Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

ΙΩΑΝΝΟΥ Κ. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ
Ὑποβοηθούμενη Ἀναπαραγωγή. Θεολογικὴ θεώρησις
Ἀκτῖνες 67 (2004) 314-318.


1. Εἰσαγωγὴ

Τὶς τελευταῖες δεκαετίες ἡ πρόοδος τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνολογίας ἐπέφεραν μέγιστες ἀλλαγὲς στὴν ἀντιμετώπισι τῶν ἀσθενειῶν καὶ ἀναπηριῶν τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἐφαρμογὴ τῶν πορισμάτων τῶν βιολογικῶν καὶ ἰατρικῶν ἐπιστημῶν ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου ὠνομάσθη βιοτεχνολογία. Ἡ ἐξέλιξίς της ὑπῆρξε ραγδαία καὶ αὐτὰ ποὺ πρὸ ὀλίγων χρόνων ἐφαίνοντο ἀκατόρθωτα, σήμερα εἶναι πράξεις ρουτίνας γιὰ τοὺς ἰατρούς.

Συγχρόνως μὲ τὴν ἐξέλιξι καὶ ἀνάπτυξι τῆς βιοτεχνολογίας προέκυψαν καὶ ἠθικὰ ζητήματα γιὰ τὰ πλεῖστα ἀπὸ τὰ ἐπιτεύγματα αὐτῆς. Ἡ κοινωνία ἀναρωτᾶται: "ναί, μποροῦμε σήμερα νὰ κάνωμε αὐτό, ἀλλὰ εἶναι σωστὸ νὰ τὸ κάνωμε;". Ἔτσι προέκυψε ἡ βιοηθική, ὁ ἠθικὸς προβληματισμὸς γιὰ τὰ ζητήματα ποὺ ἀναφύονται ἀπὸ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς βιοτεχνολογίας στὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Ἡ βιοηθικὴ δὲν θεωρεῖται ἕνας ἐπὶ μέρους κλάδος τῆς ἐπιστήμης, ἀλλὰ ὁ σύμπροβληματισμὸς πολλῶν ἐπὶ μέρους ἐπιστημόνων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν λόγο γιὰ τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι γιὰ τὰ ζητήματα βιοηθικῆς ἀποφαίνονται ἰατροί, βιολόγοι, νοσηλευτές, νομικοί, ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, φιλόσοφοι, θεολόγοι καὶ ἐκπρόσωποι τῶν διαφόρων θρησκειῶν.


2. Τρόποι ὑποβοηθουμένης ἀναπαραγωγῆς

α. Στὴν σημερινὴ βιοϊατρικὴ ἐπικρατεῖ ὁ ὅρος ὑποβοηθουμένη ἀναπαραγωγή, ἀλλὰ ὑπάρχουν ἀκόμη καὶ οἱ ὅροι τεχνητὴ γονιμοποίησις καὶ ἐξωσωματικὴ γονιμοποίησις. Ὁ ὅρος ὑποβοηθουμένη ἀναπαραγωγὴ θεωρεῖται μᾶλλον προπαγανδιστικός, ἀφοῦ παρακάμπτει τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ σύλληψις στὶς πλεῖστες τῶν περιπτώσεων γίνεται ἐκτὸς τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, μὲ τεχνητὸ τρόπο, καὶ χρησιμοποιεῖται κυρίως γιὰ νὰ κάνη εὐπρόσδεκτο τὴν πρακτικὴ αὐτή, δῆθεν ὡς μία ὑποβοήθησι τῆς διαδικασίας τῆς ἀναπαραγωγῆς.
β. Ἡ τεχνικὴ[1] τῆς τεχνητῆς γονιμοποιήσεως εἶναι κοινὴ γιὰ ὅλες τὶς περιπτώσεις: λαμβάνεται γενετικὸ ὑλικὸ (δηλ. ὠάριο καὶ σπερματοζωάριο) τὸ ὁποῖο ἑνώνεται στὸ ἐργαστήριο, γονιμοποιοῦνται ἔτσι συνήθως ἕξι ὠάρια καὶ ἐμφυτεύονται στὴν μήτρα τῆς γυναικὸς τρία ἕως ἕξι γονιμοποιημένα ὠάρια.
Οἱ περιπτώσεις χρήσεως τῆς τεχνητῆς γονιμοποιήσεως εἶναι πολλές. Ἀναφέρομε τὶς σημαντικώτερες ἀπὸ αὐτές, γιὰ νὰ δειχθῆ κατωτέρω τὸ ἠθικὸ ἢ ἀνήθικο αὐτῶν, μὲ βάσι τὴν ὀρθόδοξο ἠθικὴ θεολογία.
Μία μέθοδος τεχνητῆς γονιμοποιήσεως εἶναι ἡ σπερματέγχυσις, δηλ. ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ σπερματοζωαρίου μὲ τεχνητὸ τρόπο στὴν μήτρα τῆς γυναικός, ὥστε νὰ ἐπακολουθήση ἡ σύλληψις ἐντὸς τῆς μήτρας. Συνήθως γίνεται προεργασία ὥστε νὰ ὑπάρχη ἕτοιμο ὠάριο πρὸς γονιμοποίησι. Αὐτὴ εἶναι ἡ πλέον ἁπλῆ μορφὴ ὑποβοηθουμένης ἀναπαραγωγῆς.
Ἡ πλέον κοινὴ μέθοδος εἶναι ἡ ἐξωσωματικὴ γονιμοποίησις, ὅπου λαμβάνεται τὸ γενετικὸ ὑλικὸ καὶ γονιμοποιεῖται στὸ ἐργαστήριο. Ὅταν τὸ γενετικὸ ὑλικὸ προέρχεται ἀπὸ τοὺς δύο συζύγους ὀνομάζεται ὁμόλογος ἐξωσωματικὴ γονιμοποίησις.
Στὴν περίπτωσι κατὰ τὴν ὁποία τὸ γενετικὸ ὑλικὸ ἑνὸς ἐκ τῶν δύο συζύγων εἶναι ἀκατάλληλο γιὰ γονιμοποίησι, τότε λαμβάνεται γενετικὸ ὑλικὸ ἀπὸ τὶς λεγόμενες τράπεζες σπέρματος καὶ τράπεζες ὠαρίων. Ἐδῶ ἀνακύπτουν πολλὰ βιοηθικὰ προβλήματα, ἀπὸ τὸ ἄγνωστο ἢ ὄχι τοῦ δότου, ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν δοτῶν, ἀπὸ τὴν ἐμπορία τοῦ γενετικοῦ ὑλικοῦ (ἀκόμη καὶ μέσῳ τοῦ διαδικτύου) καὶ πλῆθος ἄλλα. Ἡ ἐξωσωματικὴ αὐτὴ γονιμοποίησις ὀνομάζεται ἑτερόλογος, ὅταν χρησιμοποιεῖται γενετικὸ ὑλικὸ καὶ ἄλλου ἢ ἄλλων προσώπων ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς συζύγους.
Ὑπάρχει περίπτωσις τὸ γενετικὸ ὑλικὸ νὰ εἶναι τῶν δύο συζύγων, ἀλλὰ ἡ σύζυγος νὰ μὴ μπορεῖ νὰ κυοφορήση. Τότε τὰ γονιμοποιημένα ὠάρια ἐμφυτεύονται σὲ "φέρουσα" ἢ "ὑποκαθιστῶσα" μητέρα, ἡ ὁποία ὑπογράφει συμβόλαιο νὰ παραδώση τὸ γεννούμενο παιδὶ στοὺς δύο συζύγους.
Εἶναι δυνατόν, ἐπίσης, μία γυναῖκα προκεχωρημένης ἡλικίας, μετὰ τὴν ἐμμηνόπαυσι, νὰ ἀποκτήση παιδὶ μὲ ἑτερόλογο ἐξωσωματικὴ γονιμοποίησι καὶ νὰ τὸ κυοφορήση καὶ νὰ τὸ γεννήση εἴτε ἡ ἰδία εἴτε μία "φέρουσα" μητέρα. Ἔτσι ἔχομε τὸ φαινόμενο τῆς γεννήσεως παιδιῶν ἀπὸ ὑπερηλίκους γονεῖς.
Ἄλλη περίπτωσις εἶναι ἡ κατάψυξις τοῦ γενετικοῦ ὑλικοῦ (τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικὸς) καὶ ὁ προγραμματισμὸς  τῆς τεχνητῆς γονιμοποιήσεως σὲ μελλοντικὴ ἐποχὴ (ὅταν φερ' εἰπεῖν θὰ ἔχουν κάνει καριέρα, ἢ σὲ περίπτωσι θανάτου ἐξ ἀτυχήματος τοῦ ἑνὸς ἐκ τῶν δύο συζύγων).
Σύνηθες εἶναι πλέον τὸ φαινόμενο τῆς μὲ ἑτερόλογο ἐξωσωματικὴ γονιμοποίησι ἀποκτήσεως τέκνων ἀπὸ ζεύγη ὁμοφυλοφίλων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν.
Ὑπάρχει μάλιστα καὶ ἡ περίπτωσις ἀποκτήσεως τέκνου ἀπὸ ἄγαμα ἄτομα, κυρίως γυναῖκες, μὲ τὴν δημιουργία ἠθελημένων μονογονεϊκῶν οἰκογενειῶν.
Στὸ περιθώριο τῆς ἐξωσωματικῆς γονιμοποιήσεως εἶναι καὶ ἡ κατὰ παραγγελία δημιουργία ἀπογόνων, μὲ τὴν ἐπιλογὴ τοῦ φύλου, καὶ ὡρισμένων σήμερα χαρακτηριστικῶν, αὔριο δὲ πολὺ περισσοτέρων.


3. Θεολογικὴ θεώρησις τῶν ζητημάτων

α. Ἡ θεολογία ἀποτελεῖ λειτουργία τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν εἶναι ἁρμοδιότης τῶν κατ' ἐπάγγελμα ἀσχολουμένων μὲ αὐτή, οὔτε προνόμιο τῶν ἐγγραμμάτων. Γνωρίζομε ὅτι πλεῖστοι ὅσοι ἀγράμματοι ἅγιοι ἀνεδείχθησαν θεολόγοι καὶ θεοκήρυκες. Ἕκαστος βεβαπτισμένος χριστιανὸς λαμβάνει τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ συμμετέχει στὸ τριπλὸ ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ (βασιλικό, ἀρχιερατικό, προφητικὸ) μὲ τὸ Μυστήριο τοῦ Χρίσματος. Κατὰ συνέπεια ἕκαστος χριστιανὸς ἔχει τὶς προϋποθέσεις τοῦ θεολογεῖν. Ἐπ' αὐτοῦ τοῦ χαρίσματος βασίζεται καὶ ἡ δυνατότης ἀναγνωρίσεως τῆς οἰκουμενικότητος μιᾶς Συνόδου, δηλ. τῆς ὀρθοδοξίας της, ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας (κλῆρο καὶ λαὸ) ἑκάστης ἐποχῆς. Αὐτὰ σημειώνονται γιὰ νὰ ὑπογραμμισθῆ τὸ γεγονὸς ὅτι στὰ ζητήματα τῆς βιοηθικῆς κάθε χριστιανός, ἀναλόγως τῆς ἀξιοποιήσεως τοῦ χαρίσματός του, μπορεῖ νὰ θεολογήση καὶ νὰ κρίνη ἐὰν τὰ γινόμενα συμφωνοῦν ἤ ὄχι μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ θεολογία ὡς λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζει καὶ διασαφηνίζει τὶς ἀποκεκαλυμένες ἀλήθειες τοῦ Χριστοῦ. Δὲν δημιουργεῖ νέες ἀλήθειες, ἀλλὰ προσπαθεῖ νὰ ζήση, κατανοήση καὶ διδάξη τὴν ἅπαξ ἀποκαλυφθεῖσα καὶ παραδοθεῖσα στοὺς ἁγίους Ἀποστόλους ἀλήθεια τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ «οὐδεμίαν γὰρ λέξιν ἡ καθ' ἡμᾶς θεολογία φέρει μὴ διὰ θείας ἀποκαλύψεως τὴν ἀρχὴν ἐκπεφασμένην»[2]. Ἀκολουθοῦσα τὴν παράδοσι τῶν Προφητῶν τῆς Π. Διαθήκης συχνὰ ἡ θεολογία ἔρχεται σὲ ρῆξι μὲ κοινωνικὲς ἀντιλήψεις καὶ μὲ τὰ ἁμαρτωλὰ κατεστημένα τῶν διαφόρων ἐποχῶν. Ὅπως ἡ ἀληθὴς προφητεία συνήθως δὲν ἐγίνετο εὐαρέστως ἀποδεκτὴ ἀπὸ τοὺς μακρὰν τοῦ Θεοῦ ζῶντες, ἔτσι καὶ ἡ θεολογία τῶν Πατέρων καὶ Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας ἀπορρίπτεται ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς μακρὰν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἀνθρώπους. Αὐτὸ ἐπισημαίνεται γιατὶ κανένα ἐπιχείρημα δὲν θεωρεῖται πειστικὸ γιὰ ὅσους δὲν ἔχουν νοῦν Χριστοῦ. Κατὰ συνέπεια ἡ θεολογία πρέπει νὰ φωτίζη καὶ νὰ διδάσκη τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο γιὰ τὰ ζητήματα τῆς βιοηθικῆς, μὲ τὸν λόγο τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν συνεπάγεται καὶ ἀποδοχὴ τῶν θέσεών της ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἄγευστοι τῆς ἐκκλησιαστικῆς - πνευματικῆς ζωῆς.
 β. Γιὰ τὸ ζήτημα τῆς ὑποβοηθουμένης ἀναπαραγωγῆς εἶναι σκόπιμο νὰ γνωρίζωμε πῶς βλέπει ἡ Παράδοσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τὰ θέματα τοῦ γάμου, τῆς οἰκογενείας καὶ τῆς τεκνογονίας - ἀτεκνίας.
Κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες τὸ Μυστήριο τοῦ Γάμου ἔχει δύο σκοπούς: ὁ πρῶτος καὶ κύριος εἶναι ἡ ἕνωσις διὰ τῆς ἀγάπης δύο ἑτεροφύλων ἀνθρώπων μὲ στόχο τὴν κοινὴ πορεία τους πρὸς τὸ καθ' ὁμοίωσιν Θεοῦ. Δεύτερος σκοπὸς τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου εἶναι, ἐντὸς τῶν πλαισίων τοῦ πρώτου, ἡ ἐξ ἀγάπης ἀπόκτησις τέκνων καὶ ἡ ἔνταξίς τους στὴν Ἐκκλησία (κατ' οἶκον Ἐκκλησία).
Τονίζεται ἰδιαιτέρως ὅτι ἡ τεκνογονία πρέπει νὰ εἶναι καρπὸς τῆς ἀγάπης τῶν δύο συζύγων κι ὄχι τυχαῖο γεγονός, ἢ πολὺ περισσότερο καρπὸς τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς ὑπερηφανείας ἢ τῆς ἐπιθυμίας ἀτομικῆς καταξιώσεως τῶν δύο ἢ τοῦ ἑνὸς ἐκ τῶν συζύγων. Ἐὰν ἡ τεκνογονία γίνεται γιὰ τὴν ἱκανοποίησι τοῦ ἐγὼ τῶν συζύγων κι ὄχι ὡς πρᾶξις ἀγάπης καὶ προσφορᾶς ζωῆς, τότε τὸ κίνητρό της εἶναι προβληματικὸ καὶ δημιουργεῖ προβληματικὲς σχέσεις μεταξὺ τῶν γονέων καὶ τῶν τέκνων.
Ἀξιοσημείωτος εἶναι ἡ θέσις Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι τονίζουν ὅτι ἀνωτέρα τῆς τεκνογονίας εἶναι ἡ τεκνοτροφία. Ἐπὶ παραδείγματι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος διδάσκει: «Καὶ ἵνα μάθῃς, ὅτι οὐ τὸ τεκεῖν ποιεῖ μητέρα, οὐδὲ τούτῳ κεῖται μισθός, καὶ ἀλλαχοῦ μὲν χήρᾳ διαλεγόμενος ὁ Παῦλος οὕτως εἶπεν, Εἰ ἐτεκνοτρόφησε· καὶ οὐκ εἶπεν, εἰ ἐτεκνοποίησεν, ἀλλ' Εἰ ἐτεκνοτρόφησε. Τὸ μὲν γὰρ τῆς φύσεως, τὸ δὲ τῆς προαιρέσεώς ἐστι. Καὶ διὰ τοῦτο καὶ ἐνταῦθα εἰπών, Σωθήσεται διὰ τῆς τεκνογονίας, οὐκ ἔστη μέχρι τούτου, ἀλλὰ δεῖξαι βουλόμενος, ὅτι οὐ τὸ γεννῆσαι τέκνα, ἀλλὰ τὸ θρέψαι τέκνα καλῶς, τοῦτο ἡμῖν φέρει τὸν μισθόν, ἐπήγαγεν· Ἐὰν ἐπιμείνωσι τῇ πίστει, καὶ τῇ ἀγάπῃ, καὶ τῷ ἁγιασμῷ μετὰ σωφροσύνης. Ὃ δὲ λέγει, τοῦτό ἐστι· Τότε λήψῃ πολὺν τὸν μισθόν, ἐὰν οἱ γεννηθέντες παῖδες ἐπιμείνωσι τῇ πίστει καὶ τῇ ἀγάπῃ καὶ τῷ ἁγιασμῷ. Ἂν τοίνυν αὐτοὺς εἰς ταῦτα ἐνάγῃς, ἂν παρακαλῇς, ἂν διδάξῃς, ἂν συμβουλεύσῃς, τῆς ἐπιμελείας ταύτης κείσεταί σοι παρὰ τοῦ Θεοῦ πολλὴ ἡ ἀμοιβή»[3].
Ἡ τεκνογονία καὶ ἡ ἀτεκνία «ὑπόκεινται στὴ βούληση καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ»[4]. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ὑπογραμμίζει: «Πολλοὶ γὰρ τῶν ἀνθρώπων οὕτως ἀλόγως διάκεινται, ὡς ταῖς γυναιξὶν ἐγκαλεῖν, ἐπειδὰν μὴ τίκτωσιν, οὐκ εἰδότες ὅτι τὸ τεκεῖν ἄνωθεν ἔχει τὴν ἀρχήν, ἀπὸ τῆς τοῦ Θεοῦ προνοίας, καὶ οὔτε γυναικὸς φύσις, οὔτε συνουσία, οὔτε ἄλλο οὐδὲν αὐταρκὲς πρὸ τοῦτό ἐστιν»[5]. Αὐτὸ πρέπει νὰ ὑπάρχη στὸν νοῦ τῶν χριστιανῶν γονέων, οἱ ὁποῖοι ἀντιμετωπίζουν πρόβλημα στειρότητος.
δ. Ἡ ὑποβοηθουμένη ἀναπαραγωγή, μολονότι θεωρεῖται ἀπὸ ἀρκετοὺς ὡς λύσις στὸ πρόβλημα τῆς στειρότητος καὶ τῆς ἀτεκνίας, δημιουργεῖ μείζονα ἠθικὰ προβλήματα. Ἀναφέρομε τὰ κυριώτερα ἀπὸ αὐτά.
Γίνεται μικρὰ ἢ μεγαλυτέρα (ἀναλόγως τῶν περιπτώσεων) παρέμβασις στὴν φύσι τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὴν ὁρμονοθεραπεία γιὰ πολυωορρηξία τῆς γυναικός.
Ἡ τεχνικὴ ὑποκαθιστᾶ τὴν φυσιολογία τῆς ἀναπαραγωγῆς. «Ἡ σύλληψη τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὶς σύγχρονες τεχνικὲς εἶναι ἀ-σεξουαλική, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι εἶναι γυμνὴ ἀπὸ τὴν ἱερότητα, ἀσφάλεια καὶ βεβαιότητα τῆς συζυγικῆς συνεύρεσης. Ὁ ἄνθρωπος πλέον μπορεῖ νὰ μὴ γεννᾶται "φυσιολογικά", σύμφωνα δηλαδὴ μὲ τοὺς νόμους τῆς φυσιολογίας τῆς κατασκευῆς του, ἀλλὰ νὰ "κατασκευάζεται" τεχνητά. Ἡ ἀ-σεξουαλικὴ σύλληψη ἀπογυμνώνει τὴ στιγμὴ τῆς ψυχοσωματικῆς ἀρχῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἔντονης συζυγικῆς ἀγάπης καὶ ὁλοκληρωτικῆς ψυχοσωματικῆς ἕνωσής τους. Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ὁρίζει ὁ κάθε ἄνθρωπος νὰ γεννᾶται ἀπὸ ἔκρηξη ἀγάπης καὶ ὄχι ἀπὸ μηχανικὴ ἕνωση γεννητικῶν κυττάρων (γαμετῶν)»[6].
Τὸ μεγαλύτερο ἐπιχείρημα ἀπὸ πλευρᾶς βιολογίας εἶναι ὅτι μὲ τὴν ἐξωσωματικὴ γονιμοποίησι τὸ πρόβλημα τῆς στειρότητος ἢ ἄλλες γενετικὲς ἀνωμαλίες κληροδοτοῦνται στὰ γεννώμενα τέκνα!
Πρόβλημα ἀπὸ πλευρᾶς ἠθικῆς θεολογίας προκύπτει μὲ τὴν γονιμοποίησι περισσοτέρων ὠαρίων ἀπὸ αὐτά, τὰ ὁποῖα τελικῶς ἐμφυτεύονται στὴν μήτρα. Τὰ περισσευούμενα γονιμοποιημένα ὠάρια εἴτε χρησιμοποιοῦνται σὲ ἄλλες περιπτώσεις, εἴτε καταστρέφονται μετὰ ἀπὸ κάποιο διάστημα, εἴτε χρησιμοποιοῦνται γιὰ πειράματα.
Γιὰ τὴν δογματικὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας τὸ γονιμοποιημένο ὠάριο εἶναι ἔμβρυο, δηλ. δυνάμει ἄνθρωπος, ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς γονιμοποιήσεώς του, δηλ. «ἐξ ἄκρας συλλήψεως»[7]. Κατὰ συνέπεια ὁ νεολογισμὸς περὶ πολυδυνάμων βλαστοκυττάρων (γιὰ τὰ γονιμοποιημένα ὠάρια πρὸ τῆς 14ης ἡμέρας) καὶ ὁ πειραματισμός, ἡ ἐμπορία ἢ ἡ χρῆσις των ὡς ἁπλῶν γενετικῶν ὑλικῶν κι ὄχι ὡς ἐν δυνάμει καὶ ἐξελίξει ἀνθρωπίνων ὄντων ἀντίκειται στὴν ἠθικὴ τῆς Ἐκκλησίας μας.
Μὲ τὴν ἐξωσωματικὴ γονιμοποίησι παραθεωρεῖται τελείως ἡ ἐνδομήτριος ζωὴ τοῦ ἐμβρύου, ἡ ὁποία κατὰ τὴν ἐπιστήμη τῆς ψυχολογίας παίζει σημαντικώτατο ρόλο στὴν ἀνάπτυξι τῆς προσωπικότητος τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι τελείως διαφορετικὸ νὰ συλλαμβάνεται ἕνας ἄνθρωπος στὰ σπλάγχνα τῆς μητρός του ὡς καρπὸς τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἑνώσεως τῶν γονέων του καὶ διαφορετικὸ νὰ "συλλαμβάνεται" στοὺς ἀποστειρωμένους χώρους ἑνὸς ἰατρικοῦ ἐργαστηρίου μὲ τὴν μεσολάβησι καὶ ἔγκρισι ἑνὸς ἰατροῦ!


4. Χριστιανικὴ ἀντιμετώπισις

α. Συμπερασματικῶς, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ὀρθόδοξος ἠθικὴ θεολογία  ἀπορρίπτει ἐκ προοιμίου τὴν ἑτερόλογο ἐξωσωματικὴ γονιμοποίησι[8] καὶ τὴν δανεικὴ μητρότητα μὲ τὶς "φέρουσες" ἢ "ὑποκαθιστῶσες" μητέρες[9], ὅπως καὶ κάθε τεχνητὴ γονιμοποίησι γιὰ μονογονεϊκὲς οἰκογένειες ἢ οἰκογένειες ὁμοφυλοφίλων.
β. Τὸ πρόβλημα τῆς ἀτεκνίας μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπισθῆ πνευματικῶς ἀπὸ τοὺς συζύγους. Ὁ πιστὸς χριστιανὸς δεῖ «ἕκαστον πρᾶγμα ἐπὶ τὸν Θεὸν ἀνάγειν καὶ λέγειν ὅτι οὐδὲν ἐκτὸς τοῦ Θεοῦ γίνεται· ἀλλὰ πάντως οὕτως οἶδεν ὁ Θεὸς ὅτι καλὸν ἐστὶ καὶ συμφέρον, καὶ οὕτως ἐποίησε, κἂν ἔχῃ ἔξωθεν αἰτίαν τινὰ τὸ πρᾶγμα»[10].  Ἐπειδὴ «οὐδὲν ἐγχωρεῖ ἄνευ τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ γενέσθαι ἡμῖν»[11], γι' αὐτὸ «οὐ δεῖ οὖν ἀθυμεῖν τινὰ ἐπὶ τοῖς συμβαίνουσιν, ἀλλὰ πάντα, ὡς εἶπον, ἐπὶ τὴν πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ ἀναφέρειν καὶ ἀναπαύσεσθαι»[12].
Συχνὰ ὁ Θεὸς δὲν ἀνταποκρίνεται στὰ αἰτήματά μας καὶ μᾶς διδάσκει μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν ὑπομονή. «Ὅταν δὲ οὐ παρέχει αὐτῷ τὴν χρείαν αὐτοῦ, ποιεῖ διὰ τοῦ λόγου αὐτοῦ τὴν ἐνέργειαν τοῦ πράγματος οὗ χρήζει, καὶ διδάσκει αὐτὸν τὴν ὑπομονήν»[13]. Κατὰ τὸν ἅγιο ἀπόστολο Παῦλο πρέπει νὰ «καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν, εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται, ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα. ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος Ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν»[14]. Ὁ ἴδιος μάλιστα τρεῖς φορὲς ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἄρσι προβλήματός του καὶ δὲν εἰσηκούσθη. «Ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατανᾶ, ἵνα με κολαφίζῃ, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ' ἐμοῦ. καὶ εἴρηκέν μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου, ἡ γὰρ δύναμις ἐν ἀσθενείᾳ τελεῖται. Ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ' ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ. διὸ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν διωγμοῖς καὶ στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ· ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι»[15].
Ἡ ὑπέρβασις τοῦ ἀδιεξόδου γίνεται μόνον διὰ τῆς ἀποδοχῆς του[16]. Κατὰ τὸν ἅγιο Δωρόθεο ὁ Θεὸς οἰκονομεῖ τὰ πράγματα οὕτως ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ ἀντιμετωπίζωμε τὶς συνέπειες ἀπὸ τὴν ἔλλειψί τους· «ἀλλὰ ἐὰν τῷ ὄντι χρήζῃ πράγματος, ὡς λέγει, καὶ οὐ λαμβάνει, ὀφείλει λέγειν ὅτι· Ὁ Χριστὸς οἶδε πλέον μου εἰ ὀφείλω ἀναπαῆναι, καὶ αὐτὸς γίνεταί μοι ἀντὶ τοῦδε τοῦ πράγματος ἢ ἀντὶ τοῦδε τοῦ βρώματος. Οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἔφαγον τὸ μάννα ἐν τῇ ἐρήμῳ τεσσαράκοντα ἔτη· καὶ ἓν μὲν εἶδος ἦν τὸ μάννα, ἑκάστῳ δὲ ἐγίνετο καθὼς ἔχρηζε· τῷ χρῄζοντι ἁλμυροῦ ἐγίνετο ἁλμυρόν· τῷ χρῄζοντι γλυκέος ἐγίνετο γλυκύ· καὶ ἑκάστῳ ἁπλῶς οὕτως ἐγίνετο ἁρμόζον πρὸς τὴν κρᾶσιν αὐτοῦ. Οὕτως οὖν ἐὰν χρῄζῃ τις ὠοῦ, καὶ οὐ λαμβάνῃ, εἰ μὴ λάχανον, εἴπῃ τῷ λογισμῷ αὐτοῦ ὅτι· Εἰ συνέφερέ μοι, εἶχε πάντως πέμψαι μοι αὐτὸ ὁ Θεός· πλὴν δύναται καὶ αὐτὸ τὸ λάχανον ποιῆσαί μοι ὡς ὠόν· καὶ πιστεύω τῷ Θεῷ ὅτι γίνεται αὐτῷ εἰς μαρτύριον»[17]. Ἐξ ἄλλου κατὰ τὴν ρητὴ διαβεβαίωσι τῆς Γραφῆς «πιστὸς δὲ ὁ Θεός, ὃς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασθε ἀλλὰ ποιήσει σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑπενεγκεῖν»[18].
γ. Γιὰ τὸ ζεῦγος τῶν χριστιανῶν συζύγων, τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδεχθῆ τὴν στειρότητα καὶ ἀτεκνία του ὡς θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ὁποῖο δὲν καταφεύγει στὴν λύσι τῆς υἱοθεσίας, μπορεῖ ἡ ποιμαίνουσα Ἐκκλησία στὰ πλαίσια τῆς οἰκονομίας της νὰ ἀποδεχθῆ, ὡς λύσι ἀνάγκης καὶ πάντοτε τονίζουσα τὴν προβληματικότητα τῶν μεθόδων αὐτῶν, τὴν σπερματέγχυσι καὶ τὴν ὁμόλογο ἐξωσωματικὴ γονιμοποίησι μὲ τοὺς ρητοὺς ὅρους στὴν μὲν σπερματοληψία νὰ διαφυλάσσεται ἡ πιστότης τοῦ ἀνδρὸς πρὸς τὴν σύζυγό του, στὴν δὲ ἐξωσωματικὴ γονιμοποίησι ὅλα τὰ γονιμοποιούμενα ὠάρια νὰ ἐμφυτεύωνται στὴν γυναῖκα[19].


Βιβλιογραφια

Breck John, The sacred Gift of Life. Orthodox Christianity and Bioethics, Crestwood: St. Vladimir's Seminary Press, 2000.
Engelhardt Tristram, The Foundations of Bioethics, New York-Oxford: Oxford University Press, 1996.
Kuhse Helga - Singer Peter (Eds.), A Companion to Bioethics, Oxford-Malden: Blackwell, 2001.
Lexikon der Bioethik, Bde. 1-3, Gütersloh: Gütersloher Verlagshaus, 1998.
Βασιλειάδη Νικολάου, Πότε "ἐμψυχοῦται" τὸ ἀνθρώπινο ἔμβρυο;, Ἀθῆναι: Σωτήρ, 19873.
Κριάρη - Κατράνη Ἰσμήνης, Βιοϊατρικὲς ἐξελίξεις καὶ συνταγματικὸ δίκαιο, Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας, 1994.
Μητσοπούλου Νικολάου, περὶ τοῦ ἀνθρωπίνου ἐμβρύου ὠς ψυχοσωματικῆς ὑπάρξεως διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ χριστολογικὴ θεμελίωσις αὐτῆς, Ἀθῆναι 19862.
Μητσοπούλου Νικολάου, Ἐπιτεύγματα τῆς συγχρόνου γενετικῆς, Ἀθῆναι 19903.
Ἴνδικτος 14/2001.
Παρασκευαΐδη Χριστοδούλου, Ἠθικὰ καὶ δεοντολογικὰ προβλήματα στὴν τεχνητὴ γονιμοποίηση, Ἀθῆναι 1988.
Παρασκευαΐδη Χριστοδούλου, Οἱ "φέρουσες" "ὑποκαθιστῶσες" μητέρες ἀπὸ χριστιανικὴ ἄποψη, Ἀθήνα 1985.
Παρασκευαΐδη Χριστοδούλου, Τεχνητὴ γονιμοποίηση καὶ χριστιανικὴ ἠθική, Ἀθῆναι 1988.
Σύναξη 68/1986.
Φανάρα Βασιλείου, Ὑποβοηθούμενη ἀναπαραγωγή. Ἠθικοινωνικὴ προσέγγιση, Θεσσαλονίκη 2000.
Χατζηνικολάου Νικολάου, Ἐλεύθεροι ἀπὸ τὸ γονιδίωμα. Προσεγγίσεις ὀρθόδοξης Βιοηθικῆς, Ἀθήνα: Κέντρο Βιοϊατρικῆς Ἠθικῆς καὶ Δεοντολογίας, χ.χ.
Εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τῆς Βιοηθικῆς, «Ἠθικὴ θεώρηση τῆς ὑποβοηθούμενης ἀναπαραγωγῆς», Ἐκκλησία (2004) 101-111.




[1] Βλ. Βασιλείου Φανάρα, Ὑποβοηθούμενη ἀναπαραγωγὴ (Θεσσαλονίκη 2000), σ. 81.
[2] Γρηγορίου Παλαμᾶ, Λόγοι ἀποδεικτικοί, Β´ 57 (Συγγράμματα, τόμ. Α´, σ. 130).
[3] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περὶ Ἄννης, Λόγος Α´, 4 (PG 54, 637-638). Πρβλ. Μάριου Μπέγζου - Ἀθανασίου Παπαθανασίου, Θέματα χριστιανικῆς ἠθικῆς Γ´ Ἑνιαίου Λυκείου (Ἀθήνα: Ο.Ε.Δ.Β., 20013), σ. 96.
[4] Βασιλείου Φανάρα, Ὑποβοηθούμενη ἀναπαραγωγὴ (Θεσσαλονίκη 2000), σ. 47.
[5] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περὶ Ἄννης, Λόγος Α´, 4 (PG 54, 639). Πρβλ. Βασιλείου Φανάρα, Ὑποβοηθούμενη ἀναπαραγωγὴ (Θεσσαλονίκη 2000), σ. 47-48.
[6] Νικολάου Χατζηνικολάου, Ἐλεύθεροι ἀπὸ τὸ γονιδίωμα. Προσεγγίσεις ὀρθόδοξης βιοηθικῆς (Ἀθήνα: Κέντρο Βιοϊατρικῆς Ἠθικῆς καὶ Δεοντολογίας, χ.χ.), σ. 246.
[7] Βλ. Νικολάου Μητσοπούλου, Ἡ περὶ τοῦ ἀνθρωπίνου ἐμβρύου ὡς ψυχοσωματικῆς ὑπάρξεως διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ χριστολογικὴ θεμελίωσις αὐτῆς (Ἀθῆναι 19862), σ. 22. Πρβλ. Νικολάου Βασιλειάδη, Πότε "ἐμψυχοῦται" τὸ ἀνθρώπινο ἔμβρυο; Ἡ ὥρα "μηδὲν" τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς (Ἀθῆναι: Σωτήρ, 19873), σ. 24.
[8] Βλ. Νικολάου Μητσοπούλου, Ἐπιτεύγματα τῆς συγχρόνου γενετικῆς. Ἠθικὴ θεώρησις (Ἀθῆναι19903), σ. 28.
[9] Βλ. Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη, Οἱ "φέρουσες" ἢ "ὑποκαθιστῶσες" μητέρες ἀπὸ χριστιανικὴ ἄποψη (Ἀθήνα 1985).
[10] Ἀββᾶ Δωροθέου, Διδασκαλίαι, ΙΒ´ (Ἔργα Ἀσκητικά, σ. 288).
[11] Ἀββᾶ Δωροθέου, Διδασκαλίαι, Ζ´ (Ἔργα Ἀσκητικά, σ. 210).
[12] Ἀββᾶ Δωροθέου, Διδασκαλίαι, ΙΒ´ (Ἔργα Ἀσκητικά, σ. 288).
[13] Ἀββᾶ Δωροθέου, Διδασκαλίαι, Ζ´ (Ἔργα Ἀσκητικά, σ. 212).
[14] Ῥωμ. 5: 3-5.
[15] Β´ Κορ. 12: 7-10.
[16] Βλ. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, Ἡμερολόγιο 1973-1983 (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 2002), σ. 482: «Ὑπάρχει μόνο μιὰ λύση σ' ἕνα τέτοιο ἀδιέξοδο: νὰ τὸ ἀποδεχτεῖς, νὰ κάνεις ὑπομονή, νὰ ὑποφέρεις μ' αὐτό, καὶ νὰ νικήσεις. Ἀλλὰ γι' αὐτὸ χρειάζεται πνευματικὴ δύναμη. Βέβαια, ὅλα αὐτὰ ἀκούγονται σὰν κλισέ. Ἀλλὰ εἶναι ἀλήθεια. Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἡ ὑπέρβαση τῶν ἀδιεξόδων. Ἡ ἁμαρτία τοῦ πολιτισμοῦ μας εἶναι πὼς ἀρνεῖται τὴ δυνατότητα μιᾶς τέτοιας ὑπέρβασης. Ὑπάρχει ἡ πεποίθηση πὼς ἀφοῦ ἀπορρίψεις τὸ ἀδιέξοδο, μπορεῖς κατὰ κάποιο τρόπο νὰ βρεῖς τὴν εὐτυχία σὲ κάτι ἄλλο, μὲ διαφορετικὸ τρόπο. Ἡ αἰώνια ἀλήθεια τῆς Ἄννας Καρένινα: εἶναι ἀδύνατο νὰ τὴ βρεῖς».
[17] Ἀββᾶ Δωροθέου, Διδασκαλίαι, Ζ´ (Ἔργα Ἀσκητικά, σ. 210).
[18] Α´ Κορ. 10: 13.
[19] Εἶχε δοθῆ πρὸς δημοσίευσιν ἡ παροῦσα ἐργασία, ὅταν ἐδημοσιεύθησαν τὰ συμπεράσματα - προτάσεις τῆς Εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τῆς Βιοηθικῆς, τὰ ὁποῖα ἐν πολλοῖς ταυτίζονται μὲ τὰ ἡμέτερα. Βλ. Εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τῆς Βιοηθικῆς «Ἠθικὴ θεώρηση τῆς ὑποβοηθούμενης ἀναπαραγωγῆς», Ἐκκλησία (Φεβρ. 2004), 101-111.