15-1-2012
Το νέο
πιλοτικό πρόγραμμα σπουδών του Δημοτικού και του Γυμνασίου παρουσιάζει δύο
καινοτομίες. Εισάγει ένα νέο πρότυπο για το μάθημα των Θρησκευτικών και
προτείνει μια νέα μέθοδο διδασκαλίας. Η κριτική μας στο κείμενο αυτό θα
εστιαστεί στο Πλαίσιο βασικών αρχών, στο οποίο και περιγράφεται ο χαρακτήρας
του μαθήματος. Το νέο ΠΣ φιλοδοξεί, όπως δηλώνουν οι συντάκτες του, να οργανώσει « ένα σχολικό ΜτΘ, στο οποίο να συμμετέχουν όλα τα παιδιά χωρίς καμιά διάκριση
και ανεξάρτητα από τη θρησκευτική ή μη δέσμευσή τους» (ΠΔΓ,11)[1].
Η επιδίωξη αυτή συνδέεται στο πλαίσιο αρχών με τον στόχο του θρησκευτικού γραμματισμού, ο οποίος «βασίζεται στους κανόνες της παιδαγωγικής και επιστημονικής γνώσης και στοχεύει στην κριτική ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών με τις γνώσεις, τις αξίες και τις στάσεις ζωής που παρέχει για τις θρησκείες και από τις θρησκείες» (13). Ο στόχος αυτός θεμελιώνεται, κατά τους συντάκτες, σε κάποια κοινά κριτήρια (standards) για το ΜτΘ των ευρωπαϊκών χωρών. Τα κριτήρια που παρατίθενται (χωρίς παραπομπή) έχουν διατυπωθεί από τον Friedrich Schweitzer και είναι τα εξής: Το ΜτΘ:
Η επιδίωξη αυτή συνδέεται στο πλαίσιο αρχών με τον στόχο του θρησκευτικού γραμματισμού, ο οποίος «βασίζεται στους κανόνες της παιδαγωγικής και επιστημονικής γνώσης και στοχεύει στην κριτική ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών με τις γνώσεις, τις αξίες και τις στάσεις ζωής που παρέχει για τις θρησκείες και από τις θρησκείες» (13). Ο στόχος αυτός θεμελιώνεται, κατά τους συντάκτες, σε κάποια κοινά κριτήρια (standards) για το ΜτΘ των ευρωπαϊκών χωρών. Τα κριτήρια που παρατίθενται (χωρίς παραπομπή) έχουν διατυπωθεί από τον Friedrich Schweitzer και είναι τα εξής: Το ΜτΘ:
1.
Μπορεί και πρέπει
να διδάσκεται σύμφωνα
με τους όρους
και τα κριτήρια της γενικής
εκπαίδευσης στα δημόσια σχολεία.
2.
Χρειάζεται να περιλαμβάνει θεωρήσεις διαχριστιανικής και διαθρησκειακής
μάθησης, διαλόγου, συνεργασίας και συλλογικότητας.
3. Η
διδασκαλία του απαιτεί επαγγελματίες εκπαιδευτικούς, με ισχυρή θεωρητική και
πρακτική εκπαίδευση που έχουν διαμορφώσει κατανόηση του ρόλου τους και
στοχαστικοκριτική στάση απέναντι στη θρησκεία.
[2]
Στο
πλαίσιο αυτό δηλώνεται στο ΠΣ ότι «η
θρησκευτική εκπαίδευση καλείται να υπηρετήσει έναν «θρησκευτικό γραμματισμό», ο οποίος θα πρέπει να υπηρετεί κοινωνικά προτάγματα καθολικού χαρακτήρα,
όπως είναι πρώτα και κύρια ο πολιτισμικός εγκλιματισμός του μαθητή στην ευρύτερη
κοινωνική πραγματικότητα που ζει – και όχι βέβαια ο ιδεολογικός εγκιβωτισμός
του σε μεριστικές και απολυτοποιημένες ερμηνείες και στάσεις ζωής» (16). Με
τον τρόπο αυτό ισχυρίζονται οι συντάκτες ότι η χριστιανική μαρτυρία στη σχολική
εκπαίδευση θεμελιώνεται σε ένα άλλο υψηλότερο πνευματικό και θεολογικό επίπεδο.
Ενώ λοιπόν είναι γνωστή ποικιλία των προτύπων του μαθήματος που εφαρμόζονται
στις ευρωπαϊκές χώρες, όπου κυριαρχεί το ομολογιακό μοντέλο, επιλέχθηκε ένα πρότυπο
που έρχεται σε αντίθεση τόσο με την παράδοση του μαθήματος στην Ελλάδα, όσο και
με τους βασικούς σκοπούς του, όπως ορίζονται στο ν.1566. Το μοντέλο αυτό θα
μπορούσε να χαρακτηριστεί θρησκειολογικό-πλουραλιστικό.
Ο κύριος στόχος του μαθήματος σ’ αυτό δεν είναι η διδασκαλία της Ορθόδοξης
Χριστιανικής παράδοσης με συνεκτικό και ολοκληρωμένο τρόπο και στη συνέχεια η διδασκαλία
στοιχείων από τις άλλες χριστιανικές παραδόσεις και, από τις άλλες μεγάλες θρησκευτικές
παραδόσεις και φιλοσοφικές θεωρήσεις, αλλά ο θρησκευτικός γραμματισμός που
υπηρετεί το κοινωνικό πρόταγμα του πολιτισμικού εγκλιματισμού των μαθητών και απευθύνεται «όχι μόνο στους Έλληνες ή στους Ορθοδόξους
μαθητές αλλά σε όλους, ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής ή θρησκευτικής και
ομολογιακής ταυτότητας» (16). Ο εγκλιματισμός αυτός πραγματοποιείται σε
τρείς κύκλους θεμάτων. Ο πρώτος έχει επίκεντρο «τη θρησκευτική παράδοση του τόπου, την παράδοση της Ορθόδοξης
Χριστιανικής Εκκλησίας, όπως αυτή σαρκώθηκε στη ζωή και αποτυπώθηκε στα μνημεία
του πολιτισμού του». Η διδασκαλία της παράδοσης αυτής προτείνεται ως μια χρήσιμη γνώση για κάθε μαθητή
ανεξάρτητα από τη θρησκευτική του ιδιοπροσωπία. Ο δεύτερος κύκλος
αναφέρεται στις άλλες μεγάλες χριστιανικές παραδόσεις και ο τρίτος στα μεγάλα
θρησκεύματα (ΠΔΓ,16). Όλες αυτές οι παραδόσεις τίθενται η μια δίπλα στην άλλη
και το διευρυμένο αυτό μάθημα «εξετάζει
με ερευνητικό, κριτικό και διαλεκτικό τρόπο τη συνεισφορά κάθε θρησκευτικής παράδοσης στην ιστορία και τον
πολιτισμό, αποβλέποντας στον θρησκευτικό γραμματισμό, αλλά και στην ευαισθητοποίηση
και στον αναστοχασμό των μαθητών απέναντι στον δικό τους θρησκευτικό προβληματισμό»
(16-17). Υπό τις προϋποθέσεις αυτές οι σκοποί του μαθήματος είναι προφανώς
ουδέτερες, άχρωμες και γενικόλογες και κάποτε μεγαλόστομες διακηρύξεις. Βεβαίως
από τους σκοπούς αυτούς απουσιάζουν οι αναφορές για τη γνωριμία των μαθητών με
το πρόσωπο και το έργο του Ι.Χριστού, την Αγ.Γραφή, τη διδασκαλία της Εκκλησίας
και την ιστορία της, τη λατρευτική ζωή της, την πατερική Θεολογία και σκέψη,
και εν ολίγοις με οτιδήποτε θυμίζει το Ορθόδοξο Θεολογικό μάθημα. Στους
γενικούς σκοπούς του μαθήματος γίνεται μια και μοναδική αναφορά στον
Χριστιανισμό, όχι μόνο ως πολιτιστικής παράδοσης της Ευρώπης, «αλλά και ως ζωντανής πηγής έμπνευσης,
πίστης, ηθικής και νοηματοδότησης: για τον κόσμο και τον άνθρωπο, τη ζωή και
την ιστορία» (18). Κατά τα άλλα
σκοπός του μαθήματος είναι η ανάλυση του ρόλου του θρησκευτικού φαινομένου «στο σύνολό του και στις επί μέρους εκφάνσεις
του (θρησκείες του κόσμου)» (18), η απόκτηση επάρκειας και ικανοτήτων
εγγραμμάτου υποκειμένου από τους μαθητές, η προαγωγή του διαΘρησκειακού
διαλόγου και η συνεισφορά στο αυτοπροσδιορισμό των μαθητών «μέσα από την αναζήτηση του νοήματος και την
υπαρξιακή αναμέτρηση με την πολυπλοκότητα του μυστηρίου της ζωής»
(19).
Στην
εξειδίκευση των σκοπών αυτών αναφέρονται σχετικά «η ανάδειξη των οικουμενικών
αξιών τόσο του Χριστιανισμού όσο και των άλλων θρησκειών του κόσμου, η κριτική
κατανόηση των δογματικών, λατρευτικών, υπαρξιακών και πολιτισμικών εκφράσεων
της Ορθόδοξης Εκκλησίας, των άλλων μεγάλων χριστιανικών ομολογιών, καθώς και
άλλων θρησκευμάτων και η προσέγγιση της θρησκευτικής πίστης γενικότερα και του
Χριστιανισμού ιδιαίτερα με πολλαπλά κριτήρια (πολιτισμικά, ηθικά, κοινωνικά,
ιστορικά, προσωπικά, θεολογικά)» (19).
Ιδιαίτερο
ενδιαφέρον παρουσιάζει η παράγραφος για την προσέγγιση της θρησκευτικής γνώσης
στο Νέο Σχολείο. Εκεί οι συντάκτες υποστηρίζουν ότι αυτό που ενδιαφέρει τον μαθητή «είναι να μπορεί να απαντά σε ερωτήσεις, να
γνωρίζει κανόνες και νόμους που διέπουν το συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο.
Στην περίπτωση αυτή ο μαθητής στέκεται «έξω» από το αντικείμενο και, ιδιαίτερα
ως προς το ΜτΘ, ενδιαφέρεται να μάθει διάφορα δεδομένα γύρω από τη γλώσσα, τους
συμβολικούς κώδικες, τους κανόνες και τις εφαρμογές τους σε κάθε θρησκεία»
(20). Αυτή η συναισθηματική αποστασιοποίηση, ονομάζεται εμπειρική προσέγγιση. Υπάρχει
ακόμα και η ερμηνευτική προσέγγιση κατά την οποία ο μαθητής, προφανώς αφού
πρώτα σταθεί έξω από το αντικείμενο, στη συνέχεια «κατανοεί και επιχειρεί συνδέσεις ανάμεσα στα πράγματα και στα νοήματα·
μ’ ένα λόγο εισέρχεται «εντός» του γνωστικού αντικειμένου. Συγκεκριμένα, ως
προς το ΜτΘ ο μαθητής ενδιαφέρεται να γνωρίσει τι σημαίνει και πώς συνδέεται
και επηρεάζει μια συγκεκριμένη θεολογική θεώρηση ή θρησκεία την προσωπική και
κοινωνική οργάνωση του βίου των πιστών της, των τελευταίων με τους πιστούς
άλλων θρησκειών ή με τους θρησκευτικά αδιάφορους συνανθρώπους τους». Ως τρίτη
μέθοδος προσέγγισης ορίζεται η χειραφέτηση του μαθητή μέσω του «κριτικού ή αναστοχαστικού» τρόπου, με
τον οποίο βιώνει την απελευθερωτική
δύναμη της επιστήμης και σχηματίζει μια «πραγματικά
ακριβοδίκαιη εικόνα» της θεολογικής γνώσης». (21). Τελικά το ΠΣ αυτό, κατά
τους συντάκτες του, «στοχεύει στο να οικοδομήσει λογικά την θρησκευτική
αγωγή των παιδιών και των εφήβων μέσα από την κατανόηση, την ερμηνεία και την κριτική, και δι’ αυτού να συμβάλει
στην προσωπική και ελεύθερη λογική συγκρότησή
τους, η οποία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εν γένει προσωπική,
κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη τους» (21).
Συνοψίζοντας
παρατηρούμε ότι έχει αφαιρεθεί από τους σκοπούς του μαθήματος η ολοκληρωμένη
διδασκαλία της Ορθόδοξης παράδοσης και αυτή διδάσκεται κυρίως ως μια ιδιαίτερη
τοπική πολιτισμική και θρησκευτική παράδοση μεταξύ των άλλων μεγάλων θρησκευτικών
παραδόσεων. Θα πρέπει στο σημείο αυτό, πριν προχωρήσουμε στην κριτική, να
παρατηρήσουμε ότι η εφαρμογή της θεωρίας του Πλαισίου αρχών στην πράξη του
προγράμματος δεν είναι συνεπής σε όλα τα μαθήματα, ιδίως στο Δημοτικό.
Είναι
φανερό, από όσα ήδη ειπώθηκαν, ότι με το ΠΣ αυτό επιχειρείται η αλλαγή του
χαρακτήρα του μαθήματος, χωρίς αυτό να δηλώνεται ευθέως. Το ΠΣ ακολουθεί το
θρησκειολογικό μοντέλο που εφαρμόζεται σε λίγες Ευρωπαϊκές χώρες, στην Μ. Βρετανία,
την Σουηδία και εν μέρει στην Δανία, και ειδικότερα την Βρετανική εκδοχή. Στο
πρότυπο αυτό, όπως το περιγράφει ο εισηγητής του στην Ελλάδα Γ.Σωτηρέλλης, «η οργάνωση της θρησκευτικής εκπαίδευσης
γίνεται κατά τρόπο ώστε να παρέχεται στους μαθητές, χωρίς να αποκλείεται η δυνατότητα
εξαίρεσης, μια σφαιρική, αντικειμενική, ουδέτερη και απροκατάληπτη ενημέρωση
για το θρησκευτικό φαινόμενο και τις διάφορες εκφάνσεις του. Η εκπαίδευση αυτή
εστιάζεται, στο κύριο μέρος της διδασκαλίας, στην ιστορική διαμόρφωση και στις
αρχές του Χριστιανισμού με ιδιαίτερη έμφαση στην Ορθοδοξία (ή τον Καθολικισμό
για κάποιες περιοχές)»[3].
Όμως, το μοντέλο του νέου ΠΣ δεν αρκείται στην ουδέτερη και σφαιρική ενημέρωση,
της κλασικής θρησκειολογίας αλλά προσθέτει δύο ακόμα διαστάσεις που
δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό πλουραλιστικό:
α. Προχωρεί,
σε ένα είδος πολιτικής, ηθικής και κοινωνικής αγωγής με βάση «κοινωνικά προτάγματα καθολικού χαρακτήρα».
Τα προτάγματα αυτά φαίνεται να είναι ο πολιτισμικός εγκλιματισμός των αλλοδαπών
μαθητών, η καλλιέργεια οικουμενικής συνείδησης, η προσαρμογή στην
πολυπολιτισμική κοινωνία, η καταπολέμηση των διακρίσεων, ο σεβασμός των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η ανάπτυξη της οικολογικής συνείδησης και η προβολή (νέο)φιλελεύθερων
αξιών, όπως οι ατομικές δεξιότητες. Η ηθικοπλαστική αυτή πλευρά του
προγράμματος περιγράφεται στις προσδοκώμενες επάρκειες σε όλους τους κύκλους
του προγράμματος. Σ’αυτές περιλαμβάνονται πέρα από τη γνώση και κατανόηση του κόσμου της θρησκείας και της πολιτισμικής
εμβέλειας του θρησκευτικού φαινομένου, η προσωπική ανάπτυξη και καλλιέργεια
αξιών και στάσεων, η ανάπτυξη ηθικής συνείδησης και η καλλιέργεια δημοκρατικής
συνείδησης και πρακτικής.
β. Υιοθετεί
την πρακτική της «μάθησης από τη θρησκεία», ενώ ορίζει λανθασμένα ως μάθηση «μέσα
από τη θρησκεία», όχι τη μάθηση μιας συγκεκριμένης θρησκείας, στην προκειμένη
περίπτωση του Χριστιανισμού, αλλά γενικά τη μάθηση μέσα από τη μελέτη των
διαφόρων θρησκειών. Μάθηση από τη
θρησκεία είναι η πρακτική κατά την οποία ο μαθητής ασχολείται με τις
απαντήσεις των μεγάλων θρησκειών σε μεγάλα ηθικά και υπαρξιακά προβλήματα και καλείται
στη συνέχεια να διαμορφώσει τις δικές του αντιλήψεις και στάσεις ζωής.
Είναι
φανερό ότι στη μεν πρώτη προσέγγιση οι θρησκείες χρησιμοποιούνται ως υποστηρίγματα
της πολιτικής και ηθικής αγωγής, στη δε δεύτερη ως πηγές απαντήσεων σε
υπαρξιακά ερωτήματα των μαθητών, τις οποίες οι ίδιοι καλούνται να επεξεργαστούν
αναζητώντας ένα βαθύτερο νόημα. Συγχρόνως το ΠΣ απαιτεί την καθαρά γνωστική και
λογική και συνεπώς αντικειμενική και ουδέτερη μελέτη του θρησκευτικού φαινομένου
και των εκφάνσεών του. Για παράδειγμα στην Α’ Γυμνασίου και στο σημείο Δ’ των προσδοκώμενων
επαρκειών (η προσωπική ανάπτυξη και καλλιέργεια αξιών και στάσεων) οι μαθητές
θα πρέπει να μάθουν να «ανακαλύπτουν στη
χριστιανική παράδοση, την Αγία Γραφή και τα ιερά κείμενα των θρησκειών απαντήσεις
γύρω από το νόημα της ζωής και των σχέσεων του ανθρώπου (με τον Θεό, τον
συνάνθρωπο και τη φύση), να διαμορφώνουν προσωπικές θέσεις απέναντι στα υπό εξέταση
ζητήματα και να προσδιορίζουν, ελέγχουν και αξιολογούν προσωπικά στερεότυπα και
προκαταλήψεις τους που σχετίζονται με θρησκευτικές πεποιθήσεις, να αναπτύσσουν
κριτική στάση απέναντι στη δική τους θρησκευτική ιδιοπροσωπία, να καλλιεργούν
μια στάση σεβασμού και διαλόγου με τον Χριστιανισμό και τις άλλες θρησκείες, να
αναπτύσσουν προσωπικά ενδιαφέροντα γύρω από τα θρησκευτικά ζητήματα, να
καλλιεργούν διερευνητική σκέψη και στοχαστικοκριτικές ικανότητες, να εκφράζουν
αισθητική ευαισθησία και καλλιεργούν τη φαντασία και την επινοητικότητά τους»
(73) Όλες αυτές οι επάρκειες απαιτούνται από παιδιά 13 ετών, τα οποία δεν θα
έχουν διδαχθεί προηγουμένως συστηματικά ούτε τον Χριστιανισμό, πόσο μάλλον τις
άλλες θρησκείες. Παρ’ όλα αυτά τα παιδιά αυτά θα πρέπει να διαμορφώσουν
προσωπικές θέσεις και να ανακαλύψουν απαντήσεις για το νόημα της ζωής στα ιερά
κείμενα των θρησκειών.
Επίσης,
η προβολή των κοινωνικών προταγμάτων μέσα από το μανδύα της θρησκευτικής
διδασκαλίας οδηγεί σε πολλές περιπτώσεις το μάθημα σε μια ιδιότυπη ηθικολογία.
Χαρακτηριστική του πνεύματος αυτού είναι η διαπραγμάτευση της ΘΕ 2 της Ε’
Δημοτικού. Εδώ σε 4 δίωρα αναλύεται το θέμα των ορίων και των κανόνων με
προσδοκώμενα αποτελέσματα οι μαθητές να μάθουν «να αποδεικνύουν με παραδείγματα και αντιπαραδείγματα ότι οι επιλογές
των πράξεων έχουν συνέπειες, να περιγράφουν με επιχειρήματα τους κανόνες που οι
ίδιοι θέτουν στις σχέσεις τους και να
συναισθάνονται και να εξηγούν την ασφάλεια που παρέχουν οι κανόνες στη
ζωή τους» (49). Στόχος του μαθήματος είναι: «Να κατανοήσουν κριτικά οι μαθητές τη διαμόρφωση και την αξία των
εντολών στη ζωή, προσωπική και κοινωνική, καθώς και τα αμφιλεγόμενα ζητήματα
που προκύπτουν» (ΟΣ,39)[4].
Το στόχο αυτό υπηρετούν βιβλικές αφηγήσεις και αναφορές στους κανόνες στο Ισλάμ
και τον Ιουδαϊσμό. Οι διδασκαλίες των θρησκειών, αποσπασματικά συγκεντρωμένες,
δεν αναλύονται στο πλαίσιο της κάθε θρησκείας αλλά χρησιμοποιούνται ως όχημα
για να μεταγγιστούν στους μαθητές «κοσμικές» ηθικές και κοινωνικές αξίες. Ο
ηθικοπλαστικός χαρακτήρας του μαθήματος δεν συνδέεται με τη χριστιανική πίστη
και την εσωτερική μεταμόρφωση του ανθρώπου. Το θεολογικό νόημα της θεοπτίας του
Μωυσή και της εντολής της αγάπης απουσιάζουν και στη θέση τους τα παιδιά
μαθαίνουν τη «χρησιμότητα» της συνεργασίας. Επίσης οι μαθητές, αφού
επεξεργαστούν τον κανονισμό του σχολείου ασχολούνται με τον Δεκάλογο της Π.Δ
και στη συνέχεια με τα ανθρώπινα Δικαιώματα, που αποκαλούνται «κανόνες
συμβίωσης», μαθαίνουν ότι η συνύπαρξη χρειάζεται κανόνες, σχεδιάζουν ένα χάρτη
με δρόμους που έχουν ονόματα «αξιών και λαθών». Τέλος οι μαθητές συναισθάνονται
και εξηγούν την «ασφάλεια» που παρέχουν οι κανόνες στη ζωή. Φυσικά το μάθημα θα
ήταν πιο αποδοτικό αν είχαν χρησιμοποιηθεί και αποσπάσματα από τα Ανάλεκτα του
Κομφουκίου. Η νεοηθικιστική αυτή διδασκαλία διαφέρει από την παλαιά στο ότι η πολιτική
και ηθική διαπαιδαγώγηση δεν πραγματοποιείται μόνο μέσω του Χριστιανισμού αλλά
στην πορεία εμπλέκονται και οι άλλες θρησκείες και χρησιμοποιούνται ως εργαλεία
για τον σκοπό αυτό.
Το νέο
πνεύμα του μαθήματος καταργεί στην ουσία την προτεραιότητα της διδασκαλίας της
θείας Αποκαλύψεως και του σχεδίου της θείας Οικονομίας, του τωρινού μαθήματος,
και στη θέση της αναγορεύει σε κεντρική έννοια το θρησκευτικό φαινόμενο σε όλες
του τις μορφές. Η διδασκαλία αυτή στοχεύει, όπως ειπώθηκε, στο να βοηθήσει τα
παιδιά, μέσα από την παρουσίαση διδασκαλιών των μεγάλων θρησκειών για διάφορα
θέματα, να διαμορφώσουν τις δικές τους προσωπικές αντιλήψεις και στάσεις. Οι απόψεις
αυτές δεν βρίσκονται μόνο έξω από το σημερινό πλαίσιο του Ορθοδόξου μαθήματος
αλλά είναι και επιστημονικά λανθασμένες επειδή, υπό το φως των πορισμάτων της
σύγχρονης θρησκειολογικής και εθνογραφικής έρευνας αλλά και των μοντέρνων
φιλοσοφικών αντιλήψεων, γίνεται σήμερα ευρύτατα αποδεκτή η θέση ότι κάθε θρησκεία
συνιστά ένα ιδιαίτερο σύστημα διδασκαλιών, λατρευτικών πράξεων, αφηγήσεων,
ηθικών εντολών, συνηθειών, πολιτισμικών εκφράσεων, με άλλα λόγια συγκροτεί μια ξεχωριστή
μορφή ζωής. Ένταξη σε μια θρησκεία σημαίνει υιοθέτηση ενός συγκεκριμένου τρόπου
ζωής και σκέψης, δηλαδή την «αφομοίωση» του ανθρώπου στη θρησκεία αυτή.
Σημαίνει αλλαγή νοοτροπίας και συνηθειών, απόκτηση και εμβάθυνση ιδιαίτερων
πνευματικών εμπειριών αλλά και την ένταξη σε μια κοινότητα, όπου όλα αυτά
βρίσκουν την υλοποίηση και την έκφρασή τους. Με τις προϋποθέσεις αυτές η γνώση
μιας θρησκείας προϋποθέτει την ένταξη και τη δέσμευση σ΄αυτήν και την
εξοικείωση, γνωστική και βιωματική, με τη μορφή ζωής που αυτή εκφράζει και
προτείνει. Είναι φανερό ότι η «κριτική κατανόηση» θρησκευτικών αξιών ή
εκφράσεων δεν είναι εφικτή αν δεν προηγηθεί αυτή ακριβώς η δέσμευση. Η
πραγματικότητα αυτή είναι εμφανής στα θρησκειολογικά μαθήματα πλουραλιστικού
τύπου (μάθηση από τη θρησκεία), τα οποία αναγκαστικά περιορίζονται σε μια επιδερμική
ανάλυση ιδεών, πρακτικών και ηθικών αντιλήψεων των διαφόρων θρησκειών,
αποκομμένων από το πλαίσιο αναφοράς τους, και στη συνέχεια προχωρούν στη
συναγωγή συμπερασμάτων για κοινές ιδέες, αξίες, πρακτικές, που υποτίθεται ότι μπορούν
να απαντήσουν στους προβληματισμούς των μαθητών.
Τα
προβλήματα αυτά παρουσιάζονται και στην προσπάθεια του νέου ΠΣ να εφαρμόσει το
πρότυπο αυτό. Στην εφαρμογή είναι έκδηλη η αμηχανία των συντακτών και η
αδυναμία της μεθόδου αυτής, όπως φαίνεται από τα παρακάτω παραδείγματα: Στη Β’ Γυμν.
(ΘΕ 4) οι μαθητές πρέπει να μάθουν να
επισημαίνουν και αξιολογούν τη θετική στάση απέναντι στον «άλλο» και σε άλλες
θρησκείες. Οι θρησκείες αυτές δεν κατονομάζονται και στις δραστηριότητες
του μαθήματος υπάρχουν μόνο αναφορές στο Ολοκαύτωμα, στους Εβραίους ειρηνιστές
και την ορχήστρα Εβραίων –Παλαιστινίων. Έτσι η εικόνα του άλλου περιορίζεται σε
αυτή του Χριστιανισμού, όπου παρουσιάζεται ορθά το όλο θέμα με κατάλληλες
δραστηριότητες. Στη ΘΕ 5 ο μαθητής καλείται να αναλύσει το ρόλο των θρησκειών
στη διαφύλαξη της ειρήνης και να ασχοληθεί με τη διάσπαση και την αντιπαλότητα
σε άλλες θρησκείες. Στα περιεχόμενα όμως υπάρχει συγκεκριμένη αναφορά μόνο στην
αρχή της αχίμζα του Τζαϊνισμού, ενώ
δεν υπάρχουν και συγκεκριμένες αναφορές στις δραστηριότητες. Αντίθετα στην ίδια
ενότητα γεγονότα με διαφορετικές διαστάσεις και αίτια, το Σχίσμα, οι
Σταυροφορίες και η Μεταρρύθμιση, εξετάζονται υπό τον τίτλο Χριστιανοί διώκουν Χριστιανούς και οι μαθητές καλούνται, σε 2 δίωρα
να αξιολογήσουν τις συνέπειες και να αναλύσουν τις διαστάσεις τους. Σε δύο δίωρα
επίσης (Γ. Γυμν., ΘΕ 5) πρέπει τα παιδιά να μάθουν να «διαπιστώνουν και να αξιολογούν τη θεώρηση του κακού και σε άλλες
θρησκείες». Τα περιεχόμενα του μαθήματος είναι οι βασικές κοσμολογικές και
ανθρωπολογικές διδασκαλίες του Ισλάμ, του Ινδουϊσμού και του Βουδισμού ενώ στις
δραστηριότητες υπάρχει μόνο μια έρευνα με θέμα: «Πώς νοείται η σωτηρία του ανθρώπινου προσώπου στον Χριστιανισμό και
στις απωανατολικές παραδόσεις του Ινδουϊσμού και του Βουδισμού». Στην ΘΕ 2 της
Γ’ Γυμν. ο μαθητής θα ασχοληθεί στη διάρκεια 1 ώρας με το θέμα Αξίες θρησκειών του κόσμου (Ιουδαϊσμός,
Ισλάμ, Ινδουϊσμός, Βουδισμός, Κομφουκιανισμός), χωρίς καμιά περαιτέρω διευκρίνιση
ή δραστηριότητα. Τέλος στην ΘΕ 3 της Στ΄Δημοτ. οι μαθητές «πληροφορούνται για αγίους ανθρώπους άλλων θρησκειών». Σε αυτούς
περιλαμβάνονται ο Βούδας, ο Μωάμεθ, ο Βισνού, ο Δαλαϊ Λάμα, ο Κομφούκιος και ο
Μ.Γκάντι. Προηγουμένως, Ο Μωάμεθ, ο Κομφούκιος και ο Βούδας στην ΘΕ 1
αποκαλούνται μεγάλοι δάσκαλοι των θρησκειών.
Τα παραδείγματα
αυτά αρκούν για να επιβεβαιώσουν ότι πέρα από αδυναμίες που οφείλονται σε
προχειρότητα, η διδασκαλία των θρησκειών γίνεται αποσπασματικά και κατά
περίπτωση με σκοπό να αναδειχθούν κάποια κοινά σημεία και ο μαθητής χωρίς να προλάβει
να σχηματίσει, έστω και ελλιπώς, κάποια εικόνα καλείται να κρίνει να συγκρίνει,
να αξιολογήσει και να ανακαλύψει «την πνευματική και υπαρξιακή αλήθεια που κομίζουν
οι θρησκείες με το αντίκρισμά τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι»(98). Η στρεβλή και
παραμορφωτική αυτή εικόνα για τις άλλες θρησκείες συνδυάζεται με την ελλιπή γνώση
της Ορθόδοξης παράδοσης, κυρίως στο Γυμνάσιο. Η αδυναμία αυτή του ΠΣ οφείλεται και
στην προσπάθεια να υποστηρίξει κάποια επιστημονική έννοια του θρησκευτικού
φαινομένου που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Δεν υπάρχει δηλαδή κάποια κοινή
ουσία στις θρησκείες, αλλά πολλοί και διαφορετικοί θρησκευτικοί κόσμοι, εν
πολλοίς ασύμμετροι μεταξύ τους. Ιδιαίτερα δε η χριστιανική διδασκαλία, η οποία
τονίζει την πληρότητα και τη μοναδικότητα του σωτηριώδους έργου του Ι.Χριστού,
δεν μπορεί να τοποθετηθεί στην ίδια μοίρα με τις άλλες θρησκευτικές δοξασίες,
οι οποίες, αν και περιέχουν θετικά στοιχεία, λόγω του σπερματικού λόγου, δεν
παύουν να αποτελούν εκφράσεις της αγωνίας του ανθρώπου του αιώνος τούτου.
Συνοψίζοντας
τις παρατηρήσεις μας για το Πλαίσιο αρχών επισημαίνουμε τα εξής:
1. Στο
νέο ΠΣ μεταβάλλεται ο χαρακτήρας του ΜτΘ από Ορθόδοξος θεολογικός σε
θρησκειολογικό-πλουραλιστικό. Η μεταβολή αυτή γίνεται χωρίς εμφανή λόγο, αφού
το πρότυπο που υιοθετείται αποτελεί μικρή μειοψηφία στον ευρωπαϊκό χώρο και έρχεται
σε αντίθεση με την παράδοση και τις θεσμοθετημένες προδιαγραφές του μαθήματος
στην Ελλάδα. Το μοντέλο που προτείνεται εφαρμόζεται στην Μ. Βρετανία (Αγγλία
και Ουαλία) όπου οι κυριότερες θρησκείες και Εκκλησίες, κατά σειρά επιρροής,
είναι η Αγγλικανική, η Ρωμαιοκαθολική, η Πρεσβυτεριανή, ο Ισλαμισμός, ο
Ινδουισμός, ο Σικχισμός και ο Ιουδαϊσμός[5].
Η θρησκευτική αυτή κατάσταση αποτυπώνεται και στο πρόγραμμα του μαθήματος που
είναι υποχρεωτικό με δυνατότητα εξαίρεσης μετά από αίτηση των γονέων. Έτσι, οι
θρησκείες που διδάσκονται συστηματικά είναι ο Χριστιανισμός σε γενική μορφή, ο
Ισλαμισμός, ο Ιουδαϊσμός, ο Ινδουισμός, ο Βουδισμός και ο Σικχισμός, δηλαδή
αυτές με τον μεγαλύτερο αριθμό πιστών στην χώρα. Τόσο το μάθημα όσο και οι
λατρευτικές εκδηλώσεις πρέπει να έχουν κυρίως χριστιανικό χαρακτήρα. Η
παρουσίαση των διδασκαλιών του Χριστιανισμού γίνεται με ουδέτερο τρόπο, ενώ
γίνονται και συγκρίσεις των διαφορετικών διδασκαλιών των διαφόρων δογμάτων και
τονίζονται τα κοινά σημεία τόσο των χριστιανικών ομολογιών όσο και των άλλων
θρησκειών που υπάρχουν στη Μ. Βρετανία. Tα «Τοπικά συμβουλευτικά συμβούλια για
τη θρησκευτική εκπαίδευση», που αποτελούνται από εκπροσώπους των τοπικών εκκλησιών
και θρησκευτικών κοινοτήτων, καθηγητές και γονείς, έχουν την αρμοδιότητα να
καταρτίζουν το πρόγραμμα διδασκαλίας του μαθήματος και της συλλογικής λατρείας
με βάση τις γενικές οδηγίες και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις τοπικές
ιδιαιτερότητες. Στα ιδιωτικά ομολογιακά σχολεία διδάσκονται ομολογιακά
Θρησκευτικά[6].
2. Το βρετανικό
μοντέλο δεν περιορίζεται στη «μάθηση για τις θρησκείες» αλλά επιδιώκει τη «μάθηση
από τις θρησκείες», δηλαδή τοποθετεί όλες τις μεγάλες θρησκείες στην ίδια
μοίρα, τις θεωρεί ισότιμες και ισόκυρες πηγές θρησκευτικού, φιλοσοφικού, ηθικού
και υπαρξιακού προβληματισμού και εφαρμόζει μια παιδαγωγική μέθοδο ηθικής και
κοινωνικής αγωγής, χωρίς αναφορά σε κάποια συγκεκριμένη θρησκευτική δέσμευση
και πίστη. Κατά τη γνώμη του γράφοντος το πρότυπο αυτό βρίσκεται σε αντίθεση με
τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα, γιατί αγνοεί τη πολύμορφη πραγματικότητα και
τις ιδιαιτερότητες της κάθε θρησκείας.
3. Η
εισαγωγή αυτού του τύπου της θρησκευτικής παιδείας στην Ελλάδα είναι αντίθετη,
όχι μόνο με τις συνταγματικές και νομικές πρόνοιες για τον χαρακτήρα του
μαθήματος, αλλά και με τη θρησκευτική και κοινωνική πραγματικότητα της χώρας
μας. Ο κύριος σκοπός της ελληνικής θρησκευτικής παιδείας είναι σήμερα, και
πρέπει να συνεχίσει να είναι, η γνωριμία και η βιωματική προσέγγιση των
μαθητών/τριών με την Ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία και πρόταση ζωής και η
παρουσίαση στους νέους μας της συμβολής της Εκκλησίας στην ιστορία, τον
πολιτισμό, τη διαμόρφωση της ταυτότητας και της ατομικής και κοινωνικής ζωής
των Ελλήνων. Κι αυτό γιατί η Ορθόδοξη Χριστιανική παράδοση είναι η ζωντανή
πίστη της πλειοψηφίας των Ελλήνων και όχι απλά η πολιτισμική τους παράδοση. Συνεπώς
η διδασκαλία των Θρησκευτικών στο σχολείο, στους μαθητές που είναι Ορθόδοξοι
και σε όσους άλλους το επιθυμούν, είναι αναπόσπαστο στοιχείο της ελληνικής
παιδείας και αγωγής, ως βασικός συντελεστής της διαμόρφωσης της ταυτότητας και της
ιδιοπρωσωπίας τους. Δεν μπορεί όμως η διδασκαλία αυτή να περιορίζεται στη
συνεισφορά της Χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας στον πολιτισμό και την ιστορία.
Ο Χριστιανισμός δεν ταυτίζεται με κάποιο συγκεκριμένο πολιτισμό, αλλά αντίθετα
ενώνει και αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από φυλή, γλώσσα και
κοινωνική θέση. Η πίστη εξαγιάζει βεβαίως τα έργα των ανθρώπων, αλλά είναι
ζωντανή τόσο στην Αγία Σοφία όσο και στις καλύβες των ερημιτών και στα σπίτια
των απλών ανθρώπων όπου γης. Επομένως, το κύριο περιεχόμενο του μαθήματος είναι
η χριστιανική διδασκαλία και πρόταση ζωής και όχι επιρροή της στον πολιτισμό. Όσο
για τον πολιτισμικό εγκλιματισμό των αλλοδαπών μαθητών, μπορεί κάλλιστα να επιτευχθεί
μέσα από όλα τα μαθήματα και δεν μπορεί να είναι ο κύριος στόχος των
Θρησκευτικών.
4. Το ελληνικό
μοντέλο του Ορθοδόξου μαθήματος, δηλαδή της διδασκαλίας «μέσα από τη θρησκεία»,
εφαρμόζεται στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Σε μερικές από αυτές, όπως στο
Βέλγιο και τη Φιλανδία, διδάσκεται και το Ορθόδοξο χριστιανικό μάθημα. Είναι δε
σήμερα κοινά αποδεκτό ότι ο θρησκευτικός αυτοπροσδιορισμός του μαθητή μέσα από
την κριτική κατανόηση προϋποθέτει πρώτα και κύρια την κατά το δυνατόν
πληρέστερη διδασκαλία, γνωστική και βιωματική, της δικής του πίστης, ώστε η
κρίση του να είναι αποτέλεσμα σαφούς γνώσης. Αλλιώς, σε περιβάλλον σύγχυσης και
σχετικισμού, το αποτέλεσμα είναι η αποστροφή για το μάθημα.
5. Η
ολοκληρωμένη γνωστικά και βιωματικά διδασκαλία των άλλων μεγάλων θρησκειών δεν
είναι δυνατή για τους λόγους που αναπτύξαμε. Γι’αυτό η διδασκαλία τους θα πρέπει
να περιορίζεται σε γνώσεις και πληροφορίες (θρησκευτικός γραμματισμός-μάθηση
για τη θρησκεία) με κύριο στόχο τη γνωριμία, την αλληλοκατανόηση και την
ειρηνική συνύπαρξη με τους πιστούς των άλλων θρησκειών και σε ένα δεύτερο
επίπεδο την ενθάρρυνση της συνεργασίας σε κοινές δραστηριότητες για τη βελτίωση
της ζωής των ανθρώπων. Η επαφή με τις αγωνίες, τους προβληματισμούς και γενικά
με τη ζωή των άλλων θρησκευτικών εκφράσεων πρέπει να γίνεται με τρόπο
αξιόπιστο, με σεβασμό στην ιδιοπροσωπία των πιστών τους. Η διδασκαλία αυτή δεν
πρέπει να επεκτείνεται σε άτοπες συγκρίσεις και αναζητήσεις κοινών εμπειριών
και αξιών, πέρα από αυτές που οι ίδιοι οι πιστοί των θρησκειών μπορούν να
αναδείξουν μέσα από το διάλογο μεταξύ τους, χωρίς να προσβάλλεται η ιδιαιτερότητα
της κάθε θρησκείας.
[1] Οι
παραπομπές είναι στους αριθμούς των σελίδων του «Προγράμματος Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού και Γυμνασίου» που
είναι αναρτημένο στην ηλ.διευθ.: http://digitalschool. minedu.gov.gr/info/newps/Θρησκευτικά.
[2] F.Schweitzer,
Comparative Research in Religious Education: International‐Interdenominational‐Interreligious
in R Larsson/C Gustavsson,
Towards a European Perspective on Religious Education, Skellefteå:
Författarna, 2004, 196.
[3] Γ. Σωτηρέλλη, Θρησκεία και Εκπαίδευση, Κομοτηνή 1998,
402.
[4] Ο
αριθμός παραπέμπει στον «Οδηγό
Εκπαιδευτικού στα Θρησκευτικά Δημοτικού και Γυμνασίου», στην ηλ.διευθ.: http://digitalschool.minedu.gov.gr/info/newps/Θρησκευτικά/Οδηγός.
[5]
«Θεματική Εγκυκλοπαίδεια της Εκδοτικής Αθηνών», τ. Παγκόσμια Γεωγραφία Β´,
361-62.
[6]
Βλ. Δ.Βογιατζή, “Θρησκευτικών απολογία”.
Πληροφορίες και σκέψεις για τη θέση του μαθήματος στην Ελλάδα και στην Ευρώπη,
Κοινωνία 4 (2002), 341-362.
1 (2003), 41-59.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου