἐκκλησιασμὸς τῶν μαθητῶν (Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη, 1992), σ. 44.

[28] Παρά: Ἰωάννη Κογκούλη, Ὁ ἐκκλησιασμὸς τῶν μαθητῶν (Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη, 1992), σ. 47.

[29] Παναγιώτου Παπαευαγγέλου, «Τὸ πρόβλημα τοῦ ἐκκλησιασμοῦ τῶν μαθητῶν στὴν δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 70 (1987), σ. 589.

[30] Ἰωάννη Κογκούλη, Ὁ ἐκκλησιασμὸς τῶν μαθητῶν (Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη, 1992), σ. 51.

[31] Βλ. ΥΠΕΠΘ Φ. 200.21/16 139240/26.11.1977.

[32] Βλ. Ἰωάννη Κογκούλη, Ὁ ἐκκλησιασμὸς τῶν μαθητῶν (Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη, 1992), σ. 57-72.

[33] Παρά: Ἰωάννη Κογκούλη, Ὁ ἐκκλησιασμὸς τῶν μαθητῶν (Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη, 1992), σ. 55.

[34] Βλ. Ἱ.Μ.Δημητριάδος, Πληροφόρηση, Δεκ. 1997.

[35] Ἰωάννη Κογκούλη, Ὁ ἐκκλησιασμὸς τῶν μαθητῶν (Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη, 1992), σ. 18.

[36] Παναγιώτου Παπαευαγγέλου, «Τὸ πρόβλημα τοῦ ἐκκλησιασμοῦ τῶν μαθητῶν στὴν δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 70 (1987), σ. 592.

[37] Ἰωάννη Κογκούλη, Ὁ ἐκκλησιασμὸς τῶν μαθητῶν (Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη, 1992), σ. 190.

[38] Ἀδελφῆς Μαγδαληνῆς, Σκέψεις γιὰ τὰ παιδιὰ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σήμερα (Ἔσσεξ: Ἱ. Μ. Τ. Προδρόμου, 19943), σ. 62.

[39] Παναγιώτου Παπαευαγγέλου, «Τὸ πρόβλημα τοῦ ἐκκλησιασμοῦ τῶν μαθητῶν στὴν δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 70 (1987), σ. 598.

[40] Ἰωάννη Κογκούλη, Ὁ ἐκκλησιασμὸς τῶν μαθητῶν (Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη, 1992), σ. 154.

[41] Πρβλ. τὸ διήγημα τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, «Στὸ Χριστὸ στὸ κάστρο», Ἅπαντα, τόμ. 2 (Ἀθήνα: Δόμος, 1997), σσ. 275-299, ὅπου ἐκκλησιάζονται δεκαέξι ἄνθρωποι.

[42] Ἀδελφῆς Μαγδαληνῆς, Σκέψεις γιὰ τὰ παιδιὰ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σήμερα (Ἔσσεξ: Ἱ. Μ. Τ. Προδρόμου, 19943), σ. 66-67.

[43] Ἰωάννη Κογκούλη, Ὁ ἐκκλησιασμὸς τῶν μαθητῶν (Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη, 1992), σ. 171.

[44] Βλ. παρατηρήσεις γιὰ τοὺς μαθητικοὺς ἐκκλησιασμοὺς τῶν ἐτῶν 1901 καὶ 1935 ἐν: Ἰωάννη Κογκούλη, Ὁ ἐκκλησιασμὸς τῶν μαθητῶν (Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη, 1992), σ. 48-51.

[45] Ἰωάννη Κογκούλη, Ὁ ἐκκλησιασμὸς τῶν μαθητῶν (Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη, 1992), σ. 170.

[46] Κωνσταντίνου Πλευράκη, «Ἐκκλησιαστικὴ θεώρηση τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐξομολογήσεως καὶ δυνατότητες ἐφαρμογῆς του στὴ σχολικὴ πράξη», Κοινωνία 31 (1988), σ. 127.

[47] Πρβλ. Παναγιώτου Παπαευαγγέλου, «Τὸ πρόβλημα τοῦ ἐκκλησιασμοῦ τῶν μαθητῶν στὴν δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 70 (1987), σ. 590.

[48] Παναγιώτου Παπαευαγγέλου, «Τὸ πρόβλημα τοῦ ἐκκλησιασμοῦ τῶν μαθητῶν στὴν δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 70 (1987), σ. 599.

[49] Σοφίας Κουλόμζιν, Τὸ ὀρθόδοξο βίωμα καὶ τὰ παιδιά μας (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1989), σ. 126.

[50] Σοφίας Κουλόμζιν, Τὸ ὀρθόδοξο βίωμα καὶ τὰ παιδιά μας (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1989), σ. 127.

[51] Παναγιώτου Παπαευαγγέλου, «Ὀρθόδοξη λατρεία καὶ θρησκευτικὴ ἀγωγή», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 70 (1987), σ. 325.

[52] Σοφίας Κουλόμζιν, Τὸ ὀρθόδοξο βίωμα καὶ τὰ παιδιά μας (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1989), σ. 127.

[53] Ἐλευθερίου Πετριτσοπούλου, «Ὁ ἐκκλησιασμὸς τῶν σχολείων», Κοινωνία 30 (1987), σ. 78.

[54] Ἰωάννη Κογκούλη, Ὁ ἐκκλησιασμὸς τῶν μαθητῶν (Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη, 1992), σ. 125.

[55] Ἀδελφῆς Μαγδαληνῆς, Σκέψεις γιὰ τὰ παιδιὰ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σήμερα (Ἔσσεξ: Ἱ. Μ. Τ. Προδρόμου, 19943), σ. 66.

[56] Βλ. Κωνσταντίνου Πλευράκη, «Ἐκκλησιαστικὴ θεώρηση τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐξομολογήσεως καὶ δυνατότητες ἐφαρμογῆς του στὴ σχολικὴ πράξη», Κοινωνία 31 (1988), σ. 126.

[57] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἱερὰ Παράλληλα (PG 95,1376).